Οι Πινόκιο του Διαδικτύου είναι ατελείωτοι. Και είναι στον «τοίχο» μας στο facebook. | Disney
Απόψεις

Πώς να λέτε ωραία ψέματα στα κοινωνικά δίκτυα

Είναι τελικά τόσο απλό: Από τον «ταξιτζή που ακούει Τράγκα», μέχρι μια αφήγηση που επιβεβαιώνει ότι οι Ελληνες είναι «ανάγωγοι και αγροίκοι, δεν έχουν κοινωνική συνείδηση, ζουν πάνω από τις δυνατότητες τους»
Γιάννης Μαύρος

Οπως ήξεραν καλά ο Νίτσε και οι σοφιστές, η αλήθεια είναι μια σύμβαση. Αν ακολουθείς επιδέξια ορισμένους ρητορικούς κανόνες και εκφραστικούς τρόπους, τότε αυτό που λες θα φαίνεται αληθές∙ εάν όχι θα φαίνεται ψευδές. Η αληθοφάνεια είναι το κριτήριο της αλήθειας και του ψεύδους. Πού μπαίνει το όριο; Ετοιμη συνταγή δεν υπάρχει. Δοκιμάζεις και βλέπεις, ανάλογα το κοινό που απευθύνεσαι. Αν π.χ. απευθύνεσαι σε κοινό «ευρωπαϊστών» και θες να τους σερβίρεις κρυφή δημοσκόπηση που δείχνει τον Κυριάκο στο 45% (και στην οποία εσύ έχεις προνομιακή πρόσβαση επειδή είσαι μπασμένος στα κόλπα), έχεις καλές πιθανότητες να το χάψουν, διότι αυτό συμπίπτει με την επιθυμία τους, ή τουλάχιστον να προσποιηθούν ότι το τρώνε, ώστε να μη χαλάσουν το εορταστικό κλίμα με ντεκαβλέ σκεπτικισμούς. Στο τέλος της μέρας είναι το ίδιο πράγμα. Είτε πραγματικά πιστέψουν την ιστορία σου είτε υποκριθούν ότι την πιστεύουν, το publicity stunt σου κρίνεται ως επιτυχημένο.

Αυτό σχετίζεται με το φαινόμενο της πληθυντικής άγνοιας (pluralistic ignorance) στην κοινωνική ψυχολογία: κανείς δεν πιστεύει πρωτογενώς∙ καθένας προσποιείται ότι πιστεύει επειδή νομίζει ότι όλοι οι άλλοι πιστεύουν. Ενα είδος συλλογικής ψευδαίσθησης, όπου η πίστη υφίσταται μόνο με τη διαμεσολάβηση μιας υποτιθέμενα πιστής συλλογικότητας.

Δεν είναι κακό να λέτε ψέματα. Το ψεύδεσθαι δεν απαγορεύεται από τον ποινικό κώδικα, είναι κάτι που τονίζουν οι καθηγητές ποινικολόγοι της Νομικής σχολής. Τιμωρείται μόνο σε ειδικές περιπτώσεις αδικημάτων που ορίζονται εξαντλητικά. Μπορείτε να λέτε όσα ψέματα θέλετε χωρίς φόβο: ότι έχετε βίλα στο Κάπρι, ότι σας είχε ερωτευτεί η Μόνικα Μπελούτσι αλλά της κάνατε κόνξες, ότι ανεβήκατε στο Εβερεστ αλλά χάλασε το κινητό που τραβήξατε τις φωτογραφίες κλπ. Αν λέτε τέτοια τέρατα δεν θα έχετε κανένα μπλέξιμο με τον νόμο, απλώς θα γίνετε ρεζίλι ως μυθομανής. Υπάρχουν όμως πιο ταπεινά ψέματα, που αν τα σερβίρετε καταλλήλως θα σας πιστέψουν όλοι, ή έστω δεν θα τολμήσουν να σας αμφισβητήσουν, πράγμα που όπως είπαμε είναι σε τελική ανάλυση το ίδιο. Εσείς κάνετε ότι λέτε αλήθεια και αυτοί κάνουν ότι σας πιστεύουν. Κάπως σαν τις μεταρρυθμίσεις που προβλέπονται στα μνημόνια: εμείς κάνουμε ότι τις εφαρμόζουμε και οι κουτόφραγκοι κάνουν ότι μας πιστεύουν. Win-win.

