Γράφω για να υπερασπιστώ τη συγγραφέα Σώτη Τριανταφύλλου, στη δίωξη που της έγινε βάσει του αντιρατσιστικού νόμου 4285/2014, με αιτία ένα άρθρο γνώμης της σε ειδησεογραφική ιστοσελίδα.
Ο μέχρι σήμερα δημόσιος διάλογος για την υπόθεση γίνεται στη βάση του αν το άρθρο της Τριανταφύλλου κινείται στα επιτρεπτά όρια της ελευθερίας του λόγου. Ο διάλογος αυτός είναι ουσιαστικός και πρέπει να συνεχιστεί. Αλλά επικεντρώνοντας στο ζήτημα της ελευθερίας του λόγου και μόνο χαριζόμαστε στους υποκινητές της δίωξης της Τριανταφύλλου, καθώς αποσιωπούμε την τεράστια ευθύνη τους για την ουσία της κατηγορίας, η οποία είναι σκοταδιστική επίθεση στις αξίες του Διαφωτισμού, υπέρ των οποίων μάχεται η Τριανταφύλλου. Επίσης, επικεντρώνοντας μόνο στο θέμα της ελευθερίας του λόγου, καταπίνουμε αμάσητες τις δηλώσεις και τα άρθρα κάποιων, που ενώ υποτίθεται ότι γράφουν για να στηρίξουν την Τριανταφύλλου, την απαξιώνουν ηθικά, την εξευτελίζουν, την κατηγορούν, αλλά καταλήγουν με κάτι πατερναλιστικό του τύπου «τέλος πάντων, ενώ είναι άθλια και ρατσίστρια, χάριν της ελευθερίας του λόγου, εμείς ανεχόμαστε να το εκδηλώνει». Εν προκειμένω, θεωρώ βαθύτατα ειρωνικό ότι πολλοί από τους κατηγόρους ή τους «ναι-μεν-αλλά» δήθεν υποστηρικτές της Τριανταφύλλου, εμφανίζονται στην Ελλάδα ως φανατικοί υπέρμαχοι του διαχωρισμού Εκκλησίας και κράτους, ενώ ταυτόχρονα εξευτελίζουν εκείνην για την κριτική της όχι σε μια θρησκεία, αλλά σε μια ακραία θεοκρατική ιδεολογία, που κινείται στον αντίποδα των αντιλήψέων τους για τη χώρα τους. Ως ελαφρυντικό τους, μας μένει να διαλέξουμε ανάμεσα στην υποκρισία, τη δειλία, την άγνοια ή τη βλακεία.
Ξεκινώ με το ιστορικό:
1. Στις 14 Νοεμβρίου 2015, την επομένη της επίθεσης στο κέντρο Bataclan, και σε άλλα σημεία στο Παρίσι, από ισλαμιστές τρομοκράτες, δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Athens Voice άρθρο της Σώτης Τριανταφύλλου, με τίτλο «Rock and Roll will Never Die».
2. Στις 14 Απριλίου 2016, η μη-κυβερνητική οργάνωση Ελληνικό Παρατηρητήριο των Συμφωνιών του Ελσίνκι (ΕΠΣΕ) υπέβαλε αναφορά στην Εισαγγελέα για τα Ρατσιστικά Εγκλήματα, που αναφέρει 23 περιπτώσεις φερομένων ως εγκλημάτων, προς διερεύνηση και πιθανή παραπομπή σε δίκη. Μία από τις 23 είναι το άρθρο της Τριανταφύλλου, στο οποίο το ΕΠΣΕ αποδίδει «ισλαμοφοβία και καθύβριση του μουσουλμανικού θρησκεύματος». Η κατηγορία του ΕΠΣΕ έχει δυο σκέλη. Το πρώτο είναι ότι το άρθρο είναι «ακραίο ισλαμοφοβικό γενικά κατά των Μουσουλμάνων και καθυβριστικό του Ισλάμ». Το δεύτερο λέει ότι στο άρθρο «μεταξύ των άλλων περιλαμβάνεται και ο ψευδής ισχυρισμός πως δήθεν “ο Μάρκο Πόλο (είπε πως) φανατικός μουσουλμάνος είναι αυτός που σου κόβει το κεφάλι, ενώ μετριοπαθής είναι εκείνος που σε κρατάει για να σου κόψουν το κεφάλι”». Περί του τελευταίου, ακολουθεί βιβλιογραφική αναφορά σε κείμενο αρθρογράφου του περιοδικού Unfollow.
