Απόψεις

Ηρθε το τέλος της καλής Μεταπτυχιακής Εκπαίδευσης στην Ελλάδα;

Το υπουργείο Παιδείας υπόσχεται (σχεδόν) δωρεάν μεταπτυχιακή παιδεία και αυτό έχει μία σωστή διάσταση. Αλλά το προτεινόμενο νομοσχέδιο δεν θα κάνει οικονομικότερα τα υφιστάμενα καλά μεταπτυχιακά. Απλά θα τα κλείσει
Δαμιανός Χατζηαντωνίου

Την Παρασκευή 23 Σεπτεμβρίου τέθηκε σε διαβούλευση το νομοσχέδιο της κυβέρνησης για τα μεταπτυχιακά προγράμματα (εδώ). Το νομοσχέδιο αυτό προτείνει ανώτατο πλαφόν διδάκτρων – και μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις όπως αναφέρεται – 1.500€ ανά πρόγραμμα, ενώ θέτει και άλλους περιορισμούς που καθιστούν τη λειτουργία των καλών μεταπτυχιακών προγραμμάτων ανέφικτη. Πιστεύω ότι ο συντάκτης του νομοσχεδίου δεν έλαβε καθόλου υπόψη του τις παραμέτρους λειτουργίας και το κόστος ενός ποιοτικού, σύγχρονου και διεθνοποιημένου μεταπτυχιακού προγράμματος – ή απλά αδιαφορεί για το ποιος θα πρέπει να πληρώσει το κόστος. Ως διευθυντής μεταπτυχιακού, κάνω μία μικρή ανάλυση παρακάτω.

Ενα καλό, σύγχρονο μεταπτυχιακό:

Οπως γίνεται κατανοητό από τα παραπάνω, ένα καλό και σύγχρονο μεταπτυχιακό έχει κόστος λειτουργίας τουλάχιστον 120.000€ ετησίως. Να τονίσω ότι αυτό το ποσό εξαρτάται από τον αριθμό των φοιτητών, από την ύπαρξη κατευθύνσεων, από το αν υπάρχουν μαθήματα επιλογής κ.ο.κ. Μπορεί να είναι αρκετά μεγαλύτερο, π.χ. σε προγράμματα ΜΒΑ.

Ο συντάκτης του νομοσχεδίου αγνόησε τους όρους λειτουργίας ενός καλού μεταπτυχιακού προγράμματος. Επιπλέον, δεν έλαβε καθόλου υπόψη τις σύγχρονες διεθνείς τάσεις

Το ερώτημα είναι πώς καλύπτεται αυτό το ποσό. Δεδομένης της οικονομικής δυσπραγίας κράτους και ιδρυμάτων και του περιορισμένου ποσού των χορηγιών, η μόνη λύση είναι τα δίδακτρα. Με το προτεινόμενο ποσό των 1.500€, το μεταπτυχιακό θα πρέπει να δεχτεί 80-90 φοιτητές· από 20-25 που δέχεται αυτή τη στιγμή. Η υποβάθμιση της παρεχόμενης εκπαίδευσης θα είναι τραγική. Ολοι οι υποψήφιοι θα πρέπει να γίνονται δεκτοί.

Η λειτουργία ενός τέτοιου υποβαθμισμένου μεταπτυχιακού δεν έχει κανένα απολύτως νόημα. Εναλλακτικά, αν η συμμετοχή παραμείνει στα 20-25 άτομα, οι διδάσκοντες θα πρέπει να αμείβονται με 600€ – 1000€ ανά μάθημα (δηλαδή αμοιβή ιδιαίτερων μαθημάτων στη μέση εκπαίδευση), να μην υπάρχουν βοηθοί, προσκαλεσμένες ομιλίες κ.ο.κ. Προφανώς και σε αυτήν την περίπτωση δεν μπορούμε να μιλήσουμε για ποιοτική εκπαίδευση και η λειτουργία ενός τέτοιου μεταπτυχιακού δεν έχει κανένα απολύτως νόημα.

