Την Παρασκευή 23 Σεπτεμβρίου τέθηκε σε διαβούλευση το νομοσχέδιο της κυβέρνησης για τα μεταπτυχιακά προγράμματα (εδώ). Το νομοσχέδιο αυτό προτείνει ανώτατο πλαφόν διδάκτρων – και μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις όπως αναφέρεται – 1.500€ ανά πρόγραμμα, ενώ θέτει και άλλους περιορισμούς που καθιστούν τη λειτουργία των καλών μεταπτυχιακών προγραμμάτων ανέφικτη. Πιστεύω ότι ο συντάκτης του νομοσχεδίου δεν έλαβε καθόλου υπόψη του τις παραμέτρους λειτουργίας και το κόστος ενός ποιοτικού, σύγχρονου και διεθνοποιημένου μεταπτυχιακού προγράμματος – ή απλά αδιαφορεί για το ποιος θα πρέπει να πληρώσει το κόστος. Ως διευθυντής μεταπτυχιακού, κάνω μία μικρή ανάλυση παρακάτω.
Ενα καλό, σύγχρονο μεταπτυχιακό:
- περιλαμβάνει 10-12 μαθήματα. Αν θέλουμε να έχουμε καλούς διδάσκοντες, μέλη ΔΕΠ ή όχι, δεν μπορούν να αμείβονται ρεαλιστικά με λιγότερο από 4.000€ το μάθημα (περίπου 100€ την ώρα). Σε περιπτώσεις εξειδικευμένων μαθημάτων μπορεί να είναι και παραπάνω. Αν υπάρχει βοηθός ανά μάθημα ώστε να είναι κοντά στους φοιτητές, να λύνει απορίες, να επιβλέπει τις εργασίες τους, κ.α. – o ρόλος του Teaching Assistant (TA) σε πανεπιστήμια του εξωτερικού – αυτό είναι ένα επιπλέον κόστος της τάξης 600€-900€ ανά μάθημα. Αυτό σημαίνει ένα κόστος 50.000€ με 60.000€ για διδασκαλία και υποστήριξη.
- απαιτεί γραμματειακή υποστήριξη. Ένα τυπικό κόστος είναι 22.000€ με 24.000€ ανά έτος (μαζί με τις κρατήσεις). Ακόμα και αν η γραμματεία διαμοιράζεται σε δύο μεταπτυχιακά (π.χ. μερικής και πλήρους φοίτησης), αυτό το κόστος δεν μπορεί να είναι κάτω από 12.000€ με 15.000€.
- συντονίζεται από μία επιτροπή με ιδιαίτερο φόρτο εργασίας, καθημερινά: διαμόρφωση προγράμματος, συναντήσεις με φοιτητές, εύρεση εταιρειών για πρακτικές (και πρόσληψη) των φοιτητών, οργάνωση της διασύνδεσης του μεταπτυχιακού με την αγορά, διοργάνωση προσκαλεσμένων ομιλιών, συνεχής μελέτη των αξιολογήσεων μαθημάτων και διδασκόντων και λήψη διορθωτικών κινήσεων, επαφές με εταιρείες για χορηγίες και κατανόηση αναγκών της αγοράς, επαφές με ιδρύματα του εξωτερικού για συνέργιες, μελέτη παρεμφερών προγραμμάτων κ.ο.κ. Σε αυτόν το φόρτο εργασίας αναλογεί ένα κόστος στον προϋπολογισμό, όπως γίνεται για κάθε άλλη δραστηριότητα. Συνήθως αντιστοιχεί σε ενάμιση με δύο μαθήματα, συνεπώς αντιστοιχεί σε 6.000€ – 7.000€.
- διοργανώνει τουλάχιστον 3 με 4 προσκαλεσμένες ομιλίες ανά έτος, έχει έξοδα δημοσίευσης και προώθησης, έξοδα παραστάσεων (τελετές υποδοχής και αποφοίτησης), αναλώσιμα (χαρτί, μελάνια, φωτοτυπίες, ταχυδρομικά), εξοπλισμό (υπολογιστή, έξτρα προβολικό, εκτυπωτή), άδειες λογισμικού, επισκέψεις σε πανεπιστήμια του εξωτερικού για τη διερεύνηση συνεργασιών – εξωστρέφεια, συζητήσεις για τα προγράμματα ανταλλαγών Erasmus+ κ.ο.κ. Ένα συντηρητικό κόστος όλων των παραπάνω είναι 15.000€ με 20.000€.
