Μισώ να συμφωνώ με τον Βλαντίμιρ Πούτιν, ακόμη και λίγο. Ο πρόεδρος της Ρωσίας σύρει τη χώρα του – τη χώρα στην οποία γεννήθηκα – στην οπισθοδρόμηση και ισχυρίζεται, λανθασμένα, ότι η παραβίαση του διεθνούς δικαίου είναι καλή για τους Ρώσους. Ωστόσο, η υστερική απάντηση των Αμερικανών στις υποτιθέμενες προσπάθειες του Κρεμλίνου να επηρεάσει τις αμερικανικές εκλογές στις ΗΠΑ με υποχρέωσε να δω τα πράγματα από την οπτική του Πούτιν.
Για να είμαστε σίγουροι, οι ισχυρισμοί των αμερικανικών υπηρεσιών πληροφοριών ότι η Ρωσία διέσπειρε ψευδείς ειδήσεις και δημοσιοποίησε κλεμμένη ηλεκτρονική αλληλογραφία ώστε να πλήξει τις πιθανότητες της Χίλαρι Κλίντον έναντι του Ντόναλντ Τραμπ δεν είναι αβάσιμοι. Είναι σίγουρα στον χαρακτήρα του Πούτιν να υπεξαιρεί μυστικά και να δημιουργεί παραπληροφόρηση. Υπήρξε άλλωστε στέλεχος της KGB.
Ομοίως, οι κατηγορίες ότι ο Πούτιν έχει στην κατοχή του ένα φάκελο με επιβαρυντικό υλικό για τον Τραμπ ηχούν αληθινές, αν και δεν έχουν επιβεβαιωθεί. Δεν θα είχε άλλωστε νόημα η Ρωσία να εξαιρέσει τον Τραμπ από τα σχέδιά της – ιδιαίτερα αυτόν. Πέραν δε του Τραμπ, οι ηγέτες του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος πρέπει να γνωρίζουν ότι αν η Ρωσία «χάκαρε» του Δημοκρατικούς, το ίδιο πρέπει να συνέβη και στους δικούς τους servers.
Ακόμη και αν οι εντυπωσιακές λεπτομέρειες του φακέλου δεν είναι ακριβείς, οι πιθανότητες είναι ότι η Ρωσία διαθέτει τουλάχιστον κάποια αρχεία για τις επιχειρηματικές δραστηριότητες του Τραμπ ή έστω για τις φορολογικές του υποθέσεις – πληροφορίες που ο Τραμπ έχει προσπαθήσει πολύ να κρύψει από την αμερικανική κοινή γνώμη. Αν ο Τραμπ δεν πάρει το μέρος της Ρωσίας σε θέματα όπως οι σχέσεις με το ΝΑΤΟ και η κρίση στην Ουκρανία, ίσως δει τα μυστικά του να βγαίνουν στο φως όπως ακριβώς συνέβη με την Κλίντον.
Η απάντηση των ΗΠΑ σε αυτό την προοπτική υπήρξε υπερβολική. Όσοι ανήκουν στο στρατόπεδο του Τραμπ είναι διατεθειμένοι να παραδοθούν στο εύθραυστο ρομάντζο μεταξύ Τραμπ και Ρωσίας, παρά το γεγονός ότι είναι ευάλωτο στην εκμετάλλευσή του και από τις δύο πλευρές. Άλλοι, συμπεριλαμβανομένων ορισμένων υψηλόβαθμων στελεχών των Ρεπουμπλικανών, ανεμίζουν την πρόσφατα δημοσιοποιηθείσα έκθεση των αμερικανικών υπηρεσιών πληροφοριών για την υποτιθέμενη ρωσική ανάμιξη στις εκλογές και απαιτούν αυστηρά μέτρα εναντίον της κυβέρνησης Πούτιν, ακόμη και αν ένας νέος Ψυχρός Πόλεμος δεν είναι προς το συμφέρον κανενός.