3. Προ ημερών, η Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών, ως συνέπεια της αρχικής αναφοράς του ΕΠΣΕ, παρέπεμψε τη Σώτη Τριανταφύλλου σε δίκη, βάσει του Αρθρου 1 του αντιρατσιστικού νόμου, που αναφέρει ότι τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματικό πρόστιμο όποιος: «…με πρόθεση, δημόσια, προφορικά ή δια του τύπου, μέσω του Διαδικτύου ή με οποιοδήποτε άλλο μέσο ή τρόπο, υποκινεί, προκαλεί, διεγείρει ή προτρέπει σε πράξεις ή ενέργειες που μπορούν να προκαλέσουν διακρίσεις, μίσος ή βία κατά προσώπου ή ομάδας προσώπων, που προσδιορίζονται με βάση τη φυλή, το χρώμα, τη θρησκεία, τις γενεαλογικές καταβολές, την εθνική ή εθνοτική καταγωγή, το σεξουαλικό προσανατολισμό, την ταυτότητα φύλου ή την αναπηρία, κατά τρόπο που εκθέτει σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη ή ενέχει απειλή για τη ζωή, την ελευθερία ή τη σωματική ακεραιότητα των ως άνω προσώπων».
Η δίκη της Τριανταφύλλου κατ’ αυτό έχει αυξημένη σημασία, όχι μόνο για την ίδια και για τη Δικαιοσύνη μας, αλλά για το κύρος του αντιρατσιστικού νόμου
Τίθενται εδώ τρία ερωτήματα: Πρώτο, αν ο αντιρατσιστικός νόμος είναι δίκαιος, δεύτερο, αν είναι σαφής ως προς τα αδικήματα που περιγράφει και, τρίτο, αν όντως η Τριανταφύλλου είναι ένοχη για παραβίασή του, όπως κατηγορείται αρχικά στην αναφορά του ΕΠΣΕ.
Το δύο πρώτα ερωτήματα είναι σοβαρότατα: η ύπαρξη αντιρατσιστικού νόμου είναι αναγκαία σε ένα πολιτισμένο κράτος, αλλά η διατύπωσή του πρέπει να είναι τέτοια που να ελαχιστοποιεί τη δυνατότητα καταχρήσεων, προς την κατεύθυνση του περιορισμού της ελεύθερης έκφρασης. Το αν και κατά πόσον η διατύπωση του υπάρχοντος νόμου εγγυάται αυτή την ισορροπία είναι προς διερεύνηση. Προς το παρόν όμως, καθώς έχει εφαρμοσθεί ελάχιστα και δεν υπάρχει νομολογία, το βάρος της ευθύνης της ερμηνείας του βαραίνει αποκλειστικά τα δικαστήρια. Η δίκη της Τριανταφύλλου κατ’ αυτό έχει αυξημένη σημασία, όχι μόνο για την ίδια και για τη Δικαιοσύνη μας, αλλά για το κύρος του αντιρατσιστικού νόμου.
Εδώ εστιάζω στο τρίτο ερώτημα, του αν η Τριανταφύλλου είναι ή όχι ένοχη για «ρατσιστικό έγκλημα», σύμφωνα με το νόμο. Η δίωξή της ξεκίνησε από αναφορά πολιτών, οι οποίοι και προσφέρουν τα βασικά επιχειρήματα του κατηγορητηρίου. Ως πολίτης κι εγώ παίρνω θέση, υπέρ της. Την υποστηρίζω στην έκταση και με την επιμέλεια που αξίζει η σοβαρότητα του θέματος.
Ενας ποινικολόγος που εκτιμώ είχε πει ότι «ένα σωστό ποινικό δικαστήριο είναι το βασίλειο της κοινής λογικής», άποψη που έχω δει να επιβεβαιώνεται ξανά και ξανά. Οι νόμοι είναι δεδομένοι. Oμως στην ποινική δίκη, που διεξάγεται σε ακροατήριο, το δικαστήριο πρέπει, πέρα από τους νόμους και τα γραπτά τεκμήρια, να αξιολογήσει τις μαρτυρικές καταθέσεις και την απολογία του κατηγορουμένου, να ακούσει την εισαγγελική πρόταση και τις αγορεύσεις των υπερασπιστών, και να βγάλει το συμπέρασμά του βασισμένο όχι μόνο στο νόμο και την αποδεικτική διαδικασία, αλλά και στην κοινή λογική.
