Η απόφαση του Αρείου Πάγου με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα του καθεστώτος Ερντογάν για την έκδοση των οκτώ αξιωματικών στην Τουρκία, έχει μία ιδιαιτερότητα: είναι η δεύτερη απόφαση ανωτάτου δικαστηρίου της χώρας, που αγνοεί την επιθυμία (έστω και εικαζόμενη) κάποιων «υψηλά ιστάμενων» πολιτικών προσώπων.
Και γι’ αυτό λειτουργεί στη δεδομένη συγκυρία ευεργετικά: διαφυλάττει το κύρος της Δικαιοσύνης και συμβάλλει στην προσπάθεια αποκατάστασης της εμπιστοσύνης προς την λειτουργία της Δημοκρατίας στην Ελλάδα.
Απομένει ίσως μία τελική πράξη, όσο εκκρεμεί η προσπάθεια της προέδρου του Αρείου Πάγου Βασιλικής Θάνου να αλλάξει τα όρια συνταξιοδότησης των δικαστών, η οποία έχει συναντήσει ένα κύμα αντιδράσεων και καταγγελιών ακόμη και μέσα από το δικαστικό σώμα.
Τον Σεπτέμβριο του 2016 ο Αλέξης Τσίπρας δήλωνε από την Θεσσαλονίκη κατά τη διάρκεια της συνέντευξης Τύπου στην ΔΕΘ, σχετικά με την εκκρεμούσα τότε απόφαση του ΣτΕ για την συνταγματικότητα του διαγωνισμού των τηλεοπτικών αδειών: «Η Δικαιοσύνη θα βγάλει την απόφασή της αλλά δεν δίνω ούτε μια πιθανότητα στο ΣτΕ να ακυρωθεί ο διαγωνισμός».
Ενάμιση μήνα αργότερα, το ανώτατο δικαστήριο έκρινε την διαδικασία με την οποία διενεργήθηκε ο διαγωνισμός αντισυνταγματική. Τις δηλώσεις και την εικόνα της Ολγας Γεροβασίλη μετά την απόφαση αυτή, τις θυμούνται όλοι. Οπως και την ανακοίνωση της Ενωσης Δικαστών και Εισαγγελέων Ελλάδος και της Ενωσης Διοικητικών Δικαστών, στην οποία υπήρχε αναφορά σε «μεθόδους που μετέρχονται φασιστικά καθεστώτα»…
Η ουσία είναι μία: ακόμη και αν ο Πρωθυπουργός ή όποιος άλλος επιχείρησαν να επηρεάσουν ή να προδικάσουν αποφάσεις και εξελίξεις, οι δικαστές προφύλαξαν τον ρόλο τους και την προστάτευσαν το θεσμικό τους κύρος.
Κάτι αντίστοιχο συνέβη και στην υπόθεση των οκτώ τούρκων αξιωματικών.
Οι ανοιχτές παρεμβάσεις σε αυτήν την περίπτωση δεν είχαν προέλθει από την κυβέρνηση –είναι άγνωστο τι συνέβη στο παρασκήνιο.
Ομως η δήλωση του Ερντογάν της 17ης Ιουλίου, έπειτα από τηλεφωνική του συνομιλία με τον Πρωθυπουργό, δεν διαψεύστηκε ποτέ: «Μέσα σε διάστημα 15 ημερών θα έχουν επιστραφεί από την Ελλάδα στην Τουρκία οι οκτώ πραξικοπηματίες», είχε δηλώσει ο τούρκος πρόεδρος, επικαλούμενος δέσμευση του κ. Τσίπρα σύμφωνα με την οποία οι διαδικασίες εξέτασης των αιτήσεων ασύλου θα ήταν σύντομες…
Οποια και αν ήταν η πραγματική πρόθεση της κυβέρνησης, η αίσθηση που επικράτησε (ακόμη και μεταξύ των δικαστικών λειτουργών) ήταν πως απόφαση για τους «οκτώ» θα όφειλε να είναι προϊόν συνεκτίμησης και κάποιων άλλων παραμέτρων.
Οσο πλησίαζε η ημέρα της εκδίκασης, κάποιοι στην κυβέρνηση κατάλαβαν ότι έπρεπε να σταλεί ένα άλλο μήνυμα. Η εγχώρια και διεθνής αντίδραση δια του Τύπου και τα social media, έπειτα από μία μεγάλη κινητοποίηση ελλήνων πολιτών έκαναν σαφές ότι μία απόφαση υπέρ της έκδοσης των οκτώ θα ήταν αντίθετη με κάθε κανόνα ευρωπαϊκού και εθνικού δικαίου. Και ήταν ο αναπληρωτής υπουργός Αμυνας, Δημήτρης Βίτσας που δήλωνε στα μέσα Ιανουαρίου: «Αυτή τη στιγμή το ζήτημα είναι στη Δικαιοσύνη η οποία θα πρέπει να αφεθεί με βάση το διεθνές και το εθνικό μας δίκαιο να καταλήξει. Εχω εμπιστοσύνη στη Δικαιοσύνη. Αν ο Αρειος Πάγος αποφασίσει να μην εκδοθούν, εκεί σταματάει όλη η διαδικασία. Δεν υπάρχει παραπάνω από το διεθνές και το εθνικό δίκαιο τίποτα. Δεν υπάρχουν άλλα ζητήματα τα οποία να το υπερβαίνουν. Η Ελληνική Δικαιοσύνη έχει τη δυνατότητα έχει και τη δύναμη να πράξει αυτά που θα πρέπει».
Παρά ταύτα, ο υπουργός Δικαιοσύνης, Σταύρος Κοντονής, με συνέντευξή του στην «Αυγή» στις 15 Ιανουρίου άφηνε ένα παράθυρο ανοιχτό. Απαντώντας σε ερώτηση «τι θα κάνει το υπουργείο;» αν ο Αρειος Πάγος αποφασίσει την έκδοση, ο κ. Κοντονής έλεγε: «Πρόκειται για ένα πάρα πολύ σύνθετο ζήτημα διότι οι εκατέρωθεν ισχυρισμοί, νομικοί και πραγματικοί, είναι κατ’ αρχάς βάσιμοι». Και συνέχιζε λέγοντας ότι ακόμη και αν εκδοθούν οι αξιωματικοί «θα σεβαστούμε απολύτως τις αποφάσεις της Δικαιοσύνης και θα προσπαθήσουμε να διασφαλιστεί με κάθε τρόπο το δικαίωμα αυτών των ανθρώπων σε δίκαιη δίκη ενεργοποιώντας ακόμη και τις διπλωματικές διαδικασίες».
Τώρα, έπειτα από την απόφαση του Αρείου Πάγου και τις αντιδράσεις της Τουρκίας, είναι φανερό ότι οι διπλωματικές διαδικασίες θα πρέπει να ενεργοποιηθούν.
Ευτυχώς όμως, όχι για να μπαλώσουν κάποια απόφαση ελληνικού δικαστηρίου, αλλά για τον σκοπό για τον οποίο προορίζονται ούτως ή άλλως.