Το 1989 η πτώση του Τείχους του Βερολίνου σηματοδότησε την αρχή της μετάβασης διαφόρων χωρών, που μέχρι τότε είχαν κρατικά κατευθυνόμενες οικονομίες, σε οικονομίες της αγοράς. Ολες αυτές οι χώρες ακολούθησαν διαφορετικές στρατηγικές ανάπτυξης. Αλλες υιοθέτησαν άμεσες βαθιές μεταρρυθμίσεις («Θεραπεία σοκ») ενώ άλλες πάλι ακολούθησαν μια πολιτική σταδιακών μεταρρυθμίσεων.
Στην πρώτη κατηγορία της «Θεραπείας σοκ» έχουμε χώρες όπως η Εσθονία,η Λετονία, η Λιθουανία, η Δημοκρατία της Τσεχίας, η Πολωνία και η Σλοβακία. Στην δεύτερη κατηγορία των σταδιακών μεταρρυθμίσεων βρίσκουμε την Ρωσία, την Αλβανία, την Βουλγαρία, την Ουκρανία και το Αζερμπαϊτζάν. Το ερώτημα που τίθεται σήμερα είναι: Ποια στρατηγική ανάπτυξης είναι πιο επιτυχημένη; Μετά από 25 έτη έχουμε πλέον όλα τα στοιχεία για μία απάντηση στο ερώτημα αυτό.
Πρόσφατα τρεις αμερικανοί οικονομολόγοι σε μία εκτεταμένη μελέτη τους μελέτησαν αυτό το θέμα. Συγκεκριμένα μελέτησαν τις επιδόσεις των χωρών που ακολούθησαν τις δύο αυτές στρατηγικές ανάπτυξης σε τρεις τομείς:
– Μείωση της φτώχειας
– ΑΕΠ (ανα κεφαλή)
– Δείκτη Ανθρώπινης Ανάπτυξης (ΙΗD)
Η μελέτη έδειξε ότι σε όλους αυτούς τους τομείς οι χώρες που ακολούθησαν την «Θεραπεία Σοκ» βρίσκονται σήμερα σε καλύτερο σημείο από τις χώρες που ακολούθησαν την τακτική των σταδιακών μεταρρυθμίσεων. Ετσι π.χ. το ανά κεφαλή ΑΕΠ (σε σταθερά δολάρια του 2011 προσαρμοσμένο στην ισοτιμία της καταναλωτικής δύναμης) της Πολωνίας έφτασε από 10.000 σε 24.835. Αντίθετα στην Ουκρανία που ξεκίνησε από το ίδιο περίπου σημείο με την Πολωνία (10.490 δολ.), το ανά κεφαλή ΑΕΠ το 2015 είχε μειωθεί σε 7.449. Αν πάλι πάρει κανείς τον μέσο όρο των επιδόσεων στην εξέλιξη του ΑΕΠ μεταξύ των χωρών που ακολούθησαν των ριζοσπαστικό δρόμο και αυτών που ακολούθησαν τον δρόμο των σταδιακών μεταρρυθμίσεων το αποτέλεσμα είναι το ίδιο.
Αυτό αντανακλάται και στους δείκτες της φτώχειας. Οι χώρες της «Θεραπείας σοκ» έχουν αρχίσει να βιώνουν μία πολύ σημαντική μείωση της οικονομικής ανισότητας σε σχέση με τις χώρες πού είτε ακολούθησαν τον σταδιακό δρόμο ή δεν έκαναν καθόλου μεταρρυθμίσεις.
Ενας άλλος δείκτης πιο περιεκτικός της ποιότητας ζωής είναι ο Δείκτης Ανθρώπινης Ανάπτυξης των Ηνωμένων Εθνών (IHD). Αν λάβουμε υπ όψη μας ότι ο σοσιαλισμός που επικρατούσε σε αυτές τις χώρες είχε οδηγήσει σε αποβιομηχανοποίηση, αναποτελεσματικότητα και πλεόνασμα απασχολουμένων σε μη παραγωγικές εργασίες, μια περίοδος κρίσης μετά την κατάρρευση του κομμουνισμού ήταν αναπόφευκτη και αναμενόμενη. Ομως σύμφωνα με το ΙDH, το 2000 οι οικονομίες που ακολουθούσαν τον δρόμο των γρήγορων μεταρρυθμίσεων είχαν φτάσει τα προ της μεταβατικής περιόδου επίπεδα ενώ αντίθετα οι χώρες των σταδιακών μεταρρυθμίσεων συνέχισαν να βιώνουν επιδείνωση αυτού του δείκτη έως το 2005.
Ενα από τα κεντρικά επιχειρήματα των οπαδών των σταδιακών μεταρρυθμίσεων ήταν ότι οι ταχείες μεταρρυθμίσεις θα πονούσαν περισσότερο την κοινωνία. Ομως στην πραγματικότητα οι χώρες με ταχύ ρυθμό μεταρρυθμίσεων βίωσαν πιο σύντομες περιόδους ύφεσης και επανήλθαν σε πορεία ανάπτυξης πολύ πιο γρήγορα από τις χώρες των αργών μεταρρυθμίσεων. Μάλιστα όπως δείχνει ο Δείκτης Ανθρώπινης Ανάπτυξης το κοινωνικό κόστος της μεταβατικής περιόδου στις χώρες με ταχύτερες μεταρρυθμίσεις ήταν χαμηλότερο.
Επίσης ένα άλλο επιχείρημα που πρόβαλλαν οι οπαδοί των σταδιακών μεταρρυθμίσεων ήταν ότι η μεταρρύθμιση των θεσμών θα έπρεπε να προηγηθεί των οικονομικών μεταρρυθμίσεων. «Ομως» αναφέρει η ερευνά «μετά από 25 έτη οι χώρες που ακολούθησαν τον δρόμο των γρήγορων μεταρρυθμίσεων κατέληξαν να έχουν καλύτερους θεσμούς από εκείνους που ακολούθησαν τον αργό δρόμο. Αυτό το αποτέλεσμα συμβαδίζει με την υπόθεση ότι οι πολιτικές ελίτ που πίστευαν στην οικονομική φιλελευθεροποίηση πίστευαν επίσης και στην αναγκαιότητα των θεσμικών βελτιώσεων που θα ακολουθούσαν. Αντίθετα οι πολιτικές ελίτ που πρότειναν σταδιακές μεταρρυθμίσεις πολύ συχνά το έκαναν προκειμένου να αποσπάσουν τις μάξιμουμ «προσόδους» (rents) από την οικονομία. Μια λοιπόν από τις πιο ακραίες συνέπειες της στρατηγικής των σταδιακών μεταρρυθμίσεων ήταν η δημιουργία της τάξης των ολιγαρχών»