Η κοινή λογική, ας σημειωθεί, δεν είναι η ψυχρή λογική των μαθηματικών, αλλά ένα πολύ πιο σύνθετο σύμπλεγμα νοητικών διαδικασιών, που περιλαμβάνει γνώση αλλά και πείρα ζωής, από τα οποία προκύπτει η αξιολόγηση της προσωπικότητας, της ειλικρίνειας και των κινήτρων του κατηγορουμένου και των μαρτύρων, καθώς και η συνεκτίμηση τυχόν παραγόντων ψυχολογικών, ιστορικών και κοινωνιολογικών που άπτονται της κατηγορίας. Αν δεν ίσχυαν αυτά, η διαδικασία της απονομής της δικαιοσύνης θα μπορούσε να υποκατασταθεί από ηλεκτρονικούς υπολογιστές, που τη μαθηματική λογική τη χειρίζονται πολύ καλύτερα από τους ανθρώπους.
Μόνο από κακή πίστη μπορεί να παραβλεφθεί το πλαίσιο (ο «καιρός») του επίδικου άρθρου της Τριανταφύλλου, που γράφτηκε στο Παρίσι, όπου ζει η αρθρογράφος, λίγες ώρες μετά την αιματηρότατη τρομοκρατική επίθεση του Νοεμβρίου του 2015
Το πλαίσιο, ο χρόνος και οι περιστάσεις που τελείται μια πράξη (ο Αριστοτέλης χρησιμοποιούσε γι’ αυτά την έκφραση «καιρός») είναι ουσιαστικά ζητήματα που λαμβάνει υπ’ όψη του όποιος την κρίνει. Εν προκειμένω, πιστεύω ότι μόνο από κακή πίστη μπορεί να παραβλεφθεί το πλαίσιο (ο «καιρός») του επίδικου άρθρου της Τριανταφύλλου, που γράφτηκε στο Παρίσι, όπου ζει η αρθρογράφος, λίγες ώρες μετά την αιματηρότατη τρομοκρατική επίθεση του Νοεμβρίου του 2015. Στην επίθεση, θυμίζω, δολοφονήθηκαν 130 αθώοι άνθρωποι που είχαν βγει να διασκεδάσουν και τραυματίστηκαν 368, εκ των οποίων οι 100 πολύ σοβαρά. Η φράση «rock and roll» στον τίτλο του άρθρου, άλλωστε, αναφέρεται στο Μπατακλάν (Bataclan), το μουσικό κέντρο που ήταν το επίκεντρο της σφαγής. Το άρθρο της Τριανταφύλλου είναι μια από καρδιάς κραυγή (cri du coeur, μιας και μιλάμε για Γαλλία), μια εν θερμώ αλλά λογικά στηριγμένη αντίδραση σε ένα φρικτό έγκλημα που μόλις είχε συμβεί.
Το άρθρο ξεκινά με εκτενή αναφορά στο πρόσφατο βιβλίο «Τυφλότητα», του διακεκριμένου γάλλου ιστορικού Μαρκ Φερό, διευθυντή της φημισμένης École des hautes études en sciences sociales και εκδότη του θρυλικού ιστορικού περιοδικού Annales. Ο ιστορικός αναφέρεται σε περιπτώσεις όπου ο σύγχρονος κόσμος, κυβερνήσεις και κοινή γνώμη, εθελοτυφλούν σε καταστροφικούς κινδύνους, ακόμη και όταν αυτοί είναι ήδη εν εξελίξει. Κάποια παραδείγματα του Φερό είναι η καταστροφική διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, το Ολοκαύτωμα, η οικονομική κρίση και τέλος η ανάπτυξη του ριζοσπαστικού ισλαμισμού και της τρομοκρατίας που γεννά.
Με αφορμή τον τρόπο που ο Φερό πραγματεύεται το τελευταίο θέμα, η Τριανταφύλλου στιγματίζει την ανεκτικότητα της Δύσης που επιτρέπει τα εγκλήματα τού, όπως γράφει, «ισλαμοφασισμού».
Ο όρος δεν είναι ούτε του Φερό ούτε δικός της, αλλά δόκιμος, χρησιμοποιούμενους από πολιτικούς επιστήμονες και ιστορικούς. Μάλιστα, ο φημισμένος αριστερός διανοούμενος Κρίστοφερ Χίτσενς, έγραψε ειδικό άρθρο υποστηρίζοντας τη χρήση του. Γράφει ο Χίτσενς: «Οπως και ο φασισμός, έτσι (και η ισλαμική τρομοκρατία) είναι βασισμένη σε μια κουλτούρα εγκληματικής βίας, που εξυμνεί τον θάνατο και την καταστροφή και απεχθάνεται τη διανοητική δραστηριότητα».
