– Λοιπόν, προτού καθίσω, θέλω να μου δώσετε καμιά σοκολάτα …
– Όχι, δεν θέλω να τρως σκατολοϊδια!
– Ω! Σκατά… Φέρτε μου τότε λίγο νερό.
Ο διάλογος έχει ονοματεπώνυμο-έκπληξη: ανήκει στον Εμμανουέλ Μακρόν και τη σύζυγο του Μπριζίτ, και τοποθετείται χρονικά στα παρασκήνια του πρώτου γύρου των γαλλικών εκλογών, με την κάμερα να καταγράφει την αναζήτηση μιας μικρής απόλαυσης από τον υποψήφιο – ανταμοιβή στην κοπιαστική του μέρα.
Δυο μικρές επισημάνσεις: ο Μακρόν χρησιμοποιεί στο βίντεο χαλαρά τη λέξη «merde», «σκατά», καθώς στη γαλλική γλώσσα είναι συνήθης, ειδικά όταν μια κατάσταση είναι περιπεπλεγμένη, δύσκολη, όταν κάποιος έχει μπλεξίματα (θυμάστε το περιβόητο «merde» του Ντομινίκ Στρος Καν για την Ελλάδα, όταν ακόμη ήταν κύριος ΔΝΤ;) Και η κάμερα ανήκει στον Γιαν Λ’ Ενορέ, τον σκηνοθέτη που έπεισε τον υποψήφιο για τη γαλλική προεδρία να ενδώσει σε μια ζόρικη πρόταση για το πρώτο κανάλι της γαλλικής δημόσιας τηλεόρασης, το TF1: να καλωδιωθεί επί οκτώ μήνες, επί 200 ημέρες, στη διάρκεια της προεκλογικής του εκστρατείας, για τα γυρίσματα ντοκιμαντέρ που θα προβαλλόταν αμέσως μετά την έκβαση των εκλογών.
Ο Λ’ Ενορέ του έθεσε έναν όρο: να μην κλείσει ποτέ και πουθενά την πόρτα, σε ό,τι θα αφορούσε την καμπάνια. Και ο Μακρόν του απάντησε ότι δεν θα είχε πρόβλημα, αρκεί να ήταν αόρατος κι αθόρυβος, σαν να μην υπάρχει.
Σκηνές αρετουσάριστες, στιγμές φευγαλέες, άλλοτε με χιούμορ κι άλλοτε με άγχος και ένταση, χωρίς εξηγήσεις και σχόλια, καρέ ανθρώπινα με ανασφάλειες και ερωτήματα, ακόμη και «ταπώματα» από την πολυσυζητημένη σύζυγο, την 64χρονη Μπριζίτ.
Το 90λεπτο ντοκιμαντέρ «Εμμανουέλ Μακρόν, τα παρασκήνια μιας νίκης» το είδαν εκατομμύρια άνθρωποι και το γκελ κρίθηκε θετικό. Οι παραγωγοί σκέπτονται μάλιστα να αξιοποιήσουν αυτή την κούρσα των 150 ωρών, σε μια κινηματογραφική διασκευή ή σειρά ντοκιμαντέρ, ίσως για το δίκτυο Netflix.
Η προσομοίωση στην ελληνική πραγματικότητα
Εχει ενδιαφέρον να σκεφθεί κανείς πώς θα ήταν μια προσομοίωση της γαλλικής αυτής ιδέας στην ελληνική πραγματικότητα. Η Γαλλία είναι βεβαίως μια μεγάλη χώρα, όπου τέτοιες ιδέες συνηθίζονται –δεν έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε που η γνωστή συγγραφέας Γιασμίνα Ρεζά έγινε σκιά του Νικολά Σαρκοζί, στον δικό του αγώνα για τη γαλλική προεδρία. Δεν είναι άστοχη ωστόσο μια σύγκριση, ως προς τα πολιτικά ήθη, τις αντιδράσεις σε επίπεδο κοινωνίας, τον αντίκτυπο που θα είχε ένα τέτοιο γύρισμα στην κουϊντα των εκλογών, στην Ελλάδα.
Μπορείτε να φανταστείτε κάποιον από τους δυο μεγάλους αντιπάλους του πολιτικού στίβου, τον Αλέξη Τσίπρα ή τον Κυριάκο Μητσοτάκη, σε ένα τέτοιο εγχείρημα; Να συνομιλούν καλωδιωμένοι με τις συντρόφους τους, τη Μπέτυ ή τη Μαρέβα, συμβιβαζόμενοι με συστάσεις – απαγορεύσεις όπως αυτή της Μπριζίτ για τη σοκολάτα; Μπορείτε να σκεφθείτε τον Αλέκο Φλαμπουράρη να ασκεί κριτική on camera στον Τσίπρα, «δεν έχεις την ηλικία που πρέπει, αλλά δεν πειράζει…», στα χνάρια της καταγεγραμμένης συνομιλίας του πολιτικού μέντορα του Μακρόν Φρανσουά Μπαϊρού προς τον «μαθητή» του; Χωράει στη σκέψη σας ο Μητσοτάκης, καταγχωμένος, να δίνει μπουνιές σε έναν εικονικό σάκο του μποξ, ή να διαμαρτύρεται «έχω έναν πόνο στην πλάτη», όπως έκανε ο Μακρόν, λυγισμένος από την ένταση;
Ακούγεται, ίσως, φαιδρό. Το χάσμα ανάμεσα στα πολιτικά ήθη, εδώ κι εκεί, δύσκολα γεφυρώνεται. Το «ναι» του αρχηγού ενός κόμματος σε μια ανάλογη πρόταση μπορεί να λειτουργεί προσωρινά ως ναρκισσιστικός πειρασμός, εύκολα όμως μπορεί να μετατραπεί σε όλεθρο, σε ξεγύμνωμα ισοδύναμο με ανήκεστο πολιτικά βλάβη.
