Φοβού τους τσάρους και δώρα φέροντας: Είναι μια καλή συμβολή για τον τούρκο πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν καθώς προσπαθεί να εκμεταλλευτεί την προσέγγισή του με τον ρώσο πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν για να αποκομίσει οφέλη για τη σχέση του με τη Δύση.
Η συνάντηση του Ερντογάν με τον Πούτιν στην Αγία Πετρούπολη αυτόν τον μήνα, θεωρητικά και μόνο επικεντρώθηκε στο θάψιμο του τσεκουριού του πολέμου μετά την κατάρριψη από την Τουρκία του ρωσικού μαχητικού κοντά στα σύνορα της Τουρκίας με τη Συρία. Το Κρεμλίνο, ωστόσο, φαίνεται να βλέπει αυτήν την επίσκεψη σαν ευκαιρία να πείσει τον Ερντογάν να στραφεί προς ανατολάς και να προσχωρήσει με τη Ρωσία, όπως ακόμη την Κίνα και χώρες της ανατολικής Ασίας, σε ένα είδος αδελφότητας των απολυταρχών. Το ερώτημα είναι αν ο Ερντογάν αλήθεια σκοπεύει να δεχτεί την προσφορά.
Σίγουρα ο Ερντογάν έκανε το σώου του με τον Πούτιν, υποσχόμενος φιλία και συνεργασία. Εστειλε με αυτήν την πράξη ένα ισχυρό μήνυμα στους δυτικούς συμμάχους του, οι οποίοι κατέκριναν τις συλλήψεις χιλιάδων θεωρούμενων σαν αντιπάλων, συμπεριλαμβανομένων πολλών δημοσιογράφων, μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του Ιουλίου: «Δεν σας χρειάζομαι». Αντίθετα ο Πούτιν ήταν ο πρώτος ξένος ηγέτης που επικοινώνησε με τον Ερντογάν μετά το πραξικόπημα για να υποστηρίξει την κυβέρνησή του, πράγμα που ίσως εξηγεί γιατί η Ρωσία ήταν ο πρώτος προορισμός του Ερντογάν αφότου έκατσε η σκόνη.
Οπωσδήποτε ο Ερντογάν μπορεί απλά να έχει αδράξει την ιδανική ευκαιρία να ενισχύσει την ασφάλεια της Τουρκίας και της περιοχής. Εξάλλου, δεν είναι προς το συμφέρον κανένα -και λιγότερο από όλους του ΝΑΤΟ- να έχει την Τουρκία και τη Ρωσία στα μαχαίρια.
Αλλά θα είναι έκπληξη αν ο Ερντογάν δεν ήθελε να εκνευρίσει τους συμμάχους του στο ΝΑΤΟ. Και σε αυτό το εγχείρημα ήταν πετυχημένος. Το λιγότερο είναι ότι η ΕΕ χρειάζεται την Τουρκία να συνεχίζει, στο πλαίσιο της συμφωνίας του Μαρτίου, να ανακόπτει τη ροή των προσφύγων προς τα σύνορά της· έτσι, κάθε ένδειξη ότι ο Ερντογάν μπορεί να στρέφεται κατά της Ευρώπης ενδέχεται να είναι αιτία σοβαρής ανησυχίας.
Παρά ταύτα, ίσως υπάρχει κάτι περισσότερο στην προσέγγιση του Ερντογάν με τον Πούτιν. Αν είναι αληθινή και επιδιώκει να εμβαθύνει τη σχέση της Τουρκίας με τη Ρωσία, σε βάρος των δεσμών του με την ΕΕ και τις ΗΠΑ, όπως ορισμένοι προειδοποιούν, αυτό θα ισοδυναμούσε με θεμελιώδη γεωπολιτική επανευθυγράμμιση. Αυτό όμως φαίνεται απίθανο.
Το Κρεμλίνο έχει ισχυρό συμφέρον για την επιδείνωση των σχέσεων της Τουρκίας με τους δυτικούς εταίρους της. Ο Πούτιν εξέφρασε την ηχηρή αντίθεσή του με τις πολιτικές του ΝΑΤΟ, ειδικά για τον ρόλο του στις χώρες που συνορεύουν με την Ρωσία. Με δεδομένο ότι ο Πούτιν ελάχιστα ενδιαφέρεται για τα ανθρώπινα δικαιώματα, την κυριαρχία του νόμου ή την δημοκρατία, να τον βλέπει τους ευρωπαίους και αμερικανούς ηγέτες να έρχονται σε απευθείας αντιπαράθεση με τον Ερντογάν για την καταστολή μετά το πραξικόπημα πρέπει να φάνηκε σαν χρυσή ευκαιρία να αποδυναμώσει το ΝΑΤΟ.
Ένας άλλος λόγος για τον οποίο η Ρωσία είναι πρόθυμη στο να τείνει χείρα φιλίας στην Τουρκία είναι η συνεχιζόμενη διαμάχη στη Συρία, στην οποία το Κρεμλίνο παρενέβη στρατιωτικά για να διασφαλίσει το καθεστώς του σύριου προέδρου Μπασάρ αλ-Ασαντ. Ο Πούτιν χρειάζεται νίκη στη Συρία – και μια έξοδο διαφυγής. Για το σκοπό αυτό, πρέπει να φέρει στο μέρος του τον Ερντογάν, ο οποίος παρέχει όπλα και υποστήριξή σε σουνίτες αντάρτες που κυνηγά η ρωσική αεροπορία.
Πάντως το επιχείρημα υπέρ μιας στροφής της Τουρκίας προς τα ανατολικά αποδυναμώνεται. Είναι αλήθεια ότι η Τουρκία χρειάζεται τους ρώσους τουρίστες για να ενισχύσει την πιεζόμενη οικονομία της. Αλλά, ό,τι οικονομικά οφέλη και αν μπορέσει να προσφέρει η Ρωσία, υπολείπονται σημαντικά από αυτά που παρέχονται από την ΕΕ, έναν κρίσιμης σημασίας εμπορικό και επιχειρηματικό εταίρο που είναι αναντικατάστατος στον εκμοντερνισμό της Τουρκίας. Αν το προσθέσουμε αυτό στο ιστορικό αναξιόπιστου εταίρου που έχει ο Πούτιν, είναι σαφές ότι, παρόλο που μια καλύτερη εμπορική συμφωνία με την Ρωσία μπορεί να ωφελήσει την Τουρκία, ο Ερντογάν δεν αντέχει να εγκαταλείψει τους δεσμούς της χώρας του με την Δύση.
Ωστόσο, αν και θα ήταν στρατηγικό λάθος του Ερντογάν να μπει στην τροχιά του Πούτιν, πολλοί ηγέτες έχουν κάνει στο παρελθόν στρατηγικά λάθη. Για αυτό, οι επόμενοι μήνες, οπότε η Τουρκία και η ΕΕ θα συζητούν σε βάθος επίδικα ζητήματα, είναι τόσο κρίσιμοι.
Η καταστολή μετά το πραξικόπημα από τον Ερντογάν απέχει πολύ από το να είναι η μοναδική στιγμή έντασης ανάμεσα στην Τουρκία και τη Δύση και ειδικότερα τη ΕΕ. Η Τουρκία επιμένει ότι η κατάργηση της βίζας για τα ταξίδια των τούρκων πολιτών στην ΕΕ, την οποία υποσχέθηκαν τον Ιανουάριο οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, πρέπει να υλοποιηθεί φέτος. Ωστόσο, καθώς η Τουρκία ως τώρα δεν έχει καταφέρει να υλοποιήσει τις συμφωνημένους όρους, μεταξύ των οποίων και την ανανέωση της αντιτρομοκρατικής της νομοθεσίας, η κατάργηση ενδέχεται να μην υλοποιηθεί, εξέλιξη που έγινε πιο πιθανή μετά την απόπειρα πραξικοπήματος. Το αποτέλεσμα είναι ότι τώρα η συμφωνία του Μαρτίου για το μεταναστευτικό κρέμεται από μια κλωστή.
Για να χαράξουμε έναν δρόμο μπροστά, χρειάζεται επειγόντως συνεχής διάλογος ανάμεσα στην ΕΕ και την Τουρκία. Αντί να αφήνουμε τον Ερντογάν να χρησιμοποιεί τη σχέση του με του Πούτιν για να χειραγωγήσει τους συμμάχους του στο ΝΑΤΟ, η Δύση -και ειδικότερα η ΕΕ- πρέπει να καταδικάσει, σαφέστερα παρά ποτέ, την επιταχυνόμενη κλίση του τούρκου προέδρου προς την απολυταρχία. Πρέπει να τον κάνουν να καταλάβει ο δρόμος που ακολουθεί τον οδηγεί μακριά από την συμμετοχή στην ΕΕ και μπορεί να κοστίσει στην Τουρκία κάποιους από τους οικονομικούς δεσμούς από τους οποίους εξαρτάται.
Για τον Ερντογάν είναι ώρα αποφάσεων. Είτε θα ανανεώσει τη δέσμευση της χώρας του σε μια στενή συνεργασία με την ΕΕ, με όλη την ευημερία που αυτή μπορεί να φέρει, είτε θα συνεχίσει να σπρώχνει την Τουρκία προς ένα μέλλον δεσποτισμού και απομόνωσης, στο οποίο θα παίρνει που και που ένα ανακουφιστικό τηλεφώνημα από το Κρεμλίνο – αλλά τίποτα περισσότερο. Δεν είναι και δύσκολη επιλογή. Για το καλό των τουρκων πολιτών, ελπίζει κανένας ότι ο Ερντογάν θα το καταλάβει αυτό.
© The Project Syndicate
* Ο Γκι Φέρχοφσταντ είναι πρώην πρωθυπουργός του Βελγίου και επικεφαλής της ομάδας των Φιλελευθέρων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (ALDE).