Στη συνέχεια, η Τριανταφύλλου αναφέρει ότι «όσα υφιστάμεθα από τους ισλαμιστές (όχι μόνον την τρομοκρατία αλλά την καθημερινή πίεση, τη συμπεριφορά μίσους) δεν οφείλονται στις “επεμβάσεις” της Δύσης στις χώρες της Ανατολής, αλλά στην πολεμοχαρή και φθονερή φύση του Ισλάμ: το Ισλάμ δεν είναι μια θρησκεία σαν τις άλλες, αγαπητοί συμπολίτες, είναι πολιτικό πρόγραμμα, είναι ιδεολογία εκβαρβαρισμού».
Σε αυτό το τμήμα του άρθρου εικάζω ότι αναφέρεται το ΕΠΣΕ, κατηγορώντας την Τριανταφύλλου για «εξύβριση του Ισλάμ». Θα υπέθετε κανείς ότι μια ΜΚΟ που ειδικεύεται στο ρατσισμό, θα έκανε τον κόπο να παρακολουθεί στοιχειωδώς τη διεθνή βιβλιογραφία. Αν το έκανε, θα είχε καταλάβει κατ’ αρχήν ότι η λέξη «ισλαμιστής» δεν είναι σε καμία περίπτωση συνώνυμη του «μωαμεθανός» ή «μουσουλμάνος», αλλά σημαίνει ένα ριζοσπαστικό πολιτικό κίνημα, το οποίο μεταξύ άλλων υποθάλπει την τρομοκρατία.
Οπως λέει ο μελετητής του ισλαμισμού και ακτιβιστής Μαατζίντ Ναουάζ «ο ισλαμισμός είναι μια θεοκρατική ιδεολογία που στοχεύει στην καταναγκαστική επιβολή του Ισλάμ στην κοινωνία». Ο «ισλαμιστής» αντίστοιχα, είναι ο οπαδός αυτής ακριβώς της επιθετικής αντίληψης, του Ισλάμ.
Καίρια για το θέμα μας είναι η νοηματική μετατόπιση (semantic shift) που έχει συμβεί τον τελευταίο μισό αιώνα του όρου «Ισλάμ», από την χαρακτηρισμό μιας θρησκείας στην περιγραφή μιας πολιτικής ιδεολογίας. Οι πηγές από έγκυρους μελετητές είναι πάμπολλες. Αναφέρω λίγες: Ο καθηγητής του Πανεπιστημίου του Πρίνστον, ιστορικός Μπέρναρντ Λιούις, λέει ότι από την εποχή του Χομεϊνί η αντίληψη αυτή αρχίζει να επιβάλλεται, εκφρασμένη από τον ηγέτη του Ιράν ως: «Το Ισλάμ είτε είναι πολιτικό, είτε δεν υπάρχει».
Ο καθηγητής του Πανεπιστημίου του Ααρχους Μεχντί Μοτζαφάρι, αναφέρει ότι οι ισλαμιστές, με πρώτο και καλύτερο τον Μπιν Λάντεν, έχουν πλέον ιδιοποιηθεί τον όρο «Ισλάμ», και ως εξ αυτού, αρνούνται να χαρακτηρίζονται «Muslimun» (μουσουλμάνοι) και αναφέρονται στους εαυτούς τους ως «Islamiyyoun» (ισλαμιστές). Ενώ, όπως γράφει ο μελετητής του σύγχρονου Ισλάμ, ο Αραβας Ιμπν Ουαράκ (ψευδώνυμο με το οποίο γράφει για να προστατεύσει τη ζωή του), «υπάρχουν μετριοπαθείς μουσουλμάνοι, αλλά μετριοπαθές Ισλάμ δεν υπάρχει». Είναι σαφές λοιπόν, σε όσους ξέρουν έστω τα στοιχειώδη επί του θέματος, ότι οι αναφορές της Τριανταφύλλου στη λέξη «Ισλάμ» γίνονται με βάση αυτή τη θεμελιώδη διάκριση, και βάθος γνώσης, ενώ οι κατηγορίες που περιλαμβάνονται στην αναφορά εναντίον της πηγάζουν από άγνοια —επιεικώς πάντα.