Κατά την άποψή μου, η έκθεση των μυστικών υπηρεσιών είναι θεμελιωδώς προβληματική. Γεμάτη από εικασίες και προκαταλήψεις, η έκθεση βασίζεται στο επιχείρημα ότι ο Πούτιν πρέπει να είναι ο εχθρός, επειδή δεν μοιράζεται τις δυτικές αξίες. Πως θα μπορούσε όμως; Η Ρωσία δεν ήταν ποτέ πλήρως καλοδεχούμενη στη δυτική παγκόσμια τάξη και ακόμη λιγότερο ικανή να συμμετάσχει επί ίσοις όροις. Αυτός είναι ο λόγος που ο Πούτιν έχει επιδιώξει να δημιουργήσει τη δική του διεθνής τάξη.
Πραγματικά, κατά τις πρώτες ημέρες της προεδρίας του, ο Πούτιν ήθελε η Ρωσία να είναι μέρος της Ευρώπης. Άμεσα όμως, κλήθηκε να αντιμετωπίσει την επέκταση του ΝΑΤΟ στις χώρες της Βαλτικής. Το 2006, η κυβέρνηση του τότε προέδρου Τζορτζ Μπους ανακοίνωσε τα σχέδιά της για την εγκατάσταση αντιπυραυλικής ασπίδας στην Ανατολική Ευρώπη ώστε να προστατεύσει τους δυτικούς της συμμάχους εναντίον διηπειρωτικών πυραύλων από το Ιράν. Η Ρωσία θεώρησε το σχέδιο – το οποίο ενέκρινε ο πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα πέρυσι – ως άμεση απειλή και ως ένδειξη ότι οι εκκλήσεις για στενότερες σχέσεις πρέπει να ειδωθούν με επιφύλαξη.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν υποστηρίξει «αντι-πουτινικές» δυνάμεις μετά το 2008, αλλά ενίσχυσαν αυτή την υποστήριξη το 2011 όταν ο Πούτιν, τότε Πρωθυπουργός, προετοίμασε την επιστροφή του στην Προεδρία. Το 2013, οι ΗΠΑ χαιρέτισαν τις διαδηλώσεις στην Ουκρανία που τελικώς ανέτρεψαν τον φιλορώσο πρόεδρο Βίκτορ Γιανουκόβιτς. Ενώ όμως ο Γιανουκόβιτς ήταν αναμφίβολα απατεώνας, οι ΗΠΑ υποστηρίζουν πολλούς απατεώνες. Οι προσπάθειές τους να αρνηθούν στη Ρωσία ή σε οποιαδήποτε άλλη δύναμη το δικαίωμα να χρησιμοποιήσουν ανάλογα απεχθείς «υπαλλήλους» συνιστά καθαρή υποκρισία.
Αυτή η διπροσωπία διαπερνά την αμερικανική εξωτερική πολιτική. Ο πόλεμος του Μπους στο Ιράκ διεξήχθη στη βάση μεροληπτικών πληροφοριών από τις μυστικές υπηρεσίες. Από την πλευρά του, ο Ομπάμα υποστήριξε την Αραβική Aνοιξη, αλλά δεν προσέφερε κάποια στρατηγική υπέρ της δημοκρατίας – μία προσέγγιση που μετέτρεψε τη Λιβύη σε αποτυχημένο κράτος, που επέβαλε μία χειρότερη δικτατορία στην Αίγυπτο, που οδήγησε τη Συρία σε μία παρατεταμένη και εφιαλτική σύγκρουση. Την ίδια στιγμή, η Υπηρεσία Εθνικής Ασφαλείας (NSA) παρακολουθούσε τους πάντες, είτε φίλους είτε εχθρούς.
Η έκθεση των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών ισχυρίζεται ότι ο Πούτιν επιδιώκει να υποσκάψει τη φιλελεύθερη δημοκρατία. Είναι σαφές, ωστόσο, ότι ο πιο άμεσος στόχος του είναι να εκθέσει τα «δύο μέτρα και δύο σταθμά» της Δύσης, άρα και να καταρρίψει τα εμπόδια που εγείρει η Δύση στην επιδίωξη των ρωσικών συμφερόντων. Αν οι ΗΠΑ μπορούν να συμπεριφέρονται τόσο άσχημα χωρίς να απολογούνται, γιατί θα πρέπει να αρνούνται στη Ρωσία της δική της σφαίρα επιρροής, ας πούμε στην Ουκρανία;
Επομένως, γιατί δεν θα έπρεπε ο Πούτιν να μην αποπειραθεί να βοηθήσει τον Τραμπ; Οι Ουκρανοί έκαναν εκστρατεία υπέρ της Κλίντον, πιστεύοντας ότι θα προωθήσει τα συμφέροντά τους. Είναι απολύτως λογικό ο Πούτιν να υποστηρίξει τον Τραμπ, ο οποίος έχει επανειλημμένα εκφράσει θαυμασμό για την ηγετική του ικανότητα, έναντι της Κλίντον, η οποία τον έχει συγκρίνει με τον Αδόλφο Χίτλερ. Η άποψη ότι δεν θα έπρεπε να κάνει τα βήματα εκείνα που απαιτούνται για να προστατεύσει τα συμφέροντά του συνιστά ιδεολογική μεροληψία μεταμφιεσμένη σε αντικειμενικότητα και ενισχύει τους ισχυρισμούς του Πούτιν ότι η Δύση τον κυνηγά.
Δεν θα ήθελα να παρεξηγηθώ. Παρά τις ατέλειές τους, οι Ηνωμένες Πολιτείες παραμένουν μία θετική δύναμη στον κόσμο. Πραγματικά, ίσως να είναι η μόνη ισχυρή θετική δύναμη, μαζί με την Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία θα έπρεπε να σταματήσει να φιλονικεί και να περιορίσει τη δράση μεγαλομανών και ανελεύθερων ηγετών όπως ο πρωθυπουργός της Ουγγαρίας Βίκτορ Όρμπαν που έχει ξετρελαθεί με τον Πούτιν.
Παράλληλα, η προοπτική ότι ο νέος τους Πρόεδρος να βρίσκεται στο τσεπάκι του Πούτιν θα έπρεπε σίγουρα να ανησυχεί τους Αμερικανούς. Οι δε πολιτικές της Δύσης απέναντι στη Ρωσία – οικονομικές κυρώσεις ή στρατιωτικές ασκήσεις σε χώρες που συνορεύουν μαζί της, όπως η Πολωνία – δεν είναι απαραίτητα λανθασμένες. Αυτό που είναι λάθος όμως είναι ότι αυτές οι ανησυχίες και οι πολιτικές καθοδηγούνται σε μεγάλο βαθμό από τον θυμό για τον εθνικισμό του Πούτιν, παρά από μία προσεκτική ανάγνωση του στρατηγικού και διπλωματικού περιβάλλοντος.
Αν οι Ηνωμένες Πολιτείες αφεθούν να εμπλακούν στην καχυποψία και στις εικασίες για τη ρωσική ανάμιξη στις πρόσφατες εκλογές, πιθανότατα θα βρεθούν εγκλωβισμένες σε μία ακόμη πιο καταστροφική αντιπαράθεση με τον Πούτιν. Αντίθετα, οι ΗΠΑ πρέπει να καταρτίσουν μία συνεκτική, προσεκτική και μετρημένη προσέγγιση έναντι της Ρωσίας – μία που απηχεί αξίες και όχι προπαγάνδα και που λειτουργεί ως η βάση για μία ειλικρινή και αξιόπιστη εξωτερική πολιτική.
© Copyright PROJECT SYNDICATE
* Η Νίνα Χρούστσεβα είναι Καθηγήτρια Διεθνών Σχέσεων και Αντιπρύτανης Ακαδημαϊκών Υποθέσεων στη Νέα Σχολή (The New School) και Senior Fellow στο Ινστιτούτο Παγκόσμιας Πολιτικής (World Policy Institute).