Απόψεις

Οι αριθμοί δεν λένε πάντα την αλήθεια…

Σε δημοσκοπήσεις εκτός εκλογικής περιόδου δεν έχει νόημα να εγκύπτουμε στα ποσοστά των κομμάτων και στους άλλους εκλογικούς δείκτες. Μπορεί να είναι παραπλανητικοί
Γιώργος Καρελιάς

Εχω την ισχυρή πεποίθηση ότι οι δημοσκοπήσεις σε μη εκλογική περίοδο δεν έχουν να προσφέρουν σχεδόν τίποτα ούτε στους πολιτικούς ούτε στους αναλυτές. Ειδικά οι αμιγώς εκλογικοί δείκτες (πρόθεση ψήφου, καταλληλότερος Πρωθυπουργός, παράσταση νίκης) είναι σχεδόν άχρηστοι. Στο παρελθόν έχουμε δει αυτούς τους δείκτες να αλλάζουν πολλές φορές και στις εκλογές να ανατρέπονται.

Ακόμα και σε περιπτώσεις που εμφανίζουν πρόωρη κατάρρευση μιας κυβέρνησης και των κομμάτων που την στηρίζουν, όπως η σημερινή περίπτωση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, πρέπει να είμαστε επιφυλακτικοί. Oχι γιατί αυτό δεν συμβαίνει (κατάρρευση ποσοστών). Συμβαίνει, είναι ορατό και δεν χρειάζονται έρευνες. Oμως, συμβαίνει μόλις οκτώ μήνες μετά τις εκλογές. Και οι ψηφοφόροι γνωρίζουν ότι απαντούν σε μη εκλογικό χρόνο, άρα η επιρροή της είναι μικρή έως ασήμαντη. Αυτό ισχύει πολύ περισσότερο για τους ψηφοφόρους (πρώην;) του ΣΥΡΙΖΑ, οι οποίοι δηλώνουν σήμερα «αναποφάσιστοι».

Συμπέρασμα πρώτο: Σε δημοσκοπήσεις εκτός εκλογικής περιόδου δεν έχει νόημα να εγκύπτουμε στα ποσοστά των κομμάτων και στους άλλους εκλογικούς δείκτες. Μπορεί να είναι παραπλανητικοί.

Oμως, υπάρχουν άλλοι δείκτες με μεγάλο ενδιαφέρον, που δείχνουν τι πιστεύει κατά βάθος το εκλογικό σώμα, ακόμα κι αν ορισμένα ευρήματα φαίνονται πολύ αντιφατικά μεταξύ τους. Τέτοια στοιχεία υπάρχουν τόσο στην πρόσφατη δημοσκόπηση του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, που μεταδόθηκε από τον ΣΚΑΪ (εδώ) όσο και στην αντίστοιχη της Καπα Research για το Βήμα (εδώ).

Για παράδειγμα:

Πώς γίνεται οι μισοί από τους ψηφοφόρους, που θεωρούν την κυβέρνηση καταστροφική και δεν βλέπουν κανένα φως στο βάθος του τούνελ, να θέλουν την παραμονή της για περισσότερο χρόνο;

Κι αν όλα αυτά φαίνονται και ακούγονται φυσιολογικά, η συνέχεια δεν είναι ίδια. Για παράδειγμα, το 44% των (ίδιων) ερωτηθέντων στη μία δημοσκόπηση και το 52,6% στην άλλη δηλώνει ότι προτιμά η κυβέρνηση να ολοκληρώσει την τετραετία και μόνο το 41% και 35,5% αντίστοιχα τάσσεται υπέρ των πρόωρων εκλογών. Επιπλέον, μόλις το 30% κρίνει θετικά την αντιπολιτευτική δραστηριότητα της ΝΔ, η οποία δεν φαίνεται να καρπώνεται αναλογικά την κυβερνητική φθορά του ΣΥΡΙΖΑ.

Εύλογο το ερώτημα. Πώς γίνεται οι μισοί από τους ψηφοφόρους, που θεωρούν την κυβέρνηση καταστροφική και δεν βλέπουν κανένα φως στο βάθος του τούνελ, να θέλουν την παραμονή της για περισσότερο χρόνο; Για να ολοκληρώσει το καταστροφικό της έργο και να χειροτερέψουν κι άλλο τα πράγματα; Δεν ακούγεται λογικό.

Επομένως, ψάχνοντας να βρούμε τι συμβαίνει, καταλήγουμε σε τρεις ερμηνείες:
1. Οτι κάποιοι από τους ερωτηθέντες δεν απαντούν με ειλικρίνεια.
2. Οτι κάποιοι θέλουν η παρούσα κυβέρνηση να ολοκληρώσει τη θητεία της και να κάνει τη «βρώμικη δουλειά», ίσως επειδή βλέπουν ότι καταφέρνει να περάσει μέτρα που καμιά άλλη δεν θα μπορούσε και(για ορισμένα)δεν θα τολμούσε.
3. Οτι αρκετοί δεν έχουν πειστεί ότι υπάρχει εναλλακτική λύση. Και παρά το γεγονός ότι θεωρούν τη σημερινή κυβέρνηση καταστροφική, δεν πιστεύουν ότι οι πρόωρες εκλογές θα προσφέρουν κάτι. Γι’ αυτό και είναι ακόμα χαμηλή η εμπιστοσύνη προς τα κόμματα της αντιπολίτευσης.

Συμπέρασμα δεύτερο: υπάρχει ακόμα σε πολύ κόσμο ένα δίλημμα περίπου όπως το συνόψισε ο Κικέρων πριν από 21 αιώνες: Ξέρω από ποιόν να (ξε)φύγω, δεν ξέρω σε ποιoν να πάω.

Βεβαίως, μέσα στην απελπiσία τους, κάποιοι από το κυβερνητικό επιτελείο εκφράζουν ικανοποίηση (!) επειδή οι εκλογικοί δείκτες δεν είναι (ακόμα) συντριπτικά σε βάρος τους (εδώ). Θα γίνει κι αυτό. Είναι θέμα χρόνου. Και αυτό εξηγεί εν μέρει και τη χαμηλή απήχηση που έχουν (ακόμα) αιτήματα ή συνθήματα, όπως το «φύγετε» ή το «παραιτηθείτε». Είναι πολύ πρόωρα, δεν έχουν ωριμάσει. Η βιασύνη είναι κακός σύμβουλος.