Στο άρθρο της, η Τριανταφύλλου θέτει τρία σημεία προς συζήτηση:
α) Την ανεπάρκεια της πολιτικής ηγεσίας της Γαλλίας στην αντιμετώπιση της ισλαμικής τρομοκρατίας —πάλι υπό την έννοια του Φερό της «τυφλότητας»— όπως και την ανικανότητα των διωκτικών αρχών να προφυλάξουν τους πολίτες από παρόμοιες επιθέσεις. (Δεν νομίζω κανείς να θεωρεί αυτές τις διαπιστώσεις ρατσιστικές—εκτός αν ο αντιρατσισμός σημαίνει την υπόθαλψη της δολοφονικής βίας). Στην ανεπάρκεια του γαλλικού κράτους να ασκήσει το κατά Μαξ Βέμπερ κύριο καθήκον του, δηλαδή τη σωστή διαχείριση της νόμιμης βίας, η Τριανταφύλλου αποδίδει και την άνοδο του κόμματος της Λε Πεν, στο οποίο η ίδια έντονα αντιτίθεται.
β) Την ευθύνη των μετριοπαθών «μουσουλμάνων» (εδώ η Τριανταφύλλου διαφοροποιεί, όπως αρμόζει, το λεξιλόγιό της) να λάβουν ενεργή θέση εναντίον της επίθεσης, οργανώνοντας μια μαζική διαμαρτυρία. Στο σημείο αυτό, δηλώνει την άποψή της ότι οι μετριοπαθείς μουσουλμάνοι είναι λίγοι μεταξύ των πιστών, ενώ οι πολλοί μετριοπαθείς ανήκουν στις τάξεις των εκκοσμικευμένων. Αυτό δεν είναι δική της εντύπωση, αλλά στηρίζεται στη Διακήρυξη της Αγίας Πετρούπολης, όπου μια ομάδα μουσουλμάνων, θρησκευάμενων και μη, αλλά οπαδών της εκκοσμικευμένης κοινωνίας του Διαφωτισμού, ορίζει την εκκοσμίκευση, στην οποία αντιτίθεται η ιδεολογία του Ισλάμ, ως απαραίτητο στοιχείο για την προστασία του πνεύματος της θρησκείας τους. (Αυτήν υπογράφει και ο Ιμπν Ουαράκ, που αναφέρθηκε νωρίτερα). Λέει η Διακήρυξη μεταξύ άλλων: «Δεν υπάρχουν στοιχεία αποικιοκρατικού πνεύματος, ρατσισμού ή της αποκαλούμενης “ισλαμοφοβίας” στην κριτική ή και την καταδίκη των ισλαμικών πρακτικών, όταν αυτές παραβιάζουν τη λογική ή τα ανθρώπινα δικαιώματα». (Φαντάζομαι ότι ακόμη και στο ΕΠΣΕ θα αντιλαμβάνονται ότι οι μαζικές σφαγές παραβιάζουν τα ανθρώπινα δικαιώματα).
Συμπερασματικά, η χρήση της λέξης «Ισλάμ» από την Τριανταφύλλου, όχι μόνο δεν είναι ρατσιστική και δεν συνιστά προσβολή γενικά της μουσουλμανικής θρησκείας, αλλά εντάσσεται στο γενικό πνεύμα της κριτικής μιας θεοκρατικής ιδεολογίας βίαιης επιβολής, μιας κριτικής που ασκείται πρώτα από όλα από προοδευτικούς μουσουλμάνους διανοούμενους, αλλά και δυτικούς διανοητές υπεράνω κάθε κατηγορίας ρατσισμού, όπως ο Χίτσενς. Για όποιον δεν το κατάλαβε, το ξαναλέω: το άρθρο της Τριανταφύλλου εντάσσεται σε ένα τεράστιο ρεύμα κειμένων προοδευτικών διανοουμένων, μουσουλμάνων και μη, που κάνουν κριτική από την πλευρά του Διαφωτισμού, όχι στη «μουσουλμανική θρησκεία», αλλά στο «Ισλάμ», που δυστυχώς έχουν πλέον ιδιοποιηθεί οι οπαδοί μιας φανατικής πολιτικής ιδεολογίας.
Αμφιβάλλω αν υπάρχει άνθρωπος, όσο μορφωμένος, που δεν έχει τουλάχιστον μια φορά διαπράξει το λάθος της υιοθέτησης κάποιου misquote, ως αληθινού
Η μόνη διατύπωση στο άρθρο της Τριανταφύλλου που μπορεί να θεωρηθεί προσβλητική κατά της μουσουλμανικής θρησκείας (και όχι του «Ισλάμ») περιέχεται σε ρήση που δεν ανήκει στην ίδια, και η αρθρογράφος βάζει εντός εισαγωγικών, αποδίδοντάς τη στον Μάρκο Πόλο: «Φανατικός μουσουλμάνος είναι αυτός που σου κόβει το κεφάλι, ενώ μετριοπαθής είναι εκείνος που σε κρατάει για να σου κόψουν το κεφάλι».
