Η διελκυστίνδα ανάμεσα στους «σκληρούς» οπαδούς της πόλωσης και τους «μαλακούς» κήρυκες της συναίνεσης είναι το δράμα της «ευρωπαϊκής» αντιπολίτευσης σχεδόν από την πρώτη στιγμή που ο ΣΥΡΙΖΑ ανέλαβε τα ηνία διακυβέρνησης της χώρας.
Στην πραγματικότητα ούτε οι πρώτοι είναι τόσο συγκρουσιακοί και ασυμβίβαστοι όσο θέλουν να δείχνουν, ούτε οι δεύτεροι είναι τόσο ειλικρινείς στις διαλλακτικές τους προθέσεις. Βολεύονται αμφότεροι σε μια σολομώντεια, αντιπαραγωγική και στατική λύση που συνοψίζεται στην περίφημη στρατηγική του «ώριμου φρούτου». Η Νέα Δημοκρατία, ως κορμός της «ευρωπαϊκής» αντιπολίτευσης παρουσιάζει μια εικόνα διγλωσσίας, αμφιθυμίας και μετεωρισμού. Εκπέμπει μηνύματα αντιφατικά που καθιστούν το πολιτικό στίγμα της θαμπό και εμποδίζουν τους εκλογείς να ταυτιστούν μαζί της. Αφενός υπερψηφίζει νομοσχέδια της πλειοψηφίας και στέλνει εκπρόσωπο στο συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ να ζητήσει συνεννόηση σε Προσφυγικό, συνταγματική αναθεώρηση και εξωτερική πολιτική. Αφετέρου ζητά σχεδόν εμμονικά εκλογές, μεγαλορρημονεί ότι η κυβέρνηση «καταστρέφει τη χώρα» και ανακυκλώνει ιντερνετικές προστακτικές #fygete∙ όλα αντιγραφές και απομιμήσεις αντίστοιχων συνθημάτων και πρακτικών του ΣΥΡΙΖΑ όσο εκείνος βρισκόταν στην αντιπολίτευση.
Δίνει μια διχασμένη εικόνα ενός κόμματος που δεν έχει καταλήξει ακόμα σε βασικές παραμέτρους της ταυτότητας του. Φάνηκε αυτό ανάγλυφα σε περιπτώσεις όπως η ψήφιση της επέκτασης του Συμφώνου Συμβίωσης στα ομόφυλα ζευγάρια, όπου η κοινοβουλευτική της ομάδα τριχοτομήθηκε (υπέρ, κατά, απέχοντες) ή οι πρόσφατες δηλώσεις του αντιπροέδρου Γεωργιάδη περί κομμουνισμού και το «άδειασμα» που ακολούθησε (διακριτικό από τον πρόεδρο, σαφέστερο από τον εκπρόσωπο Τύπου του κόμματος).
Το κλίμα της πόλωσης και της όξυνσης, ιδίως σε ζητήματα εξωοικονομικά και κατάφορτα με συμβολισμούς, όπως η υπόθεση με τις τηλεοπτικές άδειες, ευνοεί την κυβέρνηση
Οι συναδελφικές μπηχτές εξυπηρετούν ίσως κάποιους πολιτευτές να κλείνουν το μάτι στις προτιμήσεις του ιδιαίτερου κοινού τους, όμως συνολικά για το κόμμα αυτές οι παλινωδίες ζωγραφίζουν μια καταθλιπτική εικόνα σύγχυσης. Το δίλημμα «σύγκρουση ή συναίνεση» είναι παραπλανητικό: πριν αποφανθεί οριστικά για το περιεχόμενο της στρατηγικής της, η αντιπολίτευση οφείλει να ξεκαθαρίσει τη μορφή. Λέγοντας μορφή εννοούμε ότι η όποια στρατηγική τελικά προκριθεί θα πρέπει να ακολουθηθεί με άκρα συνέπεια και προσήλωση. Η τωρινή μεσοβέζικη εικόνα του «ολίγον έγκυος» δεν οδηγεί πουθενά, όσο βολική και αν είναι για τις ευαίσθητες ενδοπαραταξιακές ισορροπίες. Το στοίχημα για τη ΝΔ δεν αφορά τίποτα λιγότερο από την αυτονομία του Πολιτικού: να χαράξει μια συνολική ενιαία γραμμή που θα τηρηθεί απαρέγκλιτα και θα της προσδώσει το απαραίτητο ταυτοτικό βάθος.
