Το ελληνικό δημοψήφισμα έχει αξιοσημείωτες ομοιότητες με το βρετανικό. Αυτό μοιάζει αυταπόδεικτο από τη στιγμή που αφορούν και τα δύο τις σχέσεις ενός κράτους-μέλους με την Ευρωπαϊκή Eνωση, ωστόσο κάποιοι που πέφτουν στην παγίδα της «ελληνικής εξαιρετικότητας» επιμένουν διαφορετικά.
Oσοι αναπαράγουν τα στερεότυπα του «ανάδελφου έθνους» και μια εκσυγχρονιστική μίρλα που θυμίζει τη δυστυχιολογία του Νίκου Δήμου, μας λένε ότι στη βρετανική περίπτωση το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος είναι άμεσα εφαρμοστέο και το ερώτημα σαφές, ενώ στην Ελλάδα αποφανθήκαμε επί ενός προσχηματικού ερωτήματος, για ένα σχέδιο συμφωνίας που είχε ήδη αποσυρθεί από το τραπέζι. Αυτή είναι η μισή αλήθεια.
Ακόμα και αν υπερισχύσει το Βrexit, Βρετανία και ΕΕ θα εισέλθουν σε ένα στάδιο παρατεταμένων διαπραγματεύσεων που μπορεί να κρατήσουν έως και δέκα χρόνια και που πιθανότατα θα καταλήξουν σε ένα καθεστώς σύνδεσης τύπου Νορβηγίας και Ελβετίας, πλουσίων χωρών που συνεισφέρουν μεγάλα ποσά στα ευρωπαϊκά ταμεία και μόνο τυπικά, θα έλεγε κανείς, δεν αποτελούν μέλη της ΕΕ.
Ανάμεσα στο μαύρο του Βrexit και το άσπρο του Remain, υπάρχει ο ασπρόμαυρος ρεαλισμός του Βrexain (ή leavain ή remexit ή remeave αν προτιμάτε). Μια αρνητική ψήφος δεν θα φέρει κλονισμούς και καταστροφές, όπως κατά το συνήθειο της προφητεύει η μενουμευρώπικη αποκαλυψιολογία. Ούτε τα χρηματιστήρια θα καταρρεύσουν, ούτε η Μάγχη θα γίνει πύρινη θάλασσα, ούτε μαζικές απελάσεις ξένων υπηκόων θα διαταχθούν, σενάριο που γοητεύει ιδιαίτερα όσους έχουν άχτι τους πλούσιους «συριζαίους του Λονδίνου».
Οι άνθρωποι γενικά δεν τους αρέσει να τους λες τι να κάνουν. Δηλώσεις δε όπως αυτή του Τουσκ, ότι το Βrexit πιθανόν να σημάνει το τέλος του Δυτικού Πολιτισμού, αποτελούν ένα νέο ιστορικό χαμηλό μενουμευρώπικης ψεκασμενιάς
Το βάρος και η σημασία της εξοδικής ψήφου είναι κυρίως συμβολικά, όπως και του greferendum: ένα ξέσπασμα ρομαντικού εθνικισμού, ιδεολογικού θεμελίου της δυτικής νεωτερικότητας, όπου οι οικονομίστικοι και στενά ωφελιμιστικοί υπολογισμοί μπαίνουν σε δεύτερο πλάνο. Το τι ακριβώς θα γίνει μετά και ποιες θα είναι οι λεπτομέρειες του συμβιβασμού –πάντα ο συμβιβασμός– οι brexiters δεν το γνωρίζουν και ούτε τους πολυενδιαφέρει. Το πρωτεύον είναι η διαδήλωση της ετερότητάς τους, η ίδια υπαρξιακή αυτοκατάφαση που έσερνε τον κυκλωτικό χορό των «μπουτούδων» στο Σύνταγμα στις 5 Ιουλίου 2015, λίγο πριν το καραμπουζουκλίδικο «Οχι» αποκοιμηθεί στην αγκαλιά του ντροπαλού «Ναι».
Δεν θέλω να διακινδυνεύσω πρόβλεψη της τελευταίας στιγμής, διαισθητικά όμως μου μυρίζει Βrexit. Οπως στο ελληνικό δημοψήφισμα, όταν βλέπεις πανέμορφους, πάμπλουτους και πανεπιτυχημένους σελέμπριτις όπως ο Ντέιβιντ Μπέκαμ (το λειτουργικό ισοδύναμο του εθνικού μας σταρ Σάκη Ρουβά) να προπαγανδίζουν κάτι, κράτα μικρό καλάθι για αυτό το κάτι. Οταν όλοι οι ισχυροί του κόσμου (πλην του «αποσυνάγωγου» Ντόναλντ Τραμπ και άλλων μαύρων προβάτων), αυτοί που αποκαλούμε συνοπτικά «establishment», έχουν πάρει θέση υπέρ του Remain, δεν ξέρω αν προμηνύεται κάτι καλό. Οι άνθρωποι γενικά δεν τους αρέσει να τους λες τι να κάνουν. Δηλώσεις δε όπως αυτή του Τουσκ, ότι το Βrexit πιθανόν να σημάνει το τέλος του Δυτικού Πολιτισμού, αποτελούν ένα νέο ιστορικό χαμηλό μενουμευρώπικης ψεκασμενιάς.
Τα στοιχήματα, ο πλέον αξιόπιστος δείκτης για μερικούς, δείχνουν συντριπτικά Remain αλλά πρέπει να ληφθεί υπόψη α) το προηγούμενο του ελληνικού δημοψηφίσματος, όπου ως την τελευταία στιγμή έδιναν νίκη του Ναι, υποτιμώντας τα υπόγεια σιωπηλά ρεύματα του Οχι· β) o παράγοντας emotional hedging, δηλαδή ο στοιχηματισμός ενάντια στην ομάδα σου, που για ευκόλως εννοούμενους λόγους αφορά περισσότερο τους πωρωμένους brexiters και όχι τους ενωσιακούς που διεξάγουν έναν αμυντικό αγώνα και υπολείπονται σε ενθουσιασμό.
Ας κλείσουμε όμως με μια αισιόδοξη σκέψη, ίσως και λίγο wishful thinking. Μια βρετανική αποχώρηση ίσως πυροδοτήσει εξελίξεις στην ΕΕ προς την εμβάθυνση και επιτάχυνση της πολιτικής ενοποίησης· η περίφημη θεωρία του «άλματος προς τα εμπρός» σε περιπτώσεις κρίσεων. Προτείνοντας μια ιστορική αναλογία –με πλήρη συνείδηση του αυθαιρέτου τέτοιων νοητικών προβολών– η κατάσταση στην ΕΕ.θυμίζει τη μεγάλη συζήτηση για τη γερμανική ενοποίηση το πρώτο μισό του 19ου αιώνα, το Γερμανικό Ζήτημα (Deutsche Frage). Υπήρχαν τότε δυο βασικά μοντέλα για την ένωση των γερμανόφωνων κρατών, το ένα που περιλάμβανε την ρωμαιοκαθολική και αυτοκρατορική Αυστρία (Großdeutsche Lösung) και το άλλο που την άφηνε απέξω (Kleindeutsche Lösung). Τελικά όλοι γνωρίζουμε τι έγινε: η χώρα με τη βαριά αυτοκρατορική κληρονομιά, μια πολυεθνική δύναμη με εξωγερμανικά συμφέροντα στο χώρο της σλαβικής Ευρώπης, δεν ανέβηκε στο τρένο.