Η φράση αυτή πράγματι δεν βρίσκεται στα γραπτά του Μάρκο Πόλο. Ομως αποδίδεται σε αυτόν σε χιλιάδες ιστότοπους κάθε λογής, και σίγουρα όχι μόνο «φασιστών» (κατά τη λογία παραπομπή του ΕΠΣΕ στο Unfollow) αλλά και φιλελεύθερων υποστηρικτών του φιλοσοφικού αθεϊσμού, ενός χώρου που βρίσκεται πολύ κοντά ιδεολογικά στα πιστεύω της Σώτης Τριανταφύλλου, αλλά πιστεύω και πολλών κατηγόρων της. Παρ’ όλα αυτά, η Τριανταφύλλου μπορεί να ελεγχθεί εδώ για πλημμελή έρευνα των πηγών της. Αυτό όμως, όσο και αν χαρακτηρίζεται ως απροσεξία, δεν συνιστά με καμία έννοια ποινικό αδίκημα. Αντίθετα, η φράση στην αναφορά του ΕΠΣΕ για «ψευδή ισχυρισμό» της Τριανταφύλλου ότι η φράση είναι του Μάρκο Πόλο, στοιχειοθετεί συκοφαντική δυσφήμηση εναντίον της: το ψεύδος προϋποθέτει γνώση της αλήθειας και ηθελημένη παραχάραξή της. Το ΕΠΣΕ κατά συνέπεια οφείλει να αποδείξει ότι η αρθρογράφος γνώριζε ότι η ρήση δεν είναι του Μάρκο Πόλο και το απέκρυψε. (Για να δούμε, πώς θα το κάνει αυτό;)
Μόνο και μόνο επειδή πάνω από τη μισή αναφορά του ΕΠΣΕ βασίζεται σε αυτό το σημείο, αξίζουν εδώ δυο σχόλια ακόμη:
Κατ’ αρχάς, τα λεγόμενα misquotes (η απόδοση ανύπαρκτων ρήσεων σε υπαρκτά πρόσωπα, ή η λάθος απόδοση ρήσεων σε άλλα πρόσωπα από αυτά που τις έκαναν) είναι ενδημική στην εποχή του Διαδικτύου. Αμφιβάλλω αν υπάρχει άνθρωπος, όσο μορφωμένος, που δεν έχει τουλάχιστον μια φορά διαπράξει το λάθος της υιοθέτησης κάποιου misquote, ως αληθινού. Σίγουρα τα λάθη δεν είναι αξιέπαινα. Αν όμως είναι να παραπεμφθούν όσοι είναι ένοχοι για χρήση misquotes, η Εισαγγελία θα πρέπει να ανοίξει μεγάλες δουλειές. Μεταξύ άλλων, πρέπει να διώξει, ενδεικτικά, όσους έλληνες πολιτικούς, δημοσιογράφους ή απλούς πολίτες αναφέρουν κάθε τέλη Οκτωβρίου τη ρήση του Τσόρτσιλ ότι «στην αρχή λέγαμε ότι οι Ελληνες πολεμούν σαν ήρωες, τώρα θα λέμε ότι οι ήρωες πολεμούν σαν Ελληνες» (δεν το είπε ποτέ), και όσους αρθρογράφους ή συγγραφείς αποδίδουν την πατρότητα της έκφρασης «χρήσιμοι ηλίθιοι» στον Λένιν (δεν τη χρησιμοποίησε ποτέ).
Η μερική στήριξη της κατηγορίας του αντιρατσισμού σε ένα misquote της Τριανταφύλλου (και όχι στον «ψευδή ισχυρισμό», που μένει να αποδειχθεί από το ΕΠΣΕ, που τον επικαλέστηκε) είναι επιεικώς αστεία —πολύ επιεικώς. Αλλά μιας και μιλάμε για τον Μάρκο Πόλο, έστω και αν ο ενετός έμπορος και ταξιδευτής δεν είπε για τους μουσουλμάνους το αποδιδόμενο σε αυτόν στο επίδικο άρθρο, είπε χειρότερα. Mεταξύ αυτών: «… Οι πεποιθήσεις της καταραμένης σέκτας των Σαρακηνών (έτσι αναφέρεται στους μουσουλμάνους) δείχνουν ανοχή στο κάθε έγκλημα, και επιτρέπουν τη δολοφονία όποιου διαφωνεί μαζί τους στα θέματα της θρησκευτικής πίστης». (Από Τα Ταξίδια του Μάρκο Πόλο, έκδοση Everyman, Λονδίνο 1908, σελ. 181, μετάφραση δική μου). Eστω λοιπόν και αν λανθασμένα (και όχι «ψευδώς») τσιτάρισε η Τριανταφύλλου τον Μάρκο Πόλο, το δίχως άλλο δεν διαστρέβλωσε τις απόψεις του επί του θέματος.
