1. Η διαπραγμάτευση για το Κυπριακό έχει εισέλθει σε μια κρίσιμη φάση. Είναι η ώρα της αλήθειας για όλους. Γι’ αυτό χρειάζεται να απομακρυνθούμε από στερεότυπα που αποτελούν μέρος του προβλήματος και δεν διευκολύνουν να επιτευχθεί μια δίκαιη και βιώσιμη λύση.
Ορισμένες ξεχασμένες, αλλά αναγκαίο να αναδειχθούν σήμερα, παραδοχές είναι:
Α. Το Κυπριακό δεν προέκυψε ως πρόβλημα το 1974. Αναμφίβολα η τουρκική εισβολή και κατοχή, που έγινε με προσχηματική «νομιμοποιητική» βάση το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου, η εισβολή, λοιπόν, δημιούργησε μια νέα επώδυνη πραγματικότητα, που καλούμαστε σήμερα να αντιμετωπίσομε. Αλλά το Κυπριακό αμέσως μετά την Ανεξαρτησία, σφραγίστηκε από εθνοτικές συγκρούσεις που συχνά αξιοποιούνταν από τον διεθνή παράγοντα, στο πλαίσιο των τότε μετααποικιακών ανταγωνισμών. Και τελικώς ήταν ο διεθνής παράγων, ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός, που επέτρεψαν την τουρκική εισβολή. Συνεπώς, η αναζήτηση βιώσιμης και δίκαιης λύσης προϋποθέτει όχι μόνο την άρση του κατοχικού χαρακτήρα αλλά και θεσμική-δημοκρατική εξομάλυνση που θα επιτρέψει να δημιουργηθούν σχέσεις εμπιστοσύνης ανάμεσα στις δυο Κοινότητες.
Β. Ό,τι και όσα χάνονται στο πεδίο του πολέμου, δηλαδή στρατιωτικά, δεν ανατρέπονται διπλωματικά. Συνεπώς η επιστροφή στην προ του 1974 κατάσταση στην Κύπρο δεν είναι δυνατή.
Γ. Η διζωνική-δικοινοτική ομοσπονδία με πολιτική ισότητα υπήρξε η διακηρυγμένη επιδίωξη της ελληνοκυπριακής πλευράς τα τελευταία 40 χρόνια και αποτέλεσε τη συμφωνημένη βάση συζήτησης στους άκαρπους κύκλους συνομιλιών με τους Τουρκοκυπρίους. Η αναίρεση αυτού του στόχου οδηγεί στην διχοτόμηση ή και στην προσάρτηση των Κατεχομένων. Και αυτό το διαζύγιο το πιθανότερο είναι να μην είναι βελούδινο. Σε κάθε περίπτωση η στρατιωτική υπεροχή της Τουρκίας στο νησί θα οδηγούσε σε ομηρία τους Ελληνοκυπρίους και συνολικά σε αποσταθεροποίηση (οικονομική-πολιτική) της Κύπρου, μέσα μάλιστα σε ένα γεωπολιτικό περίγυρο νέων πολεμικών συγκρούσεων και κινδύνων στη Μέση Ανατολή.
Δ. Η θεωρία, λοιπόν, του «plan b» έναντι της διζωνικής-δικοινοτικής ομοσπονδίας αποφεύγει να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της κατοχής και μεταθέτει στον αόριστο χρόνο κάθε λύση υιοθετώντας στην πράξη, (ή συχνά και παραδεχόμενη ρητά) ότι η μόνη λύση είναι η μη λύση. Αλλά η μη-λύση είναι η κατοχική λύση.
Ε. Η ιστορία του Κυπριακού είναι, εκτός των άλλων, ιστορία χαμένων ευκαιριών. Οι πολιτικές ηγεσίες στην Ελλάδα και στην Κύπρο δεν ήθελαν να επωμισθούν την ευθύνη της λύσης. Άλλοι λειτουργούσαν με «το στίγμα» της Ζυρίχης όπως ο Κ. Καραμανλής και ο Π. Μολυβιάτης το 2004, επιλέγοντας τη λύση του Πόντιου Πιλάτου. Άλλοι, όπως ο Α. Παπανδρέου, επέβαλαν την πολιτική ότι το Κυπριακό είναι αποκλειστικά θέμα εισβολής και κατοχής, κατασκεύασαν τη θεωρία του ενιαίου αμυντικού χώρου (που ουδέποτε μάλιστα εφαρμόστηκε) και στη συνέχεια έβαλαν το Κυπριακό στο ράφι, κατά δήλωση του αείμνηστου προέδρου του ΠΑ.ΣΟ.Κ.
Στην Κύπρο το σχέδιο Γκάλι, το 1993, οδηγήθηκε σε ναυάγιο ώστε να πέσει ο τότε πρόεδρος Βασιλείου και να ανέβει ο Κληρίδης υποστηριζόμενος από τον Σπ. Κυπριανού. Ο Γλ. Κληρίδης, πρόεδρος πλέον, επανήλθε στη γραμμή της διαπραγμάτευσης την οποία ιστορικά είχε ο ίδιος εκπροσωπήσει επί σειρά ετών. Και μετά έχουμε την περίπτωση του Τάσσου Παπαδόπουλου, ο οποίος συνεπής στην «απορριπτική» προϊστορία του, εναντιώθηκε στο σχέδιο Ανάν. Ήταν όμως τότε, που η ηγεσία του ΑΚΕΛ ακολούθησε επαμφοτερίζουσα στάση έναντι του σχεδίου Ανάν που φάνηκε να υπακούει τελικώς στην επιλογή για την ανάδειξη Χριστόφια στην Προεδρία της Κύπρου.
Ωστόσο, έξω από αυτό το σπιράλ αδρανείας και υπαναχωρήσεων, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι το ΑΚΕΛ υπερασπίστηκε σταθερά και υπερασπίζεται την επίλυση του Κυπριακού στη βάση των αποφάσεων του ΟΗΕ.
Μια υπενθύμιση: Σύμφωνα με το σχέδιο Ανάν, ο τουρκικός στρατός στην Κύπρο θα μειωνόταν άμεσα χωρίς υποστήριξη τεθωρακισμένων και πυροβολικού.
Σήμερα σταθμεύουν τριάντα χιλιάδες Τούρκοι στρατιώτες με ισχυρή υποστήριξη πυροβολικού και αρμάτων μάχης. Σύμφωνα με τα συζητούμενα τότε, αν ίσχυε το σχέδιο Ανάν, σήμερα θα είχαν αποχωρήσει τα κατοχικά στρατεύματα από το νησί.
Οι αναφορές, όμως, στο σχέδιο Ανάν δεν γίνονται για να εξωραΐσουμε ένα σχέδιο που απορρίφθηκε από τους Ελληνοκυπρίους, αλλά για να συνειδητοποιηθεί ο σύνθετος πολιτικός-ψυχολογικός μηχανισμός λήψης αποφάσεων.
2. Από τότε μέχρι σήμερα πολλά πράγματα έχουν αλλάξει που επιβάλουν επαναπροσδιορισμούς:
Α. Στην Ανατολική Μεσόγειο, με την πολεμική παρόξυνση στη Μέση Ανατολή, μπορεί να συγκροτηθεί το τελευταίο ανάχωμα περιμετρικής ασφάλειας της Ευρώπης. Η Κύπρος θα μπορούσε να αναδειχθεί μέρος της νέας περιφερειακής αρχιτεκτονικής, μια γέφυρα πολιτισμού, οικονομίας και διπλωματίας, καθώς θα ήταν ένα έμπρακτο δείγμα ειρηνικής συμβίωσης χριστιανών και μουσουλμάνων σε μια περίοδο που οι «θρησκευτικές συγκρούσεις» σφραγίζονται με αίμα και έχουν μεταφερθεί στην καρδιά της Ευρώπης. Η Κύπρος θα μπορούσε να παίξει αυτό το ρόλο υπό νέο πολιτειακό και διεθνές καθεστώς. Όχι καταργούμενη ως κράτος, αλλά αναβαθμιζόμενη- από διχοτομημένη σε ομοσπονδιακό κράτος. Και βεβαίως χωρίς τη διαιώνιση του αναχρονιστικού πλαισίου των εγγυήσεων και τη διατήρηση των στρατευμάτων κατοχής. Αλλά τα ακανθώδη αυτά θέματα, ιδίως το ζήτημα των εγγυήσεων που εδράζεται στις συνθήκες Ανεξαρτησίας της Κύπρου, μόνο με δεσμευτικό χρονοδιάγραμμα μπορούν να αντιμετωπιστούν και όχι να προτάσσονται ως προϋποθέσεις για την πρόοδο των διαπραγματεύσεων, κάτι που εκλαμβάνεται από τη διεθνή κοινότητα ως πρόσχημα. Άλλωστε η συμμετοχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις διαπραγματεύσεις δημιουργεί τις προϋποθέσεις και τον ορίζοντα για τη σταδιακή κατάργηση των «εγγυήσεων».
Αδιευκρίνιστη παραμένει η αμερικανική πολιτική στην εποχή του Τραμπ. Ο Ομπάμα είχε δείξει ενδιαφέρον για το Κυπριακό, γι’ αυτό και ο πρόεδρος Αναστασιάδης προσπάθησε οι συνομιλίες να ολοκληρωθούν πριν την αλλαγή στις ΗΠΑ. Δεν γνωρίζουμε ποια στοιχεία της προεκλογικής ρητορικής του Τραμπ θα επικρατήσουν και με ποιο χρονδιάγραμμα. Πάντως η αντιπαράθεση με την Ευρώπη, η προσέγγιση με τη Μόσχα και η υπό διαμόρφωση αναβαθμισμένη σχέση ΗΠΑ-Βρετανίας δεν συνιστούν καλούς οιωνούς. Ας μην προτρέξουμε όμως….
Β. Η αξιοποίηση των ενεργειακών αποθεμάτων, από τα οποία μπορούν να επωφεληθούν όλοι οι Κύπριοι, η Ελλάδα και η Τουρκία.
Γ. Για πρώτη φορά υπάρχει συμφωνία ανάμεσα στα δύο μεγαλύτερα κόμματα (ΔΗΣΥ- ΑΚΕΛ) στην Κύπρο για την πορεία των διαπραγματεύσεων, ενώ η ελληνική κυβέρνηση, για πρώτη φορά με κορμό την Αριστερά, ενισχύει την πολιτική επιλογή Αναστασιάδη-ΑΚΕΛ.
Δ. Δεν είναι μόνο όμως η ευρεία πολιτική συναίνεση, είναι και οι ενθαρρυντικές κινήσεις συνεργασίας και αρμονικής συμβίωσης ανάμεσα σε Ελληνοκυπρίους και Τουρκοκυπρίους, που έχουν πολλαπλασιαστεί μετά την ελεύθερη πρόσβαση που καθιερώθηκε το 2004. Αυτή η νέα διακοινοτική πραγματικότητα, δημιουργεί την ελπίδα ότι η αναζήτηση δίκαιης λύσης δεν είναι μια «εμμονή» παλαιότερων γενεών, ούτε μια γεωπολιτική επιδίωξη ερήμην της κοινωνίας. Άλλωστε η σταθερή ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση δημιουργεί ελπίδες και από τις δύο πλευρές της Πράσινης Γραμμής για μια κοινή ευημερία.
3. Ο Ερντογάν αντιμετωπίζεται ως αστάθμητος παράγοντας. Έχει παρέλθει η περίοδος που το κόμμα του εμφανιζόταν ως ισλαμοδημοκρατικό κόμμα, και η Τουρκία ως ένα υπόδειγμα κοσμικού κράτους με κυβέρνηση μετριοπαθούς σουνιτικού Ισλάμ.
Τώρα ο Ερντογάν είναι σε αντιπαράθεση με τις ΗΠΑ, έχει εμπλακεί στη τριμερή συμφωνία για τη Συρία, ζει με το φόβο του υπό σύσταση κουρδικού κράτους και δέχεται αλλεπάλληλα χτυπήματα από τους τρομοκράτες του ISIS, τους οποίους μέχρι πρότινος υποστήριζε. Ο Ερντογάν κυρίως πολιτεύεται με το σχέδιο του «αντι-πραξικοπήματος», επιδιώκοντας τη στήριξη των εθνικιστών του Μπαχτσελί ενόψει του συνταγματικού δημοψηφίσματος τον Απρίλιο. Γι’ αυτό σε αυτή τη φάση, θα πυκνώσουν τα αντιφατικά μηνύματα από την Άγκυρα.
Ορισμένοι αναλυτές εκτιμούν ότι το πιθανότερο είναι ο Ερντογάν να μην ενδώσει στον πειρασμό «εξαγωγής κρίσης». Τον ενδιαφέρει η ευρωπαϊκή πορεία και η συνεργασία με την Ε.Ε. για τους πρόσφυγες αλλά και για τις επικείμενες διευθετήσεις στην Συρία. Αντιμέτωπος με μεγάλες αβεβαιότητες είναι λογικό να εξετάζει τη συνεργασία για κάποια επιτυχία στις διαπραγματεύσεις στο Κυπριακό. Είναι δυνατός αλλά όχι παντοδύναμος! Ιδιαίτερα ενόψει της γεωπολιτικής ρευστότητας στην περιοχή. Προφανώς στο τρίγωνο Ελλάδα-Κύπρος-Τουρκία λειτουργούν περίπου ως συγκοινωνούντα δοχεία οι αδιάλλακτες δυνάμεις, που απορρίπτουν κάθε λύση στο Κυπριακό. Η κάθε πλευρά για τους δικούς της λόγους…..
Μια υπεραπλουστευτική ανάλυση, που έχει καταστεί (με το αζημίωτο…) περίπου πολιτική σταθερά για τα ελληνοτουρκικά, παρουσιάζει διαχρονικά την Τουρκία να μην θέλει λύση στο Κυπριακό και να οργανώνει την επιθετικότητά της στο Αιγαίο. Αν αυτό ίσχυε επί του παλαιού πολιτικού κατεστημένου στην Τουρκία, όταν ο Ετσεβίτ υποστήριζε ότι το Κυπριακό λύθηκε με την εισβολή, δεν ισχύει (τουλάχιστον με τους ίδιους όρους) επί Ερντογάν, όπως φάνηκε από τη στάση του στο σχέδιο Ανάν, το οποίο οι Τουρκοκύπριοι υπερψήφισαν και με τη δική του ενθάρρυνση. Αλλά και μέχρι στιγμής στη διαπραγμάτευση που διεξάγεται, η τουρκική πλευρά δε δίνει λαβές για αρνητική έκβαση, ενώ Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι βρίσκονται σε ακτίνα λύσης ως προς ορισμένα ακανθώδη ζητήματα της διαπραγμάτευσης όπως είναι το εδαφικό, το περιουσιακό αλλά και το πολιτειακό.
Μόνο αν συνειδητοποιήσουμε την αλλαγή των γεωπολιτικών δεδομένων στην περιοχή, μπορούμε να αναζητήσουμε δυνατότητες έντιμου συμβιβασμού με την τουρκική πλευρά. Όσο λάθος και επικίνδυνο είναι να υποτιμάς τον αντίπαλο τόσο λάθος και επικίνδυνο είναι να τον υπερτιμάς. Το χειρότερο είναι να παραιτείσαι του στόχου σου, εν ονόματι της αδιαλλαξίας που εκτιμάς ότι θα εκδηλώσει ο αντίπαλος.
4. Η θετική έκβαση των διαπραγματεύσεων για το Κυπριακό θα προσδώσει προστιθέμενη αξία στο διεθνές κύρος της χώρας, σε μια περίοδο μάλιστα που η κυβέρνηση δίνει μάχη για τη δεύτερη αξιολόγηση, τη ρύθμιση του χρέους και την έξοδο της χώρας από την κρίση. Την ευθύνη της τελικής πολιτικής επιλογής την έχει ο πρωθυπουργός. Αυτό δεν μπορεί να αναιρεθεί από το γεγονός ότι στα δύο κρίσιμα υπουργεία, Άμυνας και Εξωτερικών, δεν βρίσκονται πρόσωπα του ΣΥΡΙΖΑ αλλά συνεργαζόμενοι. Ούτε βεβαίως μπορεί να μειώσει την ιστορική ευθύνη της κυβέρνησης της Αριστεράς, η ιδιομορφία συμμετοχής σε αυτήν ενός κόμματος με ιδιαίτερα δεξιό πρόσημο στα εθνικά θέματα.
5. Στην Αριστερά ως κυβέρνηση έλαχε ο κλήρος να δημιουργήσει πολιτικές και κοινωνικές συναινέσεις, εντός και εκτός, ώστε η χώρα να βγει από την αδιέξοδη διαχείριση των εθνικών θεμάτων. Πρόκειται για ακόμη μια κληρονομιά του καταρρέοντος δικομματισμού. Με αίσθημα πατριωτικής ευθύνης, χωρίς εθνικιστικές παλινδρομήσεις και μικροκομματικές ιδιοτέλειες, χωρίς να εμπλακούμε στην διελκυστίνδα «διαλλακτικών και απορριπτικών», με συνείδηση ότι η έξοδος της χώρας από την κρίση δεν αφορά μόνο την υπέρβαση της οικονομικής δυσπραγίας αλλά μια συνολικά νέα διεθνή θέση της χώρας (στην Ευρώπη και τον κόσμο όλο) που θα αποδίδει στην Ελλάδα τη χαμένη αξιοπρέπειά της, καθιστώντας την υποκείμενο πολιτικών πρωτοβουλιών ειρήνης και πολιτικής-οικονομικής συνεργασίας. Προσθέτοντας στην ευρωπαϊκή ιδιότητά μας την ευθύνη που αντιστοιχεί στην γεωπολιτική θέση μας.
Χρειάζεται προσοχή στην τακτική, αλλά προσήλωση στην στρατηγική. Πλήρης υποστήριξη της κυπριακής κυβέρνησης. Το Κυπριακό, σε όποια εξέλιξη, αφορά πρώτα και κύρια την Κύπρο. Οσάκις αναμείχθηκε η Αθήνα, με τη λογική του «εθνικού κέντρου», μόνο κρίσεις επισώρευσε. Η διπλωματία δεν είναι συνδικαλισμός και μάλιστα κακός. Ούτε ασκείται με non paper.
Η επίλυση του Κυπριακού πρέπει να συνδυαστεί με την επίλυση των ελληνοτουρκικών εκκρεμοτήτων. Το σύμφωνο φιλίας Ελλάδας-Τουρκίας-Κύπρου αν καταλλήλως προετοιμαστεί μπορεί να αποτελέσει μια νέα αρχή για την ειρήνη και την συνεργασία στην περιοχή. Αυτή η ευθύνη μάς ανήκει ως χώρα και ως Αριστερά. Δεν πρέπει να εμπλακούμε σε τακτικισμούς που ωφελούν άλλους. Οι τακτικισμοί (και μάλιστα ως προκάλυμμά των αναχρονισμών και της αδιαλλαξίας) δεν συνάδουν με τις αξίες της Αριστεράς, ούτε με την υποστήριξη ενός καλώς νοούμενου πατριωτισμού σε ένα πλαίσιο ειρήνης και συνεργασίας των λαών. Πάνω σε μια τέτοια προοπτική είναι δυνατόν να δημιουργηθούν ευρύτερες πολιτικές συναινέσεις, που θα αποδιοργανώνουν την αντίληψη της κάθετης πολιτικής σύγκρουσης. Οι συναντήσεις του πρωθυπουργού με τους πολιτικούς αρχηγούς επιβεβαιώνουν αυτή τη δυνατότητα ιδιαίτερα με τα κόμματα ΠΑ.ΣΟ.Κ. και ΠΟΤΑΜΙ. Το ΚΚΕ αρνείται τη διζωνική-δικοινοτική ομοσπονδία, αντιπαρατίθεται με το ΑΚΕΛ και εξ αντικειμένου συμπλέει με το ετερογενές μέτωπο των «απορριπτικών»
Η παρέμβαση για την επίλυση των εθνικών θεμάτων, ο αγώνας για την εθνική ανεξαρτησία σε συνάρτηση με τη διεύρυνση της δημοκρατίας και την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας συνιστούν θεμέλιους λίθους της αριστερής διακυβέρνησης. Είναι αγώνας αδιαπραγμάτευτος και προϋποθέτει τη λαϊκή συμμετοχή. Χωρίς την ενεργό συμμετοχή της κοινωνίας, η κυβέρνηση, με κορμό την Αριστερά, μοιάζει ως αδύνατη επαγγελία αλλαγής.
* Το παραπάνω κείμενο αποτελεί την ομιλία του Νίκου Φίλη, βουλευτή Α’ Αθήνας, μέλος του Πολιτικού Συμβουλίου του ΣΥΡΙΖΑ και τέως υπουργού Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων στην εκδήλωση που οργάνωσαν οι εφημερίδες «Η Αυγή» και «Η Εποχή» στις 9 Ιανουαρίου 2017 στην ΕΣΗΕΑ με τη συμμετοχή του Τουρκοκύπριου Μουράτ Καλακλί, του Ελληνοκύπριου Τάκη Χατζηδημητρίου και της Σίας Αναγνωστοπούλου, πανεπιστημιακού και βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ.