Απόψεις

Το θεσμικό ανάχωμα του ΣτΕ και ο ΣΥΡΙΖΑ

Μετά τις Ενοπλες Δυνάμεις, τα Σώματα Ασφαλείας και τους διπλωμάτες ο ΣΥΡΙΖΑ επιείρησε να ελέγξει και τη Δικαιοσύνη. Ετσι έθιξε την ευαίσθητη χορδή του δικαστικού κλάδου που είδε ότι απώτερος στόχος ήταν η καθυποταγή της διακριτής του εξουσίας στις κυβερνητικές ονειρώξεις
Μιχάλης Μιχαήλ

Η απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας να κρίνει ως αντισυνταγματικό τον νόμο για τις τηλεοπτικές άδειες δεν είναι απλά και μόνο μια απόφαση αναμενόμενη που δικαιώνει όλους σε όσους από την αρχή το υποστήριζαν. Ιδίως την αντιπολίτευση και τη συντριπτική πλειοψηφία του επιστημονικού νομικού κόσμου.

Ούτε είναι μόνο η αυτονόητη, «βασική και θεμελιώδης υποχρέωση των δικαστών να κρίνουν τις υποθέσεις με βάση το Σύνταγμα χωρίς να υπολογίζουν σκοπιμότητες και πολιτικές επιδιώξεις», όπως απαντά η Ενωση Δικαστών και Εισαγγελέων στις επικίνδυνες επικρίσεις κυβερνητικών στελεχών.

Ούτε συνιστά απλώς μια σημαντική πολιτική ήττα του κυβερνητικού επιτελείου με τον διχαστικό λόγο που διατυπώνει από τη βαθιά νύχτα της περασμένης Τετάρτης. Πέραν από την κατάντια των δημοσίων ηθών έχει ευρύτερη πολιτική σημασία και δεν αποκλείεται να είναι η απαρχή πολιτικών εξελίξεων το επόμενο διάστημα.

Η απόφαση των ανωτάτων δικαστών του ΣτΕ συνιστά ισχυρή αμφισβήτηση και ένα μεγαλοπρεπές «Οχι» στο ύφος και τα χαρακτηριστικά της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ. Είναι το πρώτο θεσμικό ανάχωμα στη αντίληψη ότι «θα γίνεται αυτό που θέλει η κυβέρνηση παντί τρόπω» και σε ορισμένες περιπτώσεις χρησιμοποιώντας ακόμη και λοιδορίες, εκφοβισμούς, απειλές και αυθαιρεσία.

Συνιστά την πρώτη ξεκάθαρη άρνηση του δόγματος: «δεν αρκεί που ο ΣΥΡΙΖΑ κέρδισε τις εκλογές κι έγινε κυβέρνηση αλλά απαιτείται να ελέγξει και τους μηχανισμούς εξουσίας», όπως διατείνονταν ανοικτά και χωρίς περιστροφές τα ηγετικά στελέχη του από τις πρώτες ώρες της εκλογικής νίκης τον Ιανουάριο του 2015.

Αντικρούει την ολοκληρωτική αντίληψη ότι η νομιμότητα και το συνταγματικό πλαίσιο της χώρας είναι εκείνο και μόνο εκείνο που έχει κατά νου η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ. Δεν μπορεί να είναι και να γίνονται αλλιώς τα πράγματα παρά μόνο όπως τα σκέφτεται και τα εννοεί η ίδια.Δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό ότι μονολιθικότητα στην αλήθεια δεν υπάρχει.

Για όσους παρατηρούσαν προσεκτικά την πορεία του ΣΥΡΙΖΑ προς την εξουσία μετά από το 2012, απ’ όταν έγινε Αξιωματική Αντιπολίτευση και ενδελεχώς μετά την εκλογική υπεροχή στις Ευρωεκλογές του 2014, μπορεί η οικονομική πολιτική να ήταν στο προσκήνιο και δικαιολογημένα λόγω της παρατεινόμενης λιτότητας και τις συνεχιζόμενες ακόμη αυταπάτες για το κούρεμα του χρέους, ωστόσο η απορία ήταν πώς θα διαχειριζόταν το λεγόμενο «βαθύ» ελληνικό κράτος. Τις Ενοπλες Δυνάμεις και τα Σώματα Ασφαλείας, τους διπλωμάτες, τους δικαστικούς και την Εκκλησία.

Κι αν στις τρεις πρώτες περιπτώσεις το κυβερνών κόμμα κατάφερε να επιβληθεί, με λίγες αντιστάσεις, αφού η Δημόσια Διοίκηση ποτέ δεν χειραφετήθηκε ολοκληρωτικά καθώς διαμορφώθηκε σε μεγάλο βαθμό πάνω σε πελατειακές σχέσεις, οι παρεμβάσεις στη Δικαιοσύνη αποδεικνύονται ότι δεν είναι υγιεινός περίπατος.

Γιατί οι κυβερνώντες των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ επέλεξαν να «διευθετήσουν» προς όφελός τους πράγματα και καταστάσεις στη Δικαιοσύνη δια του καπελώματος και του εκμαυλισμού. Ο ΣΥΡΙΖΑ, τοποθετώντας στα τρία ανώτατα δικαστήρια ηγεσίες απόλυτα ευθυγραμμισμένες με τις επιλογές του, επιχείρησε να επιβληθεί σε όλες τις βαθμίδες της Δικαιοσύνης μπλοκάροντας κάθε πρωτοβουλία που θεωρεί εχθρική στους σχεδιασμούς της. Ταυτόχρονα στιγματίζοντας, με τις διαρροές προσωπικών δεδομένων, δικαστές του ΣτΕ και ακυρώνοντας την εκλογή των προϊσταμένων τους (περίπτωση Ντογιάκου), διεκδίκησε να έχει λόγο στα του οίκου τους.

Ομως έτσι έθιξε την ευαίσθητη χορδή του δικαστικού κλάδου που είδε ότι απώτερος στόχος ήταν η καθυποταγή της διακριτής του εξουσίας στις κυβερνητικές ονειρώξεις. Και δεν «μάσησε». Απάντησε δυναμικά, όπως φαίνεται κι από την ανακοίνωση της Ενωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, καθιστώντας σαφές ότι δεν «περνάνε» οι κυβερνητικές μεθοδεύσεις. Απέκρουσε τις πιέσεις ασκώντας τις αναγνωρισμένες συνταγματικές εξουσίες.

Οι θεσμικές αντιστάσεις λοιπόν που αρχίζουν να εκδηλώνονται εξηγούν την νευρικότητα και την αμηχανία του κυβερνητικού επιτελείου. Ο τοίχος της Συνταγματικής προστασίας μοιάζει αδιαπέραστος. Με τα δεδομένα να μην φαίνονται ευοίωνα και στο μέτωπο της δεύτερης αξιολόγησης υπό μία έννοια η πορεία της κυβέρνησης είναι μάχη με το χρόνο. Και γνωρίζουμε καλά ποιος συνήθως κερδίζει.