Το «Πώς πέρασαν οι πολιτικοί το Πάσχα» είναι για την ειδησεογραφία ό,τι το κόκκινο αυγό για το λαμπριάτικο τραπέζι. Εκ των ων ουκ άνευ. Δηλαδή, που λέει ο λόγος, και το «πώς διαμόρφωθηκαν οι τιμές στη Βαρβάκειο» να μην παίξει, πρωθυπουργική λαμπάδα και προεδρικό δέος απέναντι σε τοπικά έθιμα, δεν παίζει να μην δούμε.
Είναι η αφορμή για να δείξουν οι πολιτικοί ένα πιο χαλαρό προφίλ, την «ανθρώπινη πλευρά» τους όπως γράφανε παλαιότερα. Κι εκεί ακριβώς, πολύ συχνά, αποκαλύπτουν όσα προσπαθούν να κρύψουν τον υπόλοιπο χρόνο. Διότι, υπακουόντας στα επικοινωνιακά κλισέ, νοιώθουν υποχρέωση να πούνε ένα αστείο. Δεν υπάρχει όμως κάτι πιο θλιβερό απο έναν άνθρωπο που, ενώ δεν έχει χιούμορ (νομίζει) ότι λέει αστεία. Είναι τότε που το χιούμορ γίνεται «καλαμπούρι». Ή, ακόμη χειρότερα, «χωρατό».
Αυτό ακριβώς μας επιφύλαξε φέτος ο Πρωθυπουργός (που μία ακόμη αυταπάτη του είναι ότι νομίζει πως έχει χιούμορ) από την Κέρκυρα, κατά τη μύησή του με το έθιμο των μπότηδων. Παγιδευμένος στην κίβδηλη υπεραξία της αιώνιας εφηβικότητας απέδωσε φόρο τιμής στον χαβαλέ της πενταήμερης (τι χλαπαταγή κι αυτή μέχρι να συνεννοηθούν με τον Αλέκο Φλαμπουράρη) και στα γυμνασιακά καλαμπούρια.
Το αστείο ότι μπορεί να περνάει από κάτω ο Σόιμπλε την ώρα που ο ίδιος πετούσε το κανάτι, δεν είναι μόνο ενδεικτικό μίας προεφηβικής αυτοαναφορικότητας, αλλά έχει τον ίδιο φτηνό σαρκασμό με την χοντράδα που, πριν απο μερικά χρόνια, είχε πει ο Αντώνης Ρέμος στη συναυλία του για τον Σόιμπλε ότι, δηλαδή, θα περπατούσε μόλις έβλεπε τις χλίδες με τις σαμπάνιες. Και την ίδια αισθητική με τα επιθεωρησιακά νούμερα του Σεφερλή. Μόνο που εδώ μιλάμε για τον πρωθυπουργό μιας χώρας.
Το χιούμορ είναι συνεκδοχή όχι μόνο της ευφυΐας αλλά και της συναισθηματικής νοημοσύνης. Γι’ αυτό και το κακό χιούμορ μπορεί να «φλυαρεί» πολύ πιο αποκαλυπτικά από το να μπερδεύει (εδώ) κάποιος τον Οδυσσέα με τον Ιάσονα.