Ο παλιός γνώριμος και συχνά «αιρετικός» Τάκης Μίχας, με πρόσφατο άρθρο του προέβλεψε νίκη του ΣΥΡΙΖΑ στις επόμενες εκλογές. Θεωρώ ότι η ανάλυσή του πάσχει πολλαπλώς και θα επιχειρήσω να τεκμηριώσω το γιατί.
Καταρχάς, όλη η ανάλυση στηρίζεται στην εκτίμηση ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα επιχειρήσει να αξιοποιήσει το κλίμα (ενός όντως αυξανόμενου) ευρωσκεπτικισμού επιχειρώντας ρήξη με τους δανειστές. Μόνο που αυτό δεν προκύπτει από πουθενά. Αντιθέτως, η Κυβέρνηση ακολουθεί έναν πολιτικό σχεδιασμό που προβλέπει πλήρη εφαρμογή του δικού της μνημονίου, κλείσιμο των μετώπων με τους δανειστές και μετάθεση των εκλογών σε βάθος χρόνου. Όχι μόνο δεν συγκρούεται με την ΕΕ, αλλά αντιθέτως συμπεριφέρεται ως απολύτως νομιμόφρων συνομιλητής. Αν ο κ. Τσίπρας ήθελε να προχωρήσει σε ρήξη, θα μπορούσε να το κάνει πέρυσι το καλοκαίρι. Τότε ο ίδιος είχε πει ότι κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε με «τίναγμα της χώρας στον αέρα» το οποίο δεν θα μπορούσε να διαχειριστεί. Αν αυτό ίσχυε τότε, ασφαλώς ισχύει και τώρα. Μια «ηρωική έξοδος» αυτή τη στιγμή θα ισοδυναμούσε με παραδοχή διαχειριστικής αδυναμίας και θα είχε ως στόχο όχι την εκλογική ανατροπή, αλλά την ελεγχόμενη ήττα.
Δεύτερον, η ανάλυση απαξιώνει όλα τα δημοσκοπικά ευρήματα και τις τάσεις που αυτές δείχνουν επικαλούμενος στοιχεία που δεν ισχύουν. Στις ΗΠΑ οι δημοσκοπήσεις δεν έπεσαν έξω όπως λέγεται. Στη λαϊκή ψήφο κέρδισε η Χίλαρι, όπως είχε προβλεφθεί. Αυτό που έπεσε έξω ήταν το μοντέλο πρόβλεψης εκλεκτόρων. Στο δημοψήφισμα της Βρετανίας η δυναμική του τελευταίου μήνα ήταν επίσης υπέρ του Brexit, απλώς είχε ανακοπεί προσωρινά λόγω της δολοφονίας της βουλευτού Τζο Κοξ. Οι δημοσκοπήσεις ασφαλώς έχουν προβλήματα και δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται ως «ιερές αγελάδες», αλλά και η πλήρης απαξίωσή τους μοιάζει σαν να αποτυπώνει το άγχος όσων δεν είναι ικανοποιημένοι από τα αποτελέσματα τους.
Τρίτον, αν οι αναποφάσιστοι επέστρεφαν πάντα στο κόμμα προέλευσής τους δεν θα υπήρχε ποτέ πολιτική αλλαγή. Αυτό συνέβη στις εκλογές του περασμένου Σεπτεμβρίου επειδή, πρώτον, οι πολίτες λόγω του πολύ σύντομου χρονικού διαστήματος από τις προηγούμενες εκλογές δεν ήταν έτοιμοι να παραδεχτούν ότι έπεσαν τόσο έξω σε σχέση με τον ΣΥΡΙΖΑ και, δεύτερον, επειδή τότε τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του ΣΥΡΙΖΑ ήταν καλύτερα από της ΝΔ. Στις τωρινές δημοσκοπήσεις η εικόνα της ΝΔ είναι καλύτερη από του ΣΥΡΙΖΑ και κυρίως είναι σαφώς καλύτερη η εικόνα του κ. Μητσοτάκη έναντι του κ. Τσίπρα, πράγμα ασυνήθιστο για αρχηγό αντιπολίτευσης σε σχέση με τον εν ενεργεία πρωθυπουργό. Η ίδια εικόνα πάνω-κάτω ισχύει και μεταξύ των αναποφάσιστων ψηφοφόρων. Η ρήξη των περισσότερων εξ αυτών με τον ΣΥΡΙΖΑ μοιάζει οριστική και η νέα υπερψήφιση του ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται εκτός πεδίου επιλογών τους. Στους ψηφοφόρους αυτούς, βέβαια, έχει και η ΝΔ προβλήματα που πρέπει να διαχειριστεί. Το πιθανότερο είναι ότι το κοινό αυτό θα τοποθετηθεί παραμονές εκλογών πηγαίνοντας σε αυτόν που έχει το ρεύμα της στιγμής. Αλλά αυτός δύσκολα θα είναι ο ΣΥΡΙΖΑ, καθώς η αξιολόγησή του από το ακροατήριο αυτό είναι εξαιρετικά αρνητική.
