To 2009, o Φίλιπ Μάγιερ, καθηγητής Δημοσιογραφίας και Τεχνολογίας Επικοινωνίας στο Πανεπιστήμιο της Βόρειας Καρολίνας, προέβλεπε πως το 2043 ο τελευταίος αναγνώστης θα διαβάσει το τελευταίο φύλλο εφημερίδας που θα κυκλοφορήσει στις ΗΠΑ. Την έρευνά του μπορείτε να τη διαβάσετε στο βιβλίο του «The Vanishing Newspaper». Αν κι από τότε έχουν αλλάξει πολλά. Το ιντερνετ έχει θριαμβεύσει επί των εφημερίδων, τα κοινωνικά δίχτυα έχουν ξεπεράσει τα mainstream τηλεοπτικά δίκτυα όσον αφορά την ταχύτητα διάδοσης των πληροφοριών και το μέλλον του Τύπου –γενικότερα- προβλέπεται δυσοίωνο.
Πριν από λίγα 24ωρα κυκλοφόρησε η είδηση πως ο Εβγένι Λεμπέντεφ σκέφτεται να κλείσει οριστικά την Independent. Ο ιδιοκτήτης του βρετανικού Μέσου σκοπεύει να σταματήσει την έντυπη κυκλοφορία της εφημερίδας και να διατηρήσει μόνο την ηλεκτρονική μορφή της. Αν και οι τελικές αποφάσεις δεν έχουν παρθεί, η νέα μορφή του Μέσου θεωρείται δεδομένη και –ήδη- στη Μεγάλη Βρετανία έχουν αρχίσει τον… επικήδειο.
Κι όπως πάντα γίνεται σε τέτοιες περιπτώσεις, το Ιντερνετ είναι αυτό που πέφτει στο «πυρ το εξώτερο» και φορτώνονται όλες οι παθογένειες του συστήματος πάνω του. Ενός συστήματος που δεν έχει μάθει να προσαρμόζεται, ενός συστήματος που το μόνο που ήξερε είναι να θέτει αυτό τους κανόνες του παιχνιδιού και να κάνει τους άλλους να προσαρμόζονται σε αυτό. Τώρα, όμως, άλλαξαν οι ρόλοι.
Η περίπτωση της Independent είναι ενδεικτική. Ιδρύθηκε πριν από 30 χρόνια, έβγαλε λεφτά -πολλά λεφτά- έφτιαξε brand, έχτισε κύρος και είχε την πορεία που έχουν όλα τα μεγάλα Μέσα κάποια στιγμή. Αλλά κάποια στιγμή άρχισε ο πόλεμος. Ενας –όχι και τόσο ακήρυχτος- οικονομικός πόλεμος με πρωταγωνιστές το συγκρότημα του Ρούπερτ Μέρντοχ, τον Λεμπέντεφ και… σε ρόλο ειρηνοποιού το Διαδίκτυο. Και έχασε εκτός από τις μάχες και τον ίδιο τον πόλεμο. Τον Μάρτιο του 1990, η Independent έσπαγε το ένα ρεκόρ μετά το άλλο και έφτανε να πουλά περισσότερα από 430.000 φύλλα. Πλέον, πουλά μόλις 40.718 φύλλα. Κι όπως σημειώνει η Τζέιν Μάρτινσον στην… ανταγωνιστική ηλεκτρονική έκδοση της Guardian, η Independent έχασε το παιχνίδι στο ίντερνετ. Αργησε να βγάλει ένα όμορφο και πλήρως λειτουργικό site. Το έκανε, μόλις, το 2008 κι αφού είχε πάρει, ήδη, την κάτω βόλτα στα μανταλάκια.
Το πρόβλημα δεν είναι το Ιντερνετ. Είναι ο τρόπος που τα ΜΜΕ αντιμετωπίζουν τις προκλήσεις που θέτει το διαδίκτυο. Το Al Jazeera, για παράδειγμα, έχει καταφέρει και έχει δημιουργήσει εξαιρετικές σειρές μίνι ντοκιμαντέρ αποκλειστικά και μόνο για το facebook page του Al Jazeera Plus. Δεν ασχολείται καν με το να τα βγάλει στο τηλεοπτικό δίκτυό του. Ξέρει πως το παιχνίδι παίζεται στο κινητό και στον υπολογιστή, σε μπλε φόντο