- Τέλος, ένα ποσό πρέπει να προβλεφθεί ως συνεισφορά στο οικείο/α ίδρυμα/τα (το λεγόμενο overhead). Ένα μεταπτυχιακό λειτουργεί υπό την αιγίδα και τη φήμη ενός ιδρύματος, το οποίο προσφέρει τις αίθουσες, το χώρο γραμματείας (γραφείο), υπηρεσίες φύλαξης, καθαρισμού, τηλεφωνικό δίκτυο, internet, κ.ο.κ. Αυτά τα χρήματα είναι πλέον απαραίτητα για την επιβίωση πολλών ιδρυμάτων, τα οποία υποφέρουν ιδιαίτερα από την υποχρηματοδότηση του κράτους τα τελευταία χρόνια. Συνήθως αυτό κυμαίνεται στο 30% του συνολικού προϋπολογισμού του μεταπτυχιακού.
Οπως γίνεται κατανοητό από τα παραπάνω, ένα καλό και σύγχρονο μεταπτυχιακό έχει κόστος λειτουργίας τουλάχιστον 120.000€ ετησίως. Να τονίσω ότι αυτό το ποσό εξαρτάται από τον αριθμό των φοιτητών, από την ύπαρξη κατευθύνσεων, από το αν υπάρχουν μαθήματα επιλογής κ.ο.κ. Μπορεί να είναι αρκετά μεγαλύτερο, π.χ. σε προγράμματα ΜΒΑ.
Ο συντάκτης του νομοσχεδίου αγνόησε τους όρους λειτουργίας ενός καλού μεταπτυχιακού προγράμματος. Επιπλέον, δεν έλαβε καθόλου υπόψη τις σύγχρονες διεθνείς τάσεις
Το ερώτημα είναι πώς καλύπτεται αυτό το ποσό. Δεδομένης της οικονομικής δυσπραγίας κράτους και ιδρυμάτων και του περιορισμένου ποσού των χορηγιών, η μόνη λύση είναι τα δίδακτρα. Με το προτεινόμενο ποσό των 1.500€, το μεταπτυχιακό θα πρέπει να δεχτεί 80-90 φοιτητές· από 20-25 που δέχεται αυτή τη στιγμή. Η υποβάθμιση της παρεχόμενης εκπαίδευσης θα είναι τραγική. Ολοι οι υποψήφιοι θα πρέπει να γίνονται δεκτοί.
Η λειτουργία ενός τέτοιου υποβαθμισμένου μεταπτυχιακού δεν έχει κανένα απολύτως νόημα. Εναλλακτικά, αν η συμμετοχή παραμείνει στα 20-25 άτομα, οι διδάσκοντες θα πρέπει να αμείβονται με 600€ – 1000€ ανά μάθημα (δηλαδή αμοιβή ιδιαίτερων μαθημάτων στη μέση εκπαίδευση), να μην υπάρχουν βοηθοί, προσκαλεσμένες ομιλίες κ.ο.κ. Προφανώς και σε αυτήν την περίπτωση δεν μπορούμε να μιλήσουμε για ποιοτική εκπαίδευση και η λειτουργία ενός τέτοιου μεταπτυχιακού δεν έχει κανένα απολύτως νόημα.
Φυσικά, η αγωνία του συντάκτη του νομοσχεδίου για πρόσβαση των οικονομικά ασθενέστερων φοιτητών σε μεταπτυχιακά προγράμματα είναι εύλογη και είναι και δική μας αγωνία. Για παράδειγμα, στο δικό μας μεταπτυχιακό, ένα 10% των εσόδων (στο πρόγραμμα πλήρους φοίτησης), προβλέπεται για υποτροφίες, που όμως βασίζονται σε επίδοση (merit-based) και όχι σε οικονομικά κριτήρια (need-based). Να αναφέρω ότι το συγκεκριμένο θέμα είναι και ένα από τα μεγάλα ζητήματα που απασχολούν διεθνώς τα πανεπιστήμια. Αλλά η λύση δεν είναι μία ισοπεδωτική προσέγγιση.
