Απόψεις

Αδιέξοδα με το Σύνταγμα;

Πολλοί λένε ότι το Σύνταγμα «δεν φταίει» για ό,τι έχουμε πάθει, φταίμε εμείς που διατηρούμε το πελατειακό κράτος, περιφρονούμε τους νόμους κ.ο.κ. Μα, αν ο θεμελιώδης μας νόμος δεν λειτουργεί αποτρεπτικά για τα φαινόμενα αυτά, τότε ασφαλώς φταίει!
Τάκης Βιδάλης

Η συζήτηση για την αναθεώρηση του Συντάγματος άνοιξε, με ορισμένα δείγματα προθέσεων που επιτρέπουν αισιοδοξία. Φαίνεται ότι όσοι πολιτικοί και συνταγματολόγοι έχουν εκφράσει άποψη, μέχρι τώρα, συμφωνούν για την ανάγκη ριζικής αλλαγής, δηλαδή μιας ανακατανομής της εξουσίας στους κύριους πολιτειακούς θεσμούς.

Το ενδιαφέρον είναι ότι, επιτέλους, αρχίζουμε να ξεπερνάμε τους βολονταρισμούς του παρελθόντος, περί «καλών» και «κακών» κομμάτων και κυβερνήσεων ή ακόμη περί «νέων» κομμάτων ή «κινημάτων» που πρέπει να δημιουργηθούν από κάποιους «άφθαρτους». Η παρατεταμένη κρίση μας έχει κάνει, ευτυχώς, σοφότερους, ώστε να μην πιστεύουμε σε νεράιδες και δράκους.

Ξέρουμε πια, ότι οι καλές και οι κακές προθέσεις δεν έλειψαν από κανέναν στην πολιτική μας σκηνή. Και ότι, αν κάτι χαρακτήρισε τη Μεταπολίτευση – σε αντίθεση με τις προηγούμενες ταραγμένες περιόδους της ιστορίας μας –, αυτό ήταν η αδράνεια στη λήψη αποφάσεων, όχι η αυθαιρεσία ή ο αυταρχισμός.

Ετσι, ψάχνουμε πια να βρούμε την αιτία, όχι στα πρόσωπα ή στα κόμματα, αλλά στην ίδια την οργάνωση των θεσμών, που έως τώρα παρέμενε στο απυρόβλητο. Πολλοί λένε ότι το Σύνταγμα «δεν φταίει» για ό,τι έχουμε πάθει, φταίμε εμείς που διατηρούμε το πελατειακό κράτος, περιφρονούμε τους νόμους κ.ο.κ. Μα, αν ο θεμελιώδης μας νόμος δεν λειτουργεί αποτρεπτικά για τα φαινόμενα αυτά, τότε ασφαλώς φταίει! Μετά από 40 χρόνια, επιτέλους το καταλαβαίνουμε…

Το κρίσιμο, ωστόσο, με τη ριζική αλλαγή, είναι να προσέξουμε τις νέες ισορροπίες της. Υπάρχουν δύο δεδομένα που δεν πρέπει να αγνοήσουμε ούτε στιγμή: ότι χρειαζόμαστε πια «μεγάλες» αποφάσεις (όσες έλειψαν σε όλη τη Μεταπολίτευση) και ότι αυτές πρέπει να έχουν σύμμαχο την κοινωνία (που όμως είναι -περισσότερο από ποτέ- δύσπιστη απέναντι στην πολιτική μας τάξη).

  1. Δεν έχει νόημα να αλλάξουμε τις ισορροπίες στους θεσμούς, αν φοβόμαστε να «πειράξουμε» τη βασική αιτία της αδράνειας στη λήψη αποφάσεων, δηλαδή την απόλυτη εξάρτηση της Κυβέρνησης από τη Βουλή. Εστω και αν πρόκειται για τον «πυρήνα» του κοινοβουλευτισμού μας, πρέπει να τον δούμε κριτικά. Είναι, λοιπόν, σωστό να αφήσουμε τους δύο αυτούς θεσμούς να ακολουθήσουν πιο ανεξάρτητους δρόμους. Οι προτάσεις που έχουν κατατεθεί για ασυμβίβαστο της ιδιότητας υπουργού και βουλευτή, για σταθερή θητεία της Βουλής (με δυσκολότερη διάλυσή της), αλλά και για μεταβίβαση μέρους της νομοθετικής εξουσίας από τη Βουλή στην Κυβέρνηση, έχουν αυτό ακριβώς το νόημα και πρέπει να «περπατήσουν» στην αναθεώρηση.
  2. Δεν θα πετύχουμε, ωστόσο, ποτέ τον στόχο της συμφιλίωσης των πολιτικών με την κοινωνία, αν αγνοήσουμε το στοιχείο της δημοκρατικής νομιμοποίησης. Μια τέτοια αλλαγή ισορροπιών υπέρ της Κυβέρνησης, μένει μοιραία «στον αέρα», αν δεν προσθέσουμε κάτι ακόμη. Γιατί -μην ξεχνάμε- ότι ο περιορισμός της εξουσίας της Βουλής σε αυτό το σχήμα, ισοδυναμεί με αποδυνάμωση του βασικού μας θεσμού, τον οποίο εκλέγουν άμεσα οι πολίτες. Πώς θα πεισθούν αυτοί ότι μια πολύ περισσότερο ανεξάρτητη Κυβέρνηση λειτουργεί ως εκφραστής του κοινού καλού, ώστε να στηρίξουν τις μεγάλες αποφάσεις στην πραγματική τους ζωή; Πώς θα αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη του κόσμου;
  3. Η Δημοκρατία -όπως η Φύση- δεν γνωρίζει «κενά». Πολλοί πια βλέπουν στον θεσμό του Προέδρου της Δημοκρατίας μια σημαντική δυνατότητα για να ξεπεράσουμε τις αγκυλώσεις του συστήματός μας. Προτείνουν έτσι την άμεση δημοκρατική του νομιμοποίηση από το εκλογικό σώμα, διστάζοντας όμως να του αναγνωρίσουν και ουσιαστικό ρόλο στη διακυβέρνηση. Αυτοί, πάλι, που εισηγήθηκαν την ενίσχυση της Κυβέρνησης, όπως την περιγράψαμε, θέλουν να του δώσουν τέτοιο ρόλο, χωρίς όμως άμεση δημοκρατική νομμιμοποίηση. Δεν χρειάζεται πολλή σκέψη για να συμπεράνουμε ότι ένας άμεσα εκλεγμένος Πρόεδρος χωρίς αρμοδιότητες, θα συνεχίσει απλώς να κόβει κορδέλες και να παρακολουθεί παρελάσεις, ενώ ένας ουσιαστικά διορισμένος από την κοινοβουλευτική πλειοψηφία Πρόεδρος, με αρμοδιότητες, θα είναι (στην καλύτερη περίπτωση) ότι ο Κ. Καραμανλής στην πρώτη κυβέρνηση του Α. Παπανδρέου…
  4. Μένει, λοιπόν, όλοι, να κάνουν την κοινοβουλευτική καρδιά τους πέτρα και να προχωρήσουν στο βήμα που έμεινε: Πρόεδρος άμεσα εκλεγμένος, με ουσιαστικές αρμοδιότητες διακυβέρνησης, ιδίως στη νομοθετική λειτουργία. Κανείς δεν θα στενοχωρηθεί ιδιαίτερα για το άρθρο 110 και τη σκοτεινή διαδικασία του (…που και αυτή μάλλον θα αναθεωρηθεί!). Αν, πραγματικά, εννοούμε τα περί ριζικών αλλαγών και «4ης Δημοκρατίας».

* Ο Τάκης Βιδάλης είναι συνταγματολόγος, συγγραφέας του βιβλίου «Ο Πολίτης Πρόεδρος. Γιατί πρέπει να αλλάξουμε πολίτευμα» (εκδ. Παπαζήση).