Φυσικά, η αγωνία του συντάκτη του νομοσχεδίου για πρόσβαση των οικονομικά ασθενέστερων φοιτητών σε μεταπτυχιακά προγράμματα είναι εύλογη και είναι και δική μας αγωνία. Για παράδειγμα, στο δικό μας μεταπτυχιακό, ένα 10% των εσόδων (στο πρόγραμμα πλήρους φοίτησης), προβλέπεται για υποτροφίες, που όμως βασίζονται σε επίδοση (merit-based) και όχι σε οικονομικά κριτήρια (need-based). Να αναφέρω ότι το συγκεκριμένο θέμα είναι και ένα από τα μεγάλα ζητήματα που απασχολούν διεθνώς τα πανεπιστήμια. Αλλά η λύση δεν είναι μία ισοπεδωτική προσέγγιση.

Εάν εφαρμοστούν τα προβλεπόμενα στο νομοσχέδιο, τα καλά μεταπτυχιακά απλά θα κλείσουν και δεν θα έχει κανένας πρόσβαση σε αυτά. Οσοι έχουν οικονομική άνεση θα φεύγουν εκτός Ελλάδας και η συντριπτική πλειοψηφία απλά… δεν θα λαμβάνει καλή μεταπτυχιακή εκπαίδευση. Λύσεις υπάρχουν: θεσμοθέτηση ποσοστού επί του προϋπολογισμού για υποτροφίες σε οικονομικά ασθενέστερους φοιτητές; επιδότηση διδάκτρων από το κράτος; υποτροφίες από εταιρείες; υποτροφίες από ιδρύματα; άτοκα δάνεια ορίζοντα δεκαετίας; φορολογικές απαλλαγές. Η διεθνής εμπειρία προσφέρει λύσεις.

Το προτεινόμενο νομοσχέδιο έχει και άλλες αδυναμίες που δεν αναφέρονται σε αυτό το άρθρο. Αυτές οι αδυναμίες αφορούν τις αμοιβές των μελών ΔΕΠ που διδάσκουν σε μεταπτυχιακά, το αυτοδιοίκητο των ΑΕΙ και τη δυνατότητά τους να καθορίζουν τα μεταπτυχιακά τους προγράμματα, το σφιχτό κρατικό εναγκαλισμό στη μεταπτυχιακή εκπαίδευση.

Καταλήγοντας, ο συντάκτης του νομοσχεδίου αγνόησε τους όρους λειτουργίας ενός καλού μεταπτυχιακού προγράμματος. Επιπλέον, δεν έλαβε καθόλου υπόψη τις σύγχρονες διεθνείς τάσεις στον χώρο της μεταπτυχιακής παιδείας που προτείνουν εξειδικευμένα μεταπτυχιακά, μικρά τμήματα και διασύνδεση με την αγορά (π.χ. Council of Graduate Schools, με μέλη τα μεγαλύτερα πανεπιστήμια των ΗΠΑ). Πιθανώς έχει λάβει σαν οδηγό ορισμένα ελληνικά μεταπτυχιακά προγράμματα που δεν έχουν ή έχουν πολύ μικρά δίδακτρα – τα οποία όμως θεωρούνται πλέον ξεπερασμένα και χωρίς αντίκρυσμα στην αγορά εργασίας.

Το προτεινόμενο νομοσχέδιο δεν θα κάνει οικονομικότερα τα υφιστάμενα καλά μεταπτυχιακά, απλά θα τα κλείσει, με ό,τι σημαίνει για τους υποψήφιους φοιτητές, για την επιβίωση των ιδρυμάτων, για το διοικητικό προσωπικό, και εν’ τέλει για την ελληνική οικονομία μεσομακροπρόθεσμα. Θα κλείσουν για λόγους οικονομικούς, λόγω έλλειψης πόρων. Δε θα έχει να κάνει τίποτα με πολιτικές πεποιθήσεις. Η εξαγγελία του υπουργείου Παιδείας για πρόσβαση σε δημόσια και (σχεδόν) δωρεάν μεταπτυχιακή παιδεία έχει μία σωστή διάσταση – και παράλληλα ακούγεται όμορφα στα αυτιά των περισσοτέρων. Το θέμα όμως, στο τέλος της ημέρας, είναι ποιος θα πληρώσει το – υπαρκτό – κόστος…


* O Δαμιανός Χατζηαντωνίου είναι αν. καθηγητής στο Τμήμα Διοικητικής Επιστήμης και Τεχνολογίας του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών και διευθυντής του διεθνούς Μεταπτυχιακού Προγράμματος Σπουδών «Business Analytics»