Εάν εφαρμοστούν τα προβλεπόμενα στο νομοσχέδιο, τα καλά μεταπτυχιακά απλά θα κλείσουν και δεν θα έχει κανένας πρόσβαση σε αυτά. Οσοι έχουν οικονομική άνεση θα φεύγουν εκτός Ελλάδας και η συντριπτική πλειοψηφία απλά… δεν θα λαμβάνει καλή μεταπτυχιακή εκπαίδευση. Λύσεις υπάρχουν: θεσμοθέτηση ποσοστού επί του προϋπολογισμού για υποτροφίες σε οικονομικά ασθενέστερους φοιτητές; επιδότηση διδάκτρων από το κράτος; υποτροφίες από εταιρείες; υποτροφίες από ιδρύματα; άτοκα δάνεια ορίζοντα δεκαετίας; φορολογικές απαλλαγές. Η διεθνής εμπειρία προσφέρει λύσεις.
Το προτεινόμενο νομοσχέδιο έχει και άλλες αδυναμίες που δεν αναφέρονται σε αυτό το άρθρο. Αυτές οι αδυναμίες αφορούν τις αμοιβές των μελών ΔΕΠ που διδάσκουν σε μεταπτυχιακά, το αυτοδιοίκητο των ΑΕΙ και τη δυνατότητά τους να καθορίζουν τα μεταπτυχιακά τους προγράμματα, το σφιχτό κρατικό εναγκαλισμό στη μεταπτυχιακή εκπαίδευση.
Καταλήγοντας, ο συντάκτης του νομοσχεδίου αγνόησε τους όρους λειτουργίας ενός καλού μεταπτυχιακού προγράμματος. Επιπλέον, δεν έλαβε καθόλου υπόψη τις σύγχρονες διεθνείς τάσεις στον χώρο της μεταπτυχιακής παιδείας που προτείνουν εξειδικευμένα μεταπτυχιακά, μικρά τμήματα και διασύνδεση με την αγορά (π.χ. Council of Graduate Schools, με μέλη τα μεγαλύτερα πανεπιστήμια των ΗΠΑ). Πιθανώς έχει λάβει σαν οδηγό ορισμένα ελληνικά μεταπτυχιακά προγράμματα που δεν έχουν ή έχουν πολύ μικρά δίδακτρα – τα οποία όμως θεωρούνται πλέον ξεπερασμένα και χωρίς αντίκρυσμα στην αγορά εργασίας.
Το προτεινόμενο νομοσχέδιο δεν θα κάνει οικονομικότερα τα υφιστάμενα καλά μεταπτυχιακά, απλά θα τα κλείσει, με ό,τι σημαίνει για τους υποψήφιους φοιτητές, για την επιβίωση των ιδρυμάτων, για το διοικητικό προσωπικό, και εν’ τέλει για την ελληνική οικονομία μεσομακροπρόθεσμα. Θα κλείσουν για λόγους οικονομικούς, λόγω έλλειψης πόρων. Δε θα έχει να κάνει τίποτα με πολιτικές πεποιθήσεις. Η εξαγγελία του υπουργείου Παιδείας για πρόσβαση σε δημόσια και (σχεδόν) δωρεάν μεταπτυχιακή παιδεία έχει μία σωστή διάσταση – και παράλληλα ακούγεται όμορφα στα αυτιά των περισσοτέρων. Το θέμα όμως, στο τέλος της ημέρας, είναι ποιος θα πληρώσει το – υπαρκτό – κόστος…
* O Δαμιανός Χατζηαντωνίου είναι αν. καθηγητής στο Τμήμα Διοικητικής Επιστήμης και Τεχνολογίας του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών και διευθυντής του διεθνούς Μεταπτυχιακού Προγράμματος Σπουδών «Business Analytics»