Εάν επιλεγεί η σύγκρουση, αυτή πρέπει να είναι μετωπική και εφ’ όλης της ύλης, χωρίς διακρίσεις. Μια αποδομική αντιπολίτευση παλαιάς κοπής, που θα υποτάσσει τις επιμέρους πολιτικές (policies) στην προτεραιότητα της Πολιτικής (politics). Πιο απλά: καμία συναίνεση σε κανένα επιμέρους ζήτημα, και υπαγωγή των πάντων στην υπέρτερη σκοπιμότητα των εκλογών και της εκθρόνισης του αντιπάλου. Ενα τείχος άρνησης και μονολιθικής απόρριψης, σαν αυτό που όρθωσε η προηγούμενη αντιπολίτευση στην ξέφρενη πορεία της προς τον θρίαμβο του Ιανουαρίου 2015. Εάν επιλεγεί η συναίνεση, αυτή πρέπει να είναι γνήσια και όχι προσχηματική. Να πέσουν αισθητά οι τόνοι και να προσφερθεί ειλικρινής και ολόπλευρη στήριξη στην πλειοψηφία ώστε να βγούμε από το τούνελ, για χάρη του εθνικού συμφέροντος.
Κάποιοι φωνασκούντες, όψιμα και επιδερμικά πολιτικοποιημένοι, θεωρούν τη συναίνεση «αυτοκτονική»∙ ωστόσο η επιλογή αυτή διαθέτει το πρόσθετο πλεονέκτημα ότι «αποκοιμίζει» τον αντίπαλο, του αφαιρεί τη δυνατότητα να φανατίζει και να συσπειρώνει το κοινό του με τετριμμένη (και όμως τόσο διεισδυτική εν έτει 2016) αντιδεξιά και λαϊκιστική ρητορεία. Αποστερώντας από τον ΣΥΡΙΖΑ τις λαβές για εύκολη δημαγωγία («σαμποτάζ», «σύμπλευση της αντιπολίτευσης με τα μεγάλα συμφέροντα») ακυρώνει το πλεονέκτημά του να φαντάζει διαφορετικός, «αντισυστημικός» και «αντιστασιακός»∙ τον οριοθετεί στις πραγματικές του διαστάσεις, αυτές ενός γοργά «αστικοποιούμενου» κόμματος της ευρωκομμουνιστικής παράδοσης, που έστω μετά δυσκολίας επέλεξε τον ευρωπαϊκό και δυτικό δρόμο, σε μια επανάληψη του πασοκικού προηγούμενου της δεκαετίας του ’80. Το raison d’être του ΣΥΡΙΖΑ ήταν και είναι η διαρκής εναντίωση, το «εμείς δεν είμαστε σαν τους προηγούμενους»∙ μη ανατροφοδοτώντας την ένταση –και υποβοηθώντας ενδεχομένως την ανάκαμψη της οικονομίας– η αντιπολίτευση μεσοπρόθεσμα τον απονομιμοποιεί. Πρέπει να είναι κανείς απελπιστικά μύωψ για να μην βλέπει ότι το κλίμα της πόλωσης και της όξυνσης, ιδίως σε ζητήματα εξωοικονομικά και κατάφορτα με συμβολισμούς, όπως η υπόθεση με τις τηλεοπτικές άδειες, ευνοεί την κυβέρνηση. Φέρνει το παιχνίδι στο δικό της γήπεδο, εκεί όπου η ίδια θέτει την ατζέντα και οι αντίπαλοι της προσαρμόζονται σε αυτήν.
