Επαρχιωτισμός ασφυξίας. Μπορεί να λικνιστεί στους ήχους της Τίνα Τάρνερ και να θριαμβολογήσει για την αιώνια ζωντάνια της αλλά θα ξεσκίσει με ευκολία την Άννα Βίσση. Τι ξεδιάντροπη χολή, για ένα ταλαντούχο πλάσμα, που -αν μη τι άλλο- κατορθώνει να διαφυλάσσει αναλλοίωτο το λαρύγγι του.
Το βασικό του εργαλείο. Αραγε, ακολουθώντας την κατεύθυνση της ματιάς της αρθρογράφου, πρέπει να φτύσουμε τον Μικ Τζάγκερ, να γελάσουμε με τον Kιθ Ρίτσαρντς; Μήπως οι άνδρες δεν πιάνονται;
Την ίδια ώρα, που στις διεθνείς πασαρέλες η τάση είναι, να περπατάνε πια, όλο και πιο πολύ, γυναίκες κάθε ηλικίας. Την ίδια ώρα που η Καρντάσιαν (που λατρεύω να σιχαίνομαι, για να εξηγούμαστε) επιβάλλει έναν τεράστιο «ποπό», που οι περισσότερες θα έκρυβαν και απενοχοποιεί ένα σωρό γυναίκες που τις ταλαιπωρούν «ελαττώματα».
Την ίδια ώρα που κοπτόμαστε για την καταπολέμηση του ρατσισμού ο ρατσισμός της εμφάνισης είναι στυγνός ρατσισμός- και διεκδικούμε σεβασμό στη διαφορετικότητα.
Εμείς οι, ο καθένας διαφορετικός από τον άλλον. Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν αντιλήφθηκε; Τίποτα από αυτό το «κίνημα», δεν έπιασε στον αέρα της; Τόσο ετοιμοπόλεμο πλήκτρο, να φτύσει ένα μπράτσο που ηδονίστηκε να το δει, μη αρκούντως δυναμωμένο; Τόσο «ματάκιας» σε ένα ντεκολτέ σε σόου, στα χρόνια των ντεκολτέ των ειδήσεων;
Κι ούτε λέξη για την ετοιμότητα που υπέδειξε η τραγουδίστρια, ως παλιά καραβάνα επαγγελματίας, να πάρει σχεδόν συνέντευξη από τον εαυτό της καθώς απέναντι της είχε έναν μαρμαρωμένο, ατάλαντο, αστοιχείωτο παρουσιαστή, που απορείς πώς κατέχει τη θέση που κατέχει, σ’ έναν σταθμό που επενδύει επάνω του κονδύλια; Το σόου ήταν ομολογουμένως ένα φιάσκο.
Ταίριαζε μια χαρά με την εποχή. Διανύουμε χρόνια «φιάσκο»! (Και πού να δεις στην πολιτική σκηνή! Φιάσκο!) Βεβαίως δημοσιογράφοι, δικαιούνται αρθρογραφώντας να ασκούνε κριτική. Αλλά με τρόμαξε εν προκειμένω, η αμετροέπειά, ο σαδισμός πάνω σε έναν καλλιτέχνη. Με τρόμαξε αυτό, που παρατηρώ χρόνια και ήρθε ένα άρθρο, να μου το απλώσει μπροστά στα μάτια μου, να μου χώσει τη δυσοσμία του, στο ρουθούνι μου.
Ο τρόπος που συμπεριφερόμαστε, στους δικούς «μας» καλλιτέχνες, όταν μεγαλώνουν. Λες και τους περιμένουμε στη γωνία; Λες και τους χρωστάμε μόνο χολή, ως ανταπόδοση στις χαρές που μας χάρισαν. Λες και καιροφυλακτούμε χρόνια, για το δικό τους γήρας; Σάμπως μόνο οι καλλιτέχνες γερνάνε, ενώ «εμείς» ανέγγιχτοι. Πόσο, μη ευαίσθητες είναι οι ψυχές μας για ανθρώπους, που αν το σκεφτείς ζούνε παράλληλα με την αγωνία της τέχνης τους και την αγωνία της εμφάνισης τους, κυρίως γιατί «σκανάρεται», το κάθε τι επάνω τους, πρωτίστως από σκληρά γυναικεία μάτια…
Ο άτιμος ο χρόνος! Ποιος τα έβγαλε πέρα μαζί του; Ο καθείς και η μάχη του. Μικρή η ζωή. Γιατί να πρώτο-πολεμήσεις; (Α, ρε Βικάρα Μοσχολιού! «Δηλαδή, αυτό ήταν, γιατρέ;» μονολόγησε στον γιατρό της όταν της ανακοίνωσε την ασθένειά της)…
Ας χαϊδέψει η μάτια μας τουλάχιστον τους καλλιτέχνες. Κάθε είδους. Τόσο «παιδί» που εμπεριέχουν! Πώς το προπηλακίζεις, έτσι; Ας δούμε με συμπάθια και βαθιά κατανόηση τις «διαπραγματεύσεις» του καθενός με τον χρόνο. Μια φορεσιά-σάρκα όλη κι όλη! Να μας βγάζει ασπροπρόσωπους, σε όλη τη διάρκεια του μασκέ πάρτι, της ζωής μας.
Αυτά! Μου ήρθαν θυμωμένα κι άτσαλα. Για ένα κείμενο, που έχει σταθεί στον λαιμό μου.
ΥΓ. Παρεμπιπτόντως, η Αννα Βίσση είναι κούκλα, όπως ήταν πάντα. Προσοχή στις απομιμήσεις «Βίσση». Βλάπτουν σοβαρά την ψυχική υγεία. Ο καθένας και η χάρη του.