Τελειώνοντας το άρθρο της, η Τριανταφύλλου απευθύνεται «στους ισλαμιστές και τους ποικίλους φίλους τους», λέγοντας «ό,τι και να κάνετε, όσους και να σκοτώσετε, συκοφαντήσετε και φιμώσετε, ο δυτικός πολιτισμός θα επιζήσει». Η κατάληξη αυτή κλείνει τη θεματική του άρθρου όπως την άρχισε, ως καταγγελία μιας ακραίας ιδεολογίας —του ισλαμισμού και όχι της μωαμεθανικής θρησκείας— που καλλιεργεί το μίσος και συχνά προτρέπει στο έγκλημα.
Σε κάθε περίπτωση, λαμβάνοντας υπ’ όψη τα παραπάνω στοιχεία, όπως και τον τόπο, τον χρόνο και τις περιστάσεις της συγγραφής του άρθρου, και το μακελειό στο οποίο αποτελεί άμεση αντίδραση, κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί στα σοβαρά ότι, έστω και με τη σχετική ασάφεια της διατύπωσης του αντιρατσιστικού νόμου, η Τριανταφύλλου «υποκινεί, προκαλεί, διεγείρει ή προτρέπει σε πράξεις ή ενέργειες που μπορούν να προκαλέσουν διακρίσεις, μίσος ή βία κατά προσώπου ή ομάδας», και ακόμη λιγότερο βέβαια ότι κατά οποιοδήποτε τρόπο «εκθέτει σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη ή ενέχει απειλή για τη ζωή, την ελευθερία ή τη σωματική ακεραιότητα του οιουδήποτε».
Το άρθρο της Σώτης Τριανταφύλλου δεν αποτελεί ρατσιστική επίθεση σε έναν πολιτισμό ή μια θρησκεία, αποτελεί φωνή απόγνωσης υπέρ της προστασίας από τον ρατσισμό και τη βία ενός πολιτισμού
Εντελώς το αντίθετο ισχύει. Το άρθρο «Rock and Roll will Never Die» δεν είναι ρατσιστικό, αλλά αντιρατσιστικό. Το άρθρο δεν αποτελεί υπεράσπιση του ρατσισμού, αλλά κραυγή εναντίον των πιο δολοφονικών του εκδοχών, που λίγες ώρες πριν είχαν αφαιρέσει τη ζωή από εκατόν τριάντα ανθρώπους που πήγαν να ακούσουν μουσική και να χορέψουν, μόνο και μόνο γιατί είχαν άλλη πίστη από τους φανατικούς δολοφόνους τους. Το άρθρο δεν «υποκινεί, προκαλεί ή διεγείρει ή προτρέπει σε ενέργειες που μπορούν να προκαλέσουν διακρίσεις, μίσος ή βία», αντίθετα αποτελεί κατηγορώ στις ενέργειες μίσους και βίας, που υποκινούν, προκαλούν, διεγείρουν και προτρέπουν τέτοιες ακριβώς διακρίσεις. Και βέβαια το άρθρο δεν «εκθέτει σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη ή ενέχει απειλή για τη ζωή, την ελευθερία ή τη σωματική ακεραιότητα του οιουδήποτε», αλλά κατηγορεί αυτούς που καταστρατηγούν τη δημόσια τάξη, και αδιαφορούν για τη ζωή, την ελευθερία ή τη σωματική ακεραιότητα του οιουδήποτε δεν είναι της αρεσκείας τους.
Το άρθρο της Σώτης Τριανταφύλλου δεν αποτελεί ρατσιστική επίθεση σε έναν πολιτισμό ή μια θρησκεία, αποτελεί φωνή απόγνωσης υπέρ της προστασίας από τον ρατσισμό και τη βία ενός πολιτισμού στον οποίο ο καθένας και η καθεμία δικαιούται να χορεύει και να διασκεδάζει, χωρίς να εκτελείται από τους οπαδούς του μίσους.
Εν κατακλείδι, πιστεύω ότι παραπέμποντας τη Σώτη Τριανταφύλλου σε δίκη, κατόπιν της αναφοράς του ΕΠΣΕ, η Εισαγγελία λειτούργησε νόμιμα μεν, με υπερβολική σπουδή και αυστηρότητα δε, εντός όμως των ορίων της ευχέρειας που δίνει το κράτος σε μια αρχή κατά βάση διωκτική. Το δίκαιο της δίωξης θα κριθεί στο δικαστήριο, στο οποίο όλοι οφείλουμε να έχουμε εμπιστοσύνη.