Τέταρτον, οι συγκρίσεις με τις ΗΠΑ είναι αδόκιμες. Στην Ελλάδα δεν υπάρχουν αδρανείς ψηφοφόροι που θα πρέπει να κινητοποιηθούν, να εγγραφούν στους καταλόγους και να αλλάξουν τους συσχετισμούς. Όσοι δεν ψήφισαν (τον τότε ισχυρό) ΣΥΡΙΖΑ τον περασμένο Σεπτέμβριο αλλά επέλεξαν αποχή, είναι λογικά παράλογο να έρθουν να τον ψηφίσουν τώρα που είναι στα κάτω του. Στην Ελλάδα η μετακινούμενη ψήφος μετράει πολύ περισσότερο. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ψηφίστηκε από αριστερούς. Ψηφίστηκε από πολίτες που προέρχονταν από το σύνολο του πολιτικού φάσματος. Είτε επειδή ήταν δυσαρεστημένοι από την προηγούμενη κυβέρνηση, είτε λόγω ΕΝΦΙΑ, είτε επειδή πίστεψαν τις υποσχέσεις του ΣΥΡΙΖΑ, είτε επειδή απλώς ήθελαν να δοκιμάσουν κάτι άλλο. Οι περισσότεροι δεν αποχώρησαν για ιδεολογικούς όρους – παρά την μερική ριζοσπαστικοποίησή τους – και ασφαλώς δεν θα επιστρέψουν για τέτοιους. Η ΝΔ εξυπακούεται ότι πρέπει να επιχειρήσει να μεταπείσει ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ. Πολλοί από αυτούς εξάλλου (10% στις εκλογές Ιανουαρίου 2015) είναι πρώην δικοί της ψηφοφόροι. Η επιστροφή τους – που σε όλες στις δημοσκοπήσεις φαίνεται ήδη να επιτυγχάνεται σε σημαντικό βαθμό – φέρνει τα δύο κόμματα στην ίδια αφετηρία. Χωρίς να υπολογίζονται περαιτέρω εισροές της ΝΔ και οι περαιτέρω απώλειες του ΣΥΡΙΖΑ προς άλλα κόμματα.
Πέμπτον, σε όλη την ανάλυση υπάρχει διάχυτη διάθεση υποτίμησης της ΝΔ και των πολιτικών της αντανακλαστικών. Αν όμως κάποιος εξετάσει πιο προσεκτικά το λόγο του προέδρου της ΝΔ το τελευταίο διάστημα θα διαπιστώσει πολλές αλλαγές, όχι απλώς υφολογικές, αλλά και στρατηγικές. Ο λόγος του Κυριάκου Μητσοτάκη εμπεριέχει πολύ περισσότερες αναφορές σε «ελληνικό οδικό χάρτη εξόδου από την κρίση». Μιλάει για «δικό μας, εθνικό σχέδιο» και επιχειρεί να μεταθέσει την αντιπαράθεση από το «ποιος θα εφαρμόσει καλύτερα το μνημόνιο» στο «ποιος έχει κάτι διαφορετικό να προτείνει». Στην ομιλία του στη ΔΕΘ είχε πολλές επικριτικές αναφορές για τις επιλογές της τρόικας, κυρίως ως προς τις φορολογικές εμμονές της. Είχε επίσης αναφορές εναντίον των οικονομικών ελίτ, κάτι που δεν συνηθίζονταν από αρχηγούς της ΝΔ. Σε κάθε ομιλία του επισημαίνει ότι η πολιτική του αφορά «τους πολλούς». Και στις τελευταίες ομιλίες του, έχει σχεδόν πάντα ειδική αναφορά στους απογοητευμένους πρώην ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ.
