Χθες ήταν το «Lighting up Athens». Κεντρικοί δρόμοι της πρωτεύουσας έκλεισαν από τις 8 ως τις 11 το βράδυ για να περάσουν δρομείς με φακούς στο κεφάλι. Θα μπορούσε να είναι μια πρωτότυπη δράση στον επιβαρυμένο αστικό ιστό, αν δεν είχαν προηγηθεί τους τελευταίους μήνες: ο «8ος αγώνας δρόμου και περιπάτου Greece Race for the cure», ο «Γύρος της Αθήνας», ο «Αυθεντικός Μαραθώνιος της Αθήνας», ο «Athens Santa Run» (με τους δρομείς να τρέχουν με αγιοβασιλιάτικη περιβολή ένεκα Χριστουγέννων), η «Λεωφόρος Δρομέων», το «3rd Lycabettus Run», ο «Ημιμαραθώνιος 2017», ο «24ος ποδηλατικός γύρος»… Και όλο και κάτι ξεχνάω. Αν δεν χορτάσατε τρέξιμο και άθληση έρχεται, στις 26 Ιουνίου και το «SNF Run – Running into the future» για να κλείσουν για άλλη μία φορά οι κεντρικοί δρόμοι.
Ναι, αυτού του είδους οι διοργανώσεις είναι της μόδας και γίνονται σε όλο τον κόσμο. Ναι, είναι κακό να διαμαρτύρεσαι και να μιζεριάζεις για κάτι που δίνει χαρά σε τόσους ανθρώπους –σε εκείνους που συμμετέχουν (και σε εκείνους που βρίσκουν την ευκαιρία να διαφημιστούν). Ναι, ο αθλητισμός είναι υγεία και πρέπει να παρέχουμε ευκαιρίες στον πολίτη να αθλείται, να ψυχαγωγείται, να εκτονώνεται. Και ναι το μήνυμα της άμιλλας, του ευγενικού αγώνα, της προσπάθειας να βελτιώσεις την σωματική (και ψυχολογική σου) κατάσταση, δεν μπορεί παρά να είναι θετικό. Ομως, κάποιος πρέπει να σκεφτεί και τους κατοίκους του κέντρου που κάθε λίγο και λιγάκι αναγκάζονται να προσαρμόζουν τη ζωή τους ανάλογα με το ποιος και πού τρέχει.
Μιλάω εκ πείρας, στο κέντρο έχω ζήσει όλη τη ζωή μου. Το γνωρίζω απ’ άκρη σ’ άκρη, είμαι αυτόπτης μάρτυρας της υποβάθμισής του. Ανήκω σε εκείνους που όποτε κλείνει ταλαιπωρούμαι. Παλαιότερα ήταν οι υπερβολικά πολλές διαδηλώσεις: με το που τελείωνε η μία άρχισε η άλλη. Είκοσι άνθρωποι με ένα πανό στο χέρι ήταν αρκετοί για να παραλύουν οι δρόμοι. Για λόγους που δεν είναι της παρούσης αυτού του είδους οι διαμαρτυρίες έχουν ελαττωθεί. Αν όμως τις καθημερινές μπορείς πια να κινηθείς πιο άνετα, το πρόβλημα μεταφέρθηκε στα Σαββατοκύριακα. Γιατί ξαφνικά… πάθαμε τρέξιμο. Κάθε λίγο και λιγάκι ένας αγώνας. Το κέντρο (στο οποίο, ας μην ξεχνάμε, υπάρχουν και αρκετά νοσοκομεία στα οποία η πρόσβαση πρέπει πάντα να είναι εύκολη) κλείνει ξανά και ξανά, και αν έχεις την ατυχία να ζεις εκεί πρέπει να προσαρμοστείς και να υπομείνεις. Ή να βγεις και εσύ και να τρέχεις. Αν δεν μπορείς να το αποφύγεις προσπάθησε να το απολαύσεις; Δεν είναι ακριβώς έτσι.
Φυσικά, ο πολιτισμένος πολίτης και προσαρμόζεται και υπομένει. Αυτό, όταν ζει σε ένα πολιτισμένο περιβάλλον, σε ένα περιβάλλον όπου τον υπολογίζουν. Εννοώ πως αν η Αθήνα δεν ήταν η άκρως προβληματική πόλη που είναι, αν οι γειτονιές της ήταν πιο καθαρές, αν τα πάρκα και οι πλατείες ήταν πιο πράσινα, αν οι δρόμοι δεν πλημμύριζαν κάθε φορά που πέφτουν δύο σταγόνες, αν οι πεζόδρομοι δεν γίνονταν πάρκινγκ, αν οι οδηγοί δεν σε έβριζαν αντί να φρενάρουν για να περάσεις εσύ ο πεζός, αν, αν, αν… Αν η ζωή μας στο κλεινόν άστυ δεν ήταν δυσχερής, πιθανώς να μην κάναμε αυτή την κουβέντα, πιθανώς να είχα φορέσει κι εγώ τη φόρμα μου και να έτρεχα χαρούμενος στον επόμενο αγώνα δρόμου. Οταν όμως στην ήδη επιβαρυμένη καθημερινότητά σου έρχεται να προστεθεί άλλη μια επιβάρυνση, τότε αυτό που θέλεις είναι να τρέξεις όχι για να ψυχαγωγηθείς αλλά για να εξαφανιστείς, να φύγεις, να πας αλλού.
Τις ευτυχισμένες και λειτουργικές πόλεις δεν τις κάνουν οι δράσεις που διαρκούν μία δύο ώρες, όσο καλά οργανωμένες και αν είναι. Αυτά είναι κινήσεις εύκολου εντυπωσιασμού. Τις κάνουν οι σωστές υποδομές, η οργάνωση, οι παροχές, η εκπαίδευση του πολίτη ώστε να λειτουργεί σωστά και να σέβεται έναν χώρο που τον σέβεται. Ιδού τα θεμέλια πάνω στα οποία αναπτύσσεται ο υγιής αστικός ιστός. Οταν δεν υπάρχουν, τότε αρχίζουν τα προβλήματα. Σε μια Αθήνα βαθιά πληγωμένη, όπου τα νεύρα όλων μας δοκιμάζονται καθημερινά, οι αγώνες δρόμου δεν πρέπει να μετατραπούν σε ένα ακόμα πρόβλημα. Γιατί αυτό έχουν αρχίσει να είναι για όσους ζούμε στους δρόμους που κλείνουν ξανά και ξανά για να περάσει άλλο ένα «ποτάμι χαρούμενων δρομέων» όπως μεταδίδουν οι συνάδελφοι στα τηλεοπτικά δελτία ειδήσεων.
Αν λοιπόν θέλουμε αυτός ο νέος θεσμός να γίνει συστατικό της αστικής κουλτούρας και όχι άλλη μια μόδα που μόδα ήταν και πέρασε, καλούμαστε να τον αντιμετωπίσουμε με σοβαρότητα, με μέτρο (αυτό το μέτρο που χάσαμε με τις απανωτές διοργανώσεις) και με σεβασμό όχι μόνο προς τους πολίτες που συμμετέχουν αλλά και προς εκείνους που απέχουν γιατί έτσι θέλουν. Χωρίς να ξεχνάμε πώς όλοι έχουμε ίδια δικαιώματα. Δεν μπορεί η χαρά και η διασκέδαση του ενός να γίνεται κάθε λίγο και λιγάκι μαρτύριο για τον άλλο.