Ο σκηνοθέτης του Μακρόν ομολόγησε ότι ο άνθρωπος «το΄ χει», κατέχει όσο λίγοι τον κώδικα επικοινωνίας με τους άλλους, πες τους ψηφοφόρους, πες τους συνεργάτες, πες τους θεατές. Ο Μακρόν στο ντοκιμαντέρ χαιρετάει α λα Ομπάμα Γάλλους που κρέμονται από τα μπαλκόνια, σαν να ζούσε χρόνια στο διπλανό. Μιλάει ελεύθερα για θέματα-ταμπού, για ομοφοβία και μισογυνισμό, λες κι είναι στο σαλόνι του σπιτιού του. Εμφανίζεται ξεχασιάρης και γκαφατζής, να ψάχνει μια κάρτα που του ‘δωσε το πρωί η Μπριζίτ κι έχουν φάει όλοι τον τόπο να τη βρουν. «Ωχ, την άφησα μάλλον στο άλλο το παλτό, που είναι σπίτι», λέει και γελάνε γύρω του. Κανονικός άνθρωπος δηλαδή.
Στην Ελλάδα, τόση έκθεση, θα γεννούσε τέρατα. Η κριτική γίνεται εξάλλου εύκολα κακοήθεια. Ποιος επικοινωνιολόγος που είναι στα συγκαλά του θα επέτρεπε κάτι ανάλογο σε πολιτικό αρχηγό; Οι σύμβουλοι του Μητσοτάκη θα έβαζαν στοίχημα το κεφάλι τους ότι την επομένη τα τρολ του ΣΥΡΙΖΑ θα τον κρεμούσαν στα μανταλάκια. Μια φωτογραφία ανέβασε με την κόρη του στο Instagram την Πρωτομαγιά στου Φιλοπάππου και λεπτομέρεια της συζητιότανε δυο μέρες…
«Είσαι πιο πολύ στο ναι ή στο όχι;», ρωτάει κάποια στιγμή στο ντοκιμαντέρ τη Μπριζίτ ο Εμμανουέλ για ένα θέμα που φαίνεται να τον καίει. «Αγάπη μου, θα τα πούμε κατ΄ ιδίαν!» του απαντά με αυστηρότητα εκείνη, καθώς μακιγιάρεται. Τολμάει κανείς να σκεφθεί τι θα γινόταν αν στη θέση της Μπριζίτ ήταν η Μπαζιάνα;
Είναι επίσης απορίας άξιο πόσοι έλληνες θεατές θα πείθονταν από το σκηνικό∙ από την αυθεντικότητα του. Σε ένα περιβάλλον απαξίωσης για τους εκπροσώπους της πολιτικής, άκρατης καχυποψίας για τις επαφές και τις ζυμώσεις στο στενό τους περιβάλλον, με άρωμα διαπλοκής και ολίγη από συνωμοσιολογία, όλοι οι γραφικοί – και οι απόψεις τους – χωράνε.
Ποιος έλληνας συγγραφέας, σκηνοθέτης ή άλλος θα αναλάμβανε, αλήθεια, να παίξει –αξιοπρεπώς, όχι σε ρόλο οσφυοκάμπτη– τον ρόλο που έπαιξε κάποτε η Ρεζά για τον Σαρκοζί και ο Λ’ Ενορέ για τον Μακρόν, και θα ήταν στο απυρόβλητο την επομένη; Γιατί η Ρεζά όταν έγραψε για την εμπειρία της κοντά στον «Νικολά», δεν ήταν όλα καλώς καμωμένα. Τον πέρασε από γενεές δεκατέσσερις: επιδειξιμανή τον ανέβαζε, λάτρη του χρήματος τον κατέβαζε∙ μέχρι και Μπλιγκ-Μπλιγκ ειρωνικά τον αποκαλούσε. Του καταλόγιζε παιδιάστικη υπερκινητικότητα, αδυναμία να μείνει μόνος έστω και ένα λεπτό (κακή σχέση με τον εαυτό του δηλαδή, τι χειρότερο!) και μονομανία, καθώς τη ρωτούσε εναγωνίως, κάθε τόσο: «Με είδες; ήμουν καλός;».
Σημειωτέον, και μάλλον ασύλληπτο για τα ελληνικά δεδομένα, είναι ότι ο Μακρόν δεν ζήτησε να δει το ντοκιμαντέρ τελειωμένο, κομμένο και ραμμένο, όπως θα προβαλλόταν. Την ώρα που κάθε πικραμένος θέλει να έχει τον έλεγχο ακόμη και για την παραμικρή δήλωσή του στα ΜΜΕ, ο γάλλος πρόεδρος άφησε ελεύθερη την εικόνα του να ταξιδέψει.
Με την πεποίθηση, ίσως, ότι η κοινωνία από την οποία ζητούσε να τον ψηφίσει δεν αγαπά το «καθωσπρέπει» των προέδρων της. Με την πεποίθηση, ίσως, ότι – παρά τα όποια δεινά της – η Γαλλία είναι μια χώρα με περίσσευμα δημοκρατίας.