Ολα αυτά κάνουν απολύτως ορατή τη διάθεση της ΝΔ να μη δώσει τα μάχη με τους όρους, τις λέξεις και τα δίπολα που διαμόρφωσαν την πολιτική ατζέντα την περασμένη τριετία, αλλά να θέσει τα δικά της διλήμματα και να δημιουργήσει τα δικά της πεδία σύγκρουσης. Αυτή η στρατηγική μετατόπιση ασφαλώς έχει δυσκολίες υλοποίησης, δεδομένων των πολιτικών της βαρών και των στερεοτυπικών αντιδράσεων που προκαλεί η ΝΔ και σίγουρα χρειάζεται χρόνος να εμπεδωθεί. Δείχνει ωστόσο ότι υπάρχει συναίσθηση της γενικότερης κατάστασης και σαφής βούληση να προσαρμοστεί στρατηγικά.
Και κάτι τελευταίο σε σχέση με «μεγαλύτερο κεφάλαιο πολιτικής παιδείας» που ο Τάκης Μίχας πιστώνει στον ΣΥΡΙΖΑ. Οσο λάθος είναι να υποτιμά κανείς τους αντιπάλους του, άλλο τόσο είναι να τους μυθοποιεί.
Τους τελευταίους 14 μήνες οι «στρατηγοί» του ΣΥΡΙΖΑ δεν έχουν και λίγες αποτυχίες στο ενεργητικό τους… Το πολιτικό κεφάλαιο των εκλογών του Σεπτεμβρίου 2015 εξανεμίστηκε σε ελάχιστο χρόνο. Οι συμμαχίες που τότε απέρριψε με αλαζονικό τρόπο σήμερα του κοστίζουν. Η πρωτοβουλία για τη συνταγματική μεταρρύθμιση όχι μόνο δεν τους βγήκε, αλλά πλέον φαίνεται να την υποβαθμίζουν μόνοι τους, καθώς – με δεδομένο το μεγάλο προβάδισμα της ΝΔ – απλώς διευκολύνουν τα δικά της σχέδια στην επόμενη αναθεωρητική Βουλή. Η πρωτοβουλία για άμεση αλλαγή του εκλογικού νόμου, όπου έδωσε τα ρέστα της για να πιάσει τις 200 ψήφους ώστε να εφαρμοστεί άμεσα, επίσης απέτυχε αφήνοντας πίσω της μια αίσθηση ηττοπάθειας.
Οι χειρισμοί σε σχέση με το τηλεοπτικό επικοινωνιακό τοπίο δεν απέδωσαν. Ο όλος χειρισμός αλλά και η απόφαση του ΣτΕ, την άφησε εκτεθειμένη. Το δίμηνο που κυριάρχησε η υπόθεση των ΜΜΕ, η Κυβέρνηση, αντί να συσπειρωθεί, επλήγη περαιτέρω δημοσκοπικά και στο τέλος υποχώρησε και επί της ουσίας. Σε όλες αυτές τις μικρές ήττες τακτικής της Κυβέρνησης ας συνεκτιμήσουμε τον πραγματικό διαχειριστικό Γολγοθά που έχει μπροστά της, με νέους φόρους 2,5 δισ. για το 2017, τεράστια ζητήματα στην πραγματική οικονομία και διάχυτη απαισιοδοξία σε συλλογικό και ατομικό επίπεδο.
Εν κατακλείδι: Οι προβλέψεις – και μάλιστα οι απόλυτες – είναι για τα μέντιουμ και όσους παίζουν στοίχημα. Οι αξιόπιστες αναλύσεις πρέπει να βασίζονται σε πραγματικά δεδομένα. Και τα δεδομένα σήμερα μόνο θετικά για τον ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι.
* Ο Ευτύχης Βαρδουλάκης είναι σύμβουλος στρατηγικής και επικοινωνίας