Kαι ο Τσοχατζόπουλος διαψεύδει τα περί ξυλοδαρμού του. Σημασία όμως έχουν τα αντανακλαστικά στα social media | ΙΝΤΙΜΕΝΕWS/ΛΙΑΚΟΣ ΓΙΑΝΝΗΣ
Απόψεις

Ο Ακης Τσοχατζόπουλος και οι συμβολισμοί

Τι ήταν αυτό που έκανε τους ανθρώπους στα social media να διχαστούν μπροστά στην είδηση για τον «ξυλοδαρμό» του κατάδικου πρώην υπουργού; Στην πραγματικότητα δεν έχει καμία σχέση με τον ίδιο...
Γιάννης Μαύρος

Η είδηση για τον ξυλοδαρμό του Ακη Τσοχατζόπουλου στις φυλακές Κορυδαλλού από συγκρατούμενό του (περιστατικό που έσπευσε να υποβαθμίσει σε «λεκτική αντιπαράθεση, με κάποια έκφραση βιαιότητας» ο δικηγόρος του πρώην υπουργού), διέτρεξε με ταχύτητα αστραπής τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και συγκεκριμένα το τμήμα που αντιστοιχεί στο λεγόμενο «μέτωπο της λογικής», δηλαδή όσους ασκούν αντιπολίτευση στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ από μια φιλοευρωπαϊκή «φιλελεύθερη» σκοπιά.

Αυτοί έδωσαν στο θέμα μεγάλες διαστάσεις, εκφράζοντας τον αποτροπιασμό τους για τη βιαιοπραγία εναντίον ενός ανήμπορου ογδοντάχρονου από διαβόητο κακοποιό του οργανωμένου εγκλήματος ο οποίος μάλιστα διακρίνεται για αντιεξουσιαστικές και ακροαριστερές συμπάθειες. Το «μέτωπο της λογικής» επιτέθηκε με σφοδρότητα εναντίον μιας αιμοχαρούς «αντισυστημικής» κερκίδας η οποία είτε πανηγύρισε ανοικτά την είδηση με εκφράσεις όπως «καλά του έκαναν», «και λίγες μάζεψε» είτε, σε περίπτωση που δεν επιχαίρει απροκάλυπτα, υποβαθμίζει και σχετικοποιεί τη βαρύτητα της πράξης: «εδώ ο κόσμος πεινάει και εσείς ασχολείστε με δυο μπούφλες που έφαγε το αρχιλαμόγιο».

Προς αποφυγή παρεξηγήσεων: καθαυτή η πράξη του ξυλοδαρμού και ιδίως η φερόμενη ανοχή των φυλάκων, που απέφυγαν να επέμβουν για να προστατεύσουν τον Τσοχατζόπουλο, είναι απολύτως καταδικαστέες χωρίς υποσημειώσεις, παντελώς ανάρμοστες για μια κοινωνία που θέτει ως θεμέλιο της το σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Από εκεί και πέρα, το επικοινωνιακό γεγονός που επακολούθησε και βρίσκεται ακόμη σε εξέλιξη, ο τρόπος παρουσίασης και πλαισίωσης της είδησης, οι ιδεολογικοπολιτικές προεκτάσεις και αντιπαραθέσεις, είναι κάτι διαφορετικό και μπορούν να σχολιαστούν αυτοτελώς σε σχέση με το θλιβερό περιστατικό.

Παρατηρείται καταρχάς μια επιμονή στον όρο «βαρυποινίτης» για τον δράστη: επαναλαμβάνεται ότι ο πρώην υπουργός ξυλοκοπήθηκε από «βαρυποινίτη», που συνήθως δεν κατονομάζεται. Υπάρχει εδώ κάτι το παράδοξο, καθώς και το θύμα πληροί τις τυπικές προϋποθέσεις να χαρακτηριστεί ως βαρυποινίτης: ο Άκης Τσοχατζόπουλος έχει καταδικαστεί σε βαριά κάθειρξη 20 ετών για κολοσσιαίου ύψους οικονομικά εγκλήματα. Όμως η είδηση παίρνει μια, όχι και τόσο αθώα θα λέγαμε, μορφή αντίστιξης: «βαρυποινίτης ξυλοκόπησε Τσοχατζόπουλο». Δίνεται με αυτό τον έμμεσο τρόπο η αίσθηση ότι ο πρώτος είναι ένα κατώτερο είδος ζωής ενώ ο δεύτερος, που υφίσταται τη βία ενός μη κατονομαζόμενου κακούργου, υφίσταται μια ασύμμετρα σκληρή μεταχείριση για πράξεις πολύ μικρότερης απαξίας.

Για διάφορους λόγους, η «λευκή» εγκληματικότητα δεν προκαλεί τα ίδια ενστικτώδη αισθήματα απέχθειας που προκαλεί η βίαιη εγκληματικότητα, η στρεφόμενη απευθείας κατά της ζωής

Αυτές οι παραδρομές της γλώσσας μας υπενθυμίζουν ότι το έγκλημα και οι προσλήψεις του από την κοινή γνώμη διατηρούν μια έντονα ταξική διάσταση: τα εγκλήματα του πρώην ισχυρού άνδρα των κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ εμπίπτουν στη λεγόμενη εγκληματικότητα του λευκού περιλαιμίου (white-collar crime), η οποία αφορά μη βίαια εγκλήματα με οικονομικό κίνητρο (απάτη, πλαστογραφία, ξέπλυμα μαύρου χρήματος, δωροδοκία κλπ). Συνήθως αυτού του είδους τα εγκλήματα δεν μπορούν να διαπραχθούν από τον οποιονδήποτε· έχουν χαρακτήρα occupational, προϋποθέτουν δηλ. την κατοχή από το δράστη μιας θέσης ευθύνης / εξουσίας, της οποίας θα καταχραστεί τα πλεονεκτήματα και τα προνόμια. Ανώτερα διοικητικά στελέχη εταιρειών και υψηλά μέλη του κυβερνητικού μηχανισμού είναι οι πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις. Για διάφορους λόγους, η «λευκή» εγκληματικότητα δεν προκαλεί τα ίδια ενστικτώδη αισθήματα απέχθειας που προκαλεί η βίαιη εγκληματικότητα, η στρεφόμενη απευθείας κατά της ζωής και της σωματικής ακεραιότητας, που σχετίζεται περισσότερο με τα φτωχότερα κοινωνικά στρώματα.

Αυτή η ταξική προκατάληψη μπορεί να ανιχνευτεί πίσω από την έμφαση που επέλεξε να δώσει το «μέτωπο της λογικής» στην είδηση του ξυλοδαρμού. Για κάποιο λόγο αισθάνονται ότι η είδηση τους αφορά. Eνα στοιχείο ταύτισης υπάρχει κατά κανόνα ανάμεσα στην είδηση και τον αναμεταδότη της: ένας φίλαθλος πανηγυρίζει ένα ευνοϊκό για την ομάδα του αποτέλεσμα· ένας έγχρωμος αναρτά μια είδηση για αστυνομική βία κατά εγχρώμων στις ΗΠΑ· ένας φιλόζωος αφήνει την οργή του να ξεσπάσει εναντίον εκείνου που πέταξε το σκύλο από το μπαλκόνι στην πλατεία Αμερικής κ.ο.κ.

Δεν είναι καθόλου κατακριτέα η ψυχική εγγύτητα με τον πρώην υπουργό. Ο καθένας έχει δικαίωμα να συμπάσχει και να ταυτίζεται με όποιον ο ίδιος επιθυμεί, χωρίς καμία αστυνομία σκέψης να μπορεί να του επιβάλει πώς θα νιώσει.

Ποιος ο λόγος που ορισμένοι ταυτίζονται με τα δεινοπαθήματα του πρώην υπουργού; Τι άλλο από μια αίσθηση πολιτικής συγγένειας, με την ευρεία έννοια του όρου; Χωρίς κανείς να αμφισβητεί τις παράνομες πράξεις τους, θεωρείται πως ο Aκης Τσοχατζόπουλος και η σύζυγός του Βίκυ Σταμάτη τιμωρήθηκαν υπέρμετρα σκληρά ως αποδιοπομπαίοι τράγοι. Στο πρόσωπό τους καταδικάστηκε όλο το «παλιό» πολιτικό σύστημα από έναν μανιασμένο αντιπολιτικό όχλο που κράδαινε κρεμάλες και ζητούσε αίμα. Σήκωσαν τις συλλογικές αμαρτίες μιας ολόκληρης εποχής, μιας εποχής που μπορεί μεν να στιγματίστηκε από σκάνδαλα, διαφθορά και καταχρήσεις, υπήρξε όμως συγχρόνως περίοδος συνεχούς προόδου και δημοκρατικής ομαλότητας, προς την οποία προσβλέπουν ακόμη οι αντίπαλοι της σημερινής κυβέρνησης.

Δεν είναι καθόλου κατακριτέα η ψυχική εγγύτητα με τον πρώην υπουργό· ο καθένας έχει δικαίωμα να συμπάσχει και να ταυτίζεται με όποιον ο ίδιος επιθυμεί, χωρίς καμία αστυνομία σκέψης να μπορεί να του επιβάλει πώς θα νιώσει. Την επομένη των τρομοκρατικών επιθέσεων στο Παρίσι, όταν οι «ζεσουήδες» προκλήθηκαν επειδή ανάρτησαν ως φωτογραφία προφίλ τη γαλλική σημαία, ενώ σε περιπτώσεις ανάλογων επιθέσεων σε μη δυτικές χώρες δεν έκαναν απολύτως τίποτα, απάντησαν πολύ σωστά ότι αισθάνονται περισσότερο κοντά στο γαλλικό πολιτισμό και τις αξίες που εκπροσωπεί η Γαλλία. Είχαν δηλαδή το θάρρος να αποδεχθούν την υποκειμενικότητα της προτίμησής τους, χωρίς να καταφύγουν στην πολιτικά ορθή θαλπωρή του δικαιωματισμού και της φιλελεύθερης οικουμενικότητας. Τώρα –στην περίπτωση Τσοχατζόπουλου– οι ίδιοι πάνω κάτω άνθρωποι είναι για ευνόητους λόγους πολύ πιο απρόθυμοι να παραδεχθούν το βαθμό ψυχικής σύνδεσης με κάποιον που, αν και κρατούμενος, εξακολουθεί να βρίσκεται (πραγματικά ή φαντασιακά, δεν έχει σημασία) στο ίδιο ταξικό στρατόπεδο με αυτούς. Ίσως να μην το συνειδητοποιούν καν.

Η βιαιοπραγία κατά ανθρώπου και δη ανυπεράσπιστου είναι ο ορισμός της κτηνωδίας

Πρόκειται τελικά για άλλη μια μάχη συμβόλων, άνευ ουσίας. Και οι δύο πλευρές λίγο ενδιαφέρονται για τον Aκη Τσοχατζόπουλο ως πάσχον πρόσωπο με σάρκα και οστά. Ενδιαφέρονται για αυτό που συμβολίζει, για αυτό που αντιπροσωπεύει: το «μέτωπο της λογικής», εξοργισμένο από την χαιρεκακία και το μίσος της απέναντι όχθης, ενστικτωδώς υπερασπίζεται τον Τσοχατζόπουλο από την κατακρεούργηση του λυσσασμένου όχλου. Στην πραγματικότητα υπερασπίζονται τη δική τους πολιτική και ιδεολογική πρόταση, που υποτίθεται πως διαφέρει από εκείνη του αντιπάλου. Πιστεύουν πως προβαίνουν σε μια γενναία δήλωση ταυτότητας, όμως ετερονομούνται και πέφτουν στην παγίδα της «αντισυστημικής» πλευράς, που επιδέξια τους παρασύρει σε σύμφυρση με το «παλιό» και το «σάπιο». Ακόμη και αν τυπικά έχουν όλο το δίκαιο με το μέρος τους –η βιαιοπραγία κατά ανθρώπου και δη ανυπεράσπιστου είναι ο ορισμός της κτηνωδίας– το γεγονός ότι επιλέγουν να αναδείξουν τη συγκεκριμένη περίπτωση (και όχι κάποιο άλλο από τα δεκάδες περιστατικά βίας που συμβαίνουν καθημερινά στις ελληνικές φυλακές) τους καθιστά ευάλωτους σε κατηγορίες επιλεκτικής ευαισθησίας και κοινωνικοταξικής μεροληψίας.

Εδώ πιθανότατα θα απαντήσουν ότι αυτή η λογική είναι συμψηφιστική και δεν θα έχουν τελείως άδικο· δεν είναι όμως λιγότερο συμψηφιστική από το δικό τους επιχείρημα «ενώ αφήνουν ελεύθερους με το νόμο Παρασκευόπουλου επικίνδυνους παιδεραστές και εμπόρους ναρκωτικών, επιμένουν εκδικητικά να κρατούν στη φυλακή έναν ηλικιωμένο με προβλήματα υγείας». Το λογικό σφάλμα είναι πασίδηλο εδώ, καθώς το ένα λάθος δεν διορθώνει το άλλο: «ουκ ισότης εν τη παρανομία». Ίσως τελικά κάποιες φορές η σιωπή είναι η καλύτερη επιλογή.