Στον ελληνικό δημόσιο λόγο συχνά ταυτίζουμε τη συνέπεια με την εμμονή. Ας πούμε τα στελέχη του ΚΚΕ θεωρούνται συνεπή και μάλιστα με θετικό πρόσημο, αφού ουδέποτε μετακινήθηκαν από τις θέσεις τους. Στέκονται εκεί και περιμένουν την Επανάσταση. Και στην εκκλησία της γειτονιάς σου, όποιον παπά και αν βάλεις, θα σου μιλήσει για την Ανάσταση. Συνέπεια.
Αντιθέτως, η εξέλιξη ή η αλλαγή πολιτικών και κοινωνικών απόψεων ελέγχεται συχνά ως απαράδεκτη και άξια αρνητικής κριτικής. Βέβαια δεν είναι όλες οι περιπτώσεις ίδιες. Αν, ας πούμε, στα πενήντα σου λες ακριβώς τα ίδια με αυτά που έλεγες στα τριάντα, τότε η συνέπεια αποτελεί πρόβλημα και επιβεβαιώνει την ανελαστικότητα της σκέψης σου. Καλόν είναι οι άνθρωποι να αλλάζουν. Ετσι αλλάζει και η ζωή τους.
Τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ είναι μία κατηγορία από μόνοι τους, προφανώς επειδή και η περίπτωσή τους είναι ιδιαίτερη. Εδώ δεν έχουμε μία απλή μετακίνηση από προηγούμενες θέσεις. Οι άνθρωποι αυτοί υπηρετούν ακριβώς την πολιτική που κατήγγειλαν προκειμένου να έρθουν στην εξουσία. Τα δε μέτρα που ψηφίζουν και εφαρμόζουν, είναι χειρότερα από εκείνα που θέσπισαν οι προκάτοχοί τους. Εκτός των άλλων, υπάρχει και το προηγούμενο των πρώην συντρόφων τους, που είναι με τον Λαφαζάνη και τη Ζωή, οι οποίοι, πράγματι, παρέμειναν συνεπείς στις θέσεις τους, εγκαταλείποντας την εξουσία. Καλόν είναι, πέρα από την κριτική στις εξωφρενικές και επικίνδυνες απόψεις τους, να αναγνωρίζουμε ότι άνθρωποι όπως ο Λαφαζάνης, ο Ησυχος και η Βαλαβάνη, αν έκαναν τον σωστό συμβιβασμό, θα είχαν ακόμα υπουργικό αυτοκίνητο, μισθό και φρουρά.
Κάποια στιγμή, δια στόματος Τσίπρα, διατυπώθηκε η κεντρική εκδοχή, η βασική γραμμή που κάνει λόγο για «αυταπάτες», για περήφανη διαπραγμάτευση και χαρακώματα της αξιοπρέπειας. Γρήγορα εγκαταλείφθηκε. Διότι μπορεί να σε εμφανίζει ρομαντικό, πλην όμως υπογραμμίζει και την ηλιθιότητα ή την αφέλειά σου. Η δεύτερη αμυντική γραμμή στήθηκε πίσω από το αποτέλεσμα των εκλογών του Σεπτεμβρίου: «οι πολίτες γνώριζαν ότι θα εφαρμόσουμε μνημόνια, όμως μας εμπιστεύτηκαν». Ομως και αυτό δεν στέκει και τόσο καλά. Πρώτον επειδή ουδέποτε περιέγραψαν με λεπτομέρειες την πολιτική που θα ακολουθούσαν και δεύτερον ακόμα και οι προγραμματικές δηλώσεις της δεύτερης κυβέρνησης Τσίπρα περιείχαν εξαγγελίες που σήμερα ακούγονται ως ανέκδοτο.
Σήμερα, λοιπόν, υπάρχουν στελέχη που τσαλακώνονται καθημερινά στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ειδικά αυτόν τον καημένο τον Κώστα Ζαχαριάδη, τον έχουν στριμώξει σε μία γωνία και του τρίβουν στο πρόσωπο τα παλαιότερα tweets του. Ο Ζαχαριάδης είναι, βέβαια, μία χαρακτηριστική περίπτωση και ο άνθρωπος «τρώει ξύλο» επειδή οι μεγαλοστομίες του αναρτήθηκαν στο δίκτυο και θα μείνουν για πάντα εκεί. Είναι όμως πολλοί περισσότεροι. Υπουργοί, βουλευτές, κομματικά στελέχη, άνθρωποι που σήμερα κάθονται στην καρέκλα, εισπράττουν τον μισθό και δεν γλείφουν, απλώς, εκεί που έφτυναν –δέχονται και να τους φτύνουν. Η αναντιστοιχία του προεκλογικού λόγου με την πραγματική ζωή δεν είναι μόνο μεγάλη. Είναι τερατώδης και εκδηλώθηκε από τη μία μέρα στην άλλη. Και είναι εντυπωσιακό: δεν υπάρχει ανάμεσά τους ούτε ένας άνθρωπος, μα ούτε ένας, που να το βρίσκει όλο αυτό χυδαίο και αναξιοπρεπές.
Εκαναν «συγκεντρώσεις αξιοπρέπειας» στο Σύνταγμα, όμως σήμερα ούτε ένας δεν έχει το σθένος μίας αξιοπρεπούς παραίτησης. Ηρθαν κομίζοντας το «ηθικό πλεονέκτημα» και επιδίδονται σε μία ανήθικη συναλλαγή με την εξουσία. Εγκαλούν, με υψωμένο δάχτυλο και θυμό τους προκατόχους τους, όμως δεν τολμούν να κάνουν το ίδιο στον καθρέφτη τους. Και αν πιάσεις έναν από τον λαιμό, αν του ζητήσεις να σου εξηγήσει για ποιο λόγο το κάνει αυτό, θα σου πει ότι έτσι δουλεύει η μηχανή. Και μετά θα γυρίσει και θα σε ρωτήσει γιατί σώνει και καλά πρέπει να φύγει αυτός για να έρθουν οι προηγούμενοι. Και εκεί θα δυσκολευτείς λίγο να απαντήσεις είναι η αλήθεια.