Oμως βρίσκω εντελώς αχαρακτήριστη την αναφορά της ΕΠΣΕ, χωρίς την οποία η παραπομπή δεν θα είχε συμβεί. Αν μη τι άλλο, από σεβασμό στο αίμα των εκατοντάδων θυμάτων του τυφλού ρατσιστικού μίσους του Παρισιού, μίσος εναντίον του οποίου το άρθρο της Τριανταφύλλου αποτελεί κατηγορώ, θα έπρεπε να αποφύγει το ατόπημα της αναφοράς, που κλονίζει το κύρος του ως προασπιστή των θυμάτων του ρατσισμού. Αντί διώκτης του ρατσισμού, το ΕΠΣΕ έγινε εν προκειμένω διώκτης ενός κατηγόρου του. Αντί υπερασπιστής των αρχών του Διαφωτισμού, το ΕΠΣΕ έγινε διώκτης μιας γενναίας φωνής που τις υποστηρίζει, με παρρησία και με προσωπικό ρίσκο. Και σαν να μην έφτανε η αχαρακτήριστη αναφορά που οδήγησε στη δίωξη της Σώτης Τριανταφύλλου, εδώ και λίγες ημέρες—ενώ η ίδια η κατηγορούμενη δεν έχει λάβει καν κλητήριο θέσπισμα για τη δίκη!—το ΕΠΣΕ, που άγνωστο πώς γνωρίζει τα πάντα, καλεί από την ιστοσελίδα του στο Facebook (!) δημιουργώντας για τη δίκη της Τριανταφύλλου ειδικό event (!) λες και πρόκειται για κάποιο πάρτι. Αλλά δεν πρόκειται για πάρτι, κυρίες και κύριοι του ΕΠΣΕ. Πρόκειται για μια πολύ σοβαρή υπόθεση, όπου δικάζεται μια αθώα γυναίκα με δική σας ευθύνη. Με την πρόσκλησή σας στο δικαστήριο, όχι απλώς τη στοχοποιείτε ακόμη περισσότερο από όσο κάνατε ήδη, αλλά την εκθέτετε σε τεράστιους κινδύνους, αυτήν όπως και τους υπερασπιστές της. Γιατί λοιπόν άραγε καλείτε κόσμο στη δίκη; Τι θα ωφελήσει το δικαστήριο η παρουσία ενός πλήθους οπαδών σας; Πάντως ένα είναι σίγουρο: δεν θα βοηθήσει στη διεξαγωγή μιας δίκαιης δίκης, που απαιτεί μέγιστη γαλήνη και νηφαλιότητα. Ας μην ξεχνάμε, μάλιστα, ότι το δικαστήριο είναι Μονομελές, οπότε την απόφαση για την κατηγορία που υποκινήσατε θα πάρει ένας ή μια πρωτοδίκης, ένας νέος άνθρωπος. Το τελευταίο πράγμα που θα βοηθήσει την δικαστική κρίση είναι η παρουσία ενός πλήθους οπαδών των κατηγόρων. Φαντάζομαι αυτό το γνωρίζατε όταν αναρτήσατε την πρόσκλησή σας στο event σας… Ή μήπως από εμένα το μαθαίνετε;
Η Σώτη Τριανταφύλλου, πέρα από πολυγραφότατη, σπουδαία συγγραφέας και αξιόλογη διανοούμενη, είναι μια γυναίκα ευαίσθητη και τίμια, που δεν έκανε ποτέ κακό σε άνθρωπο, που δε συναλλάχθηκε ποτέ με καμία εξουσία, που δεν προσεταιρίστηκε συμφέροντα, και επιπλέον που δεν δίστασε ποτέ να εκφράσει παλικαρίσια τη γνώμη της, ακόμη και για τα πιο δύσκολα ζητήματα. Αυτό της κόστισε μέχρι σήμερα πολλές επιθέσεις, όχι μόνο λεκτικές αλλά και σωματικές, για τις οποίες, σημειωτέον κανένας φορέας προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή ΜΚΟ δεν πήρε το πλευρό της, και καμία κρατική αρχή δεν την προστάτευσε. Αυτό εμένα, ως έλληνα πολίτη, με κάνει να ντρέπομαι, και να νιώθω υποχρέωση και καθήκον μου να υπερασπιστώ, ανάμεσα σε τόσους άλλους, και εγώ μαζί το αδιαμφισβήτητο δίκιο της.