Οι βρισιές και η ελιτίστικη «γιδοποίηση» του αντιπάλου δημιουργούν πρόσκαιρο αίσθημα ανακούφισης και ευφορίας, προδίδουν όμως αδυναμία και είναι πολιτικά ατελέσφορες
Είτε η σύγκρουση είτε η συναίνεση προκριθεί, η επιλογή πρέπει να ακολουθηθεί ως το τέλος με συνέπεια. Η πρώτη αρχή της επικοινωνίας επιγράφεται «το μέσο είναι το μήνυμα». Το μήνυμα πρέπει να είναι καθαρό, εύληπτο και ευανάγνωστο στις μεγάλες μάζες που δεν πολυσυμπαθούν τις αποχρώσεις και τα ψιλά γράμματα. Μόνο έτσι επιτυγχάνεται η προβολή της ισχύος και η έμπνευση του σεβασμού, απαραίτητες προϋποθέσεις ύπαρξης ενός κόμματος εξουσίας. Δεν έχει τόσο σημασία τι λες, αλλά πώς το λες. Αν μιλάς με ενιαία στιβαρή φωνή ή με παραπολιτικούς θορύβους. Αν ορθώνεσαι ως αυτόνομο υποκείμενο με πρωτογενή πολιτικά ένστικτα ή αν απλώς αντιδράς ως παβλοφικό τετράποδο στα τυποποιημένα ερεθίσματα του πειραματιστή.
Η συζήτηση που έχει ανοίξει για την «συριζοποίηση» τμημάτων της αντιπολίτευσης, με αφορμή κυρίως ένα άρθρο του Γ. Παγουλάτου στην «Καθημερινή», διεξάγεται σε λάθος βάση και με όρους αποπροσανατολιστικούς. Η αντιπολίτευση (η οποία περιλαμβάνει όχι μόνο κόμματα αλλά και πολίτες) στερείται την αντικειμενική δυνατότητα να «συριζοποιηθεί» αυθεντικά. Ούτε τοπικά κινήματα τύπου Κερατέας και Σκουριών μπορεί να οργανώσει, ούτε μπάρες διοδίων να σπάσει, ούτε να ανεβάσει θερμόαιμες βουλευτίνες της στα κάγκελα του Μega. Όποτε προσπάθησε να μιμηθεί αυτό το είδος ακτιβισμού («παραιτηθείτε») το αποτέλεσμα ήταν κωμικό.
Αυτό που περιγράφεται ως «συριζοποίηση» αντιστοιχεί κατά κύριο λόγο στη βαβούρα των social media, όπου εκκολάπτεται μια ερασιτεχνική και αδέξια αντιγραφή του «κινήματος του ψόφα». Δεν πρόκειται για γνήσια συριζοποίηση, κάτι που θα προϋπέθετε το δυναμικό πέρασμα στην πράξη, αλλά για διαδικτυακή εκτόνωση με γηπεδικούς όρους που ζητούν ρεβάνς για τις αλλεπάλληλες ήττες (βλ. τους έξαλλους πανηγυρισμούς μετά την απόφαση του ΣτΕ). Μια ιμιτασιόν συριζοποίηση που παραπέμπει περισσότερο σε φάρσα∙ μια απομίμηση αισχρότητας που λόγω του θεατρινισμού της είναι ίσως περισσότερο απωθητική από το πρωτότυπο. Οι βρισιές και η ελιτίστικη «γιδοποίηση» του αντιπάλου δημιουργούν πρόσκαιρο αίσθημα ανακούφισης και ευφορίας, προδίδουν όμως αδυναμία και είναι πολιτικά ατελέσφορες. Δημιουργούν την εντύπωση ότι κάτι γίνεται ενώ δεν προχωρά τίποτα. Ούτε η επώδυνη μετωπική σύγκρουση ούτε η ειλικρινής επιδίωξη μιας γόνιμης συνεννόησης. Ένα σκηνικό καθήλωσης τη στιγμή που το μέτωπο της οικονομίας στέλνει συνεχώς σήματα κινδύνου.