Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον πώς μια απόφαση ενός κρατικού φορέα όπως το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο έγινε viral. Δεν είναι τυχαίο. Σε μια περίοδο που το Εγώ του Ελληνα είναι γεμάτο πληγές, τέτοιες αποφάσεις λαμβάνουν μορφή αναλγητικού βάλσαμου. Ισως διότι τα αυτονόητα δεν είναι συχνά δεδομένα στην πατρίδα, οπότε ενθουσιαζόμαστε ακόμα και με ψεγάδια καλής λειτουργίας θεσμών του κράτους.
Είναι όμως σημαντικό να αφουγκραστούμε τις ενστάσεις και όσων κατακρίνουν την απόφαση. Είναι και αυτοί πατριώτες. Και η δικιά τους εθνική υπερηφάνεια είναι γεμάτη αμυχές. Γι αυτούς όμως, αυτή η απόφαση ίσως είναι ένα παράδειγμα των παθογενειών του κρατικού μηχανισμού ή της πολύπλοκης σχέσης που έχουμε σαν λαός με το παρελθόν μας και η οποία είναι συχνά εμπόδιο στην ανάπτυξη του κράτους.
Ενώ δεν συμφωνώ με τη δεύτερη προσέγγιση, σέβομαι την ανάγκη που την γέννησε, αφουγκράζομαι την αγωνία που την υποκινεί και επιλέγω να βρω αξία στην ύπαρξή της.
Η δυσκολία στην εύρεση αξίας στην αντίθετη άποψη έχει να κάνει με την ακαταμάχητη έλξη της σύγκρουσης. Μέσα σε μια περίοδο ιστορικής αναταραχής, ακόμα και το παραμικρό ζήτημα πολώνεται, γιγαντώνεται και προσκολλάται σε προϋπάρχοντα στρατόπεδα. Το πρόβλημα όμως είναι ότι η ουσία χάνεται σε ένα τέτοιο περιβάλλον και η όποια ευκαιρία για δημιουργία αξίας σβήνει στον απόηχο της σύγκρουσης.
Τι σημαίνει πρακτικά αυτό στην συγκεκριμένη περίπτωση; Πολύ απλά, ενώ η σωστή -κατ’εμέ- απόφαση ήταν το «όχι», η ουσιαστική ερώτηση έχει να κάνει με τον μετέπειτα χειρισμό της υπόθεσης. Κάτι το οποίο έχει χαθεί στην βαβούρα. Από ότι φαίνεται, σύμφωνα με τα δημοσιεύματα, ενώ ο αρμόδιος φορέας για την χρήση του χώρου απάντησε αρνητικά -σωστά αλλά πάντα μέσα στα στενά πλαίσια των αρμοδιοτήτων του- δεν υπήρξε κανένας άλλος χειρισμός από άλλους φορείς, αρμόδιους σε ένα ευρύτερο πλαίσιο που θα μπορούσε να ωφεληθεί από αυτή την ιδιωτική πρωτοβουλία. Αν έγινε αυτό, που είναι το πιθανότερο στην ελληνική πραγματικότητα, τότε το ‘όχι’ ήταν σωστό επί της αρχής, αλλά ο χειρισμός του ήταν ερασιτεχνικός.
Είναι λάθος να βλέπουμε το αίτημα της Gucci ως μία απλή γραφειοκρατική διαδικασία η οποία τελειώνει στο ΚΑΣ. Το αίτημα της ήταν ένα παράθυρο για μια διαπραγμάτευση. Έχουμε κάτι που θέλουνε αυτοί και αυτοί έχουν κάτι που θέλουμε εμείς. Σε μία διαπραγμάτευση, το πρώτο όχι είναι ευκαιρία και όχι το τέλος του δρόμου. Το ΚΑΣ αποφάσισε «όχι». Το επόμενο βήμα θα έπρεπε να είναι τα αρμόδια υπουργεία, π.χ. Πολιτισμού και Τουρισμού, να συνεργαστούν προτού ανακοινωθεί η απόφαση του ΚΑΣ επίσημα στην εταιρεία, έτσι ώστε να προετοιμάσουν μαζί εναλλακτικές.
H στρατηγική του χειρισμού θα έπρεπε να είναι σε αυτό το ύφος: Ευχαριστούμε για την πρόταση, είμαστε σίγουροι ότι θα μπορέσουμε να βρούμε λύση, σε ότι αφορά τον Παρθενώνα αυτό δεν είναι εφικτό γι αυτούς τους λόγους (ώστε να κατανοήσουν το σκεπτικό και να προστατεύσουμε την εμπορική σχέση) και ορίστε κάποιες εναλλακτικές και προτεινόμενα επόμενα βήματα.
Τίποτα δεν μπορεί να εγγυηθεί ότι το αποτέλεσμα μιας τέτοιας στρατηγικής θα ήταν θετικό. Αλλά η μη προσπάθεια προς αυτή την κατεύθυνση είναι προϊόν μιας χρόνιας νοοτροπίας στον δημόσιο τομέα, η οποία είναι το ουσιαστικό εμπόδιο στις προοπτικές ανάπτυξης. Πίσω από το σωστό «όχι» μπορεί να κρύβεται ύπουλα η απουσία πρωτοβουλίας, δημιουργικότητας και επιχειρηματικής σκέψης – οι τρεις μάστιγες που στραγγαλίζουν κάθε απατηλή προοπτική ανάπτυξης στην Ελλάδα. Κανένας δεν μπορεί να βάλει τιμή στην εθνική υπερηφάνεια, αλλά ταυτόχρονα κανείς δεν θα έπρεπε να κρύβεται πίσω από αυτή.
* Ο Νικόλας Κατσίμπρας διδάσκει στα προγράμματα επίλυσης συγκρούσεων του πανεπιστήμιου Columbia και του City University of NY, είναι Senior Fellow του Hellenic American Leadership Council και πρώην αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού.