Από τότε που άρχισα να ασχολούμαι με τις συναυλίες θυμάμαι την γκρίνια της «Ελευθεροτυπίας» επειδή ο Μπομπ Ντίλαν, στη συναυλία που είχε δώσει στο γήπεδο της Λεωφόρου τον Ιούνιο του 1989, δεν είχε μιλήσει στο κοινό – απλά τραγούδησε τα κομμάτια του και έφυγε. O Nτίλαν ήταν σνομπ, αγενής και τελικά κακός, επειδή δεν έλεγε ιστορίες όπως λέει ο Σαββόπουλος για τον Σταύρο και κυρ Σταύρο και αφέντη τσουτσουλομύτη.
Ετσι είναι. Φτιάχνεις εσύ μια εικόνα και ο καλλιτέχνης πρέπει ντε και σώνει να την υπηρετήσει. Αν ο άνθρωπος δεν είναι όπως εσύ τον έχεις φανταστεί τόσο το χειρότερο γι’ αυτόν.
Το γιατί έπρεπε ο Ντίλαν να έχει πιάσει κουβέντα με τους έλληνες φαν δεν το είχα καταλάβει, ούτε και το κατάλαβα ποτέ. Τραγουδιστής είναι ο άνθρωπος όχι διασκεδαστής. Τελευταία έχουμε συνηθίσει στις κολακείες από τους μουσικούς που παίζουν εδώ – οι U2 να πουν κάτι για την κρίση, η Μπιγιονσέ για τα νησιά μας, η Lady Gaga για τους έλληνες εραστές δείχνοντας και μπούτι. Παλιά όμως έπαιζε ο θρύλος Τζέρι Λι Λιούις στο ΣΕΦ και το μόνο που έλεγε στους χιλιάδες έλληνες ενθουσιασμένους ακροατές ήταν δύο λέξεις: «fuck» και «you!», μαζί όταν τα ροκαμπίλια άρχισαν στο τέλος, στο «Great balls of fire», να του πετούν δυναμιτάκια στη σκηνή. Μετά έφευγε και ούτε ανκόρ, ούτε αγάπες. Μόνο ροκ εν ρολ.
Αυτές τις σκέψεις έκανα διαβάζοντας την εδώ γκρίνια γιατί ο Ντίλαν «δεν έχει πει τίποτα» για το Νομπέλ Λογοτεχνίας. Δεν ευχαρίστησε τη Σουηδική Ακαδημία, δεν σχολίασε καν – μόνο μια αναφορά σε τρίτο πρόσωπο στη σελίδα του στο facebook για την είδηση. Είναι ντροπή, είναι γαϊδούρι ο Ντίλαν, είπαν.
Δεν θυμάμαι να γράφει κάπου ότι με το που θα τιμηθείς με το Νομπέλ πρέπει να πεις κάτι. Ούτε θυμάμαι ο Ντίλαν να έθεσε υποψηφιότητα για το Νομπέλ αποδεχόμενος ένα κάποιο πρωτόκολλο. Και σόρι παίδες, αλλά ο Ντίλαν δεν είναι Αλις Μονρό, η Δημουλίδου του Καναδά, ούτε μια κάποια από τη Λευκορωσία που πήρε πέρυσι το βραβείο και εφέτος τη θυμάται μόνο ο Πατάκης.
Ο Ντίλαν είναι ο Ντίλαν, ένας μυστήριος τύπος, αλλά και ένας τιτάνας των λέξεων και των εννοιών, ο άνθρωπος που διαμόρφωσε τη σκέψη της γενιάς της αμφισβήτησης και ως εκ τούτου σημαντικότερος κατά την άποψή μου από το Νομπέλ. Για αυτό άλλωστε τον επέλεξε και η Σουηδική Ακαδημία, για να δανείσει στον ηλικιωμένο και αμήχανο, τα τελευταία χρόνια, θεσμό λίγη από τη διαχρονική και παγκόσμια ακτινοβολία του.
Η γκρίνια επειδή ο Ντίλαν, μια βδομάδα τώρα, δεν έχει πει κάτι για το βραβείο, μοιάζει δε να εκπορεύεται από τους ίδιους που και αρχικά γκρίνιαξαν για αυτή την ίδια την επιλογή των Σουηδών, που ανέκραξαν «μα είναι αυτό λογοτεχνία;». Αγνοώντας ότι και ο μέγας Ντάριο Φο τιμήθηκε ως θεατρικός συγγραφέας, για λέξεις και έννοιες που ήξερε ότι θα διατυπωθούν στο σανίδι, με διαφορετικά δηλαδή εκφραστικά μέσα από αυτά ενός βιβλίου.
Η γκρίνια για τον Ντίλαν προέρχεται από τη βιομηχανία του βιβλίου που είδε ξαφνικά τη δισκογραφία να μπουκάρει στην αυλή της. Από όλους αυτούς τους βιβλιοκριτικούς, τους εκδότες και τους βιβλιοπώλες που κάθε χρόνο τέτοια εποχή έβαζαν στις προθήκες τους ένα άγνωστο βιβλίο του «Νουριέλες Φαντσούνι, Νομπέλ Λογοτεχνίας» και πουλούσαν.
Αν το Νομπέλ πήγαινε στον επίσης μονόχνωτο – και εξίσου κολοσσό – Φίλιπ Ροθ και εκείνος απομονωμένος στην αγροικία του στο Κονέκτικατ δεν έλεγε λέξη, τι θα γινόταν; Θα έλεγαν ότι είναι σνομπ και γαϊδούρι, ή θα υποκλίνονταν στο αδάμαστο πνεύμα του; Αλλά εκεί θα υπήρχε ο μηχανισμός. Ο εκδοτικός οίκος που θα πίεζε για μια δήλωση και εκείνος θα ανταποκρινόταν, με την ίδια μηχανική που αποδέχεται να δώσει συνεντεύξεις. Στον κόσμο του Ντίλαν τέτοια πράγματα δεν λειτουργούν με τέτοιους αυτοματισμούς. Είναι και αυτή μια από τις διαφορές του.