Μια αφήγηση, για να είναι πιστευτή και σέξι, συχνά είναι απαραίτητο να διανθίζεται με στοιχεία επινοημένα, που θα της δώσουν χρώμα, συνοχή και θα τραβήξουν την προσοχή του κοινού. Διότι χωρίς κοινό δεν υφίσταται ούτε αλήθεια ούτε ψεύδος. Αν μεταφέρεις την εμπειρία σου στεγνά και φωτογραφικά, ίσως φανεί ανούσια και αδιάφορη, διότι οι ζωές των περισσότερων είναι ανούσιες και βαρετές. Παίρνεις λοιπόν ορισμένες ελευθερίες ώστε η αφήγηση να αποδίδει ποιητική δικαιοσύνη προς το πρωτότυπο – αν υποθέσουμε ότι υπήρξε ποτέ «πρωτότυπο».

Ο παραπάνω κανόνας ισχύει περιέργως και από την ανάποδη. Υπάρχουν φορές που πρέπει όχι να προσθέσεις χρώμα και μπιζουδάκια στην αφήγηση, αλλά να αφαιρέσεις προκειμένου να γίνει πιο πιστευτή. Μερικές εμπειρίες μας είναι τόσο σουρεάλ και ακραίες που δύσκολα θα γίνουν πιστευτές. Ο Αλμοδόβαρ είχε πει σε συνέντευξη ότι γνώριζε έναν νεαρό τρανσέξουαλ στον οποίο ο πατέρας του, επίσης τρανσέξουαλ, είχε κάνει δώρο ψεύτικα στήθη και έπειτα έκαναν μαζί πεζοδρόμιο. Ο εκκεντρικός σκηνοθέτης σκεφτόταν να ενσωματώσει αυτή την ιστορία σε κάποια ταινία του, στο τέλος όμως αποφάσισε ότι θα φαινόταν εντελώς εξωφρενικό στο κοινό, ακόμα και για τα δικά του δεδομένα.

Στα σόσιαλ μήντια συναντάμε συχνά στερεότυπες ιστοριούλες από την καθημερινότητα της κρίσης, με σχηματική δομή: ο πολίτης που πήγε για υπόθεση του σε δημόσια υπηρεσία και έπεσε σε τεμπέλη υπάλληλο, ένας αγενής νεαρός στο τρόλεϊ που δεν σηκώθηκε να κάτσει η έγκυος, ο ασυνείδητος που πάρκαρε σε ράμπα αναπήρων κ.λπ. Συνήθως αυτές οι ιστοριούλες καταλήγουν σε ένα ηθικοπλαστικό συμπέρασμα, λειτουργώντας ως σύγχρονοι διδακτικοί μύθοι: οι Ελληνες είναι ανάγωγοι και αγροίκοι, δεν έχουν κοινωνική συνείδηση, ζουν πάνω από τις δυνατότητες τους, δεν είναι παραγωγικοί, ενώ η απάντηση σε όλη αυτή την ηθικοπολιτισμική παρακμή είναι η Παιδεία, έτσι γενικώς και αορίστως. Η διαδρομή με ταξί είναι ένα άλλο πολύ δημοφιλές αφηγηματικό μοτίβο: ο «ψεκασμένος» ταξιτζής που ακούει στο ραδιόφωνο Τράγκα, καπνίζει σαν αράπης, μιλάει στον ενικό και έχει γνώμη επί παντός επιστητού, όπως την ημερομηνία έναρξης του Γ΄ Παγκοσμίου Πολέμου ή το μυστικό σχέδιο των Ρώσων για ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης. Σε αυτή την περίπτωση ο αφηγητής συνήθως εμφανίζεται ως οσιομάρτυρας του ορθού λόγου και αυτοθαυμάζεται που άντεξε τα ασυνάρτητα παραληρήματα του οδηγού. Παρά την ανησυχητικά ύποπτη συχνότητα με την οποία κάποιοι χρήστες ποστάρουν τέτοιες αφηγήσεις-καρικατούρες, το κοινό κατά κανόνα δεν είναι διατεθειμένο να αμφισβητήσει την αλήθεια των περιστατικών ούτε να αναδείξει τυχόν αντιφάσεις. Η χρήση ορισμένων κομβικών εκφράσεων, που παραπέμπουν σε συγκεκριμένους πολιτικούς και ιδεολογικούς χώρους, αφοπλίζει τους σκεπτικιστές που θα το σκεφτούν αρκετά πριν επιλέξουν να απομονωθούν ψυχικά από την «κοινότητα». Ελάχιστοι θα επιχειρήσουν να ελέγξουν την τεκμηρίωση της αφήγησης∙ αυτό που προέχει είναι η τελετουργική επαναβεβαίωση μιας ατομικής ή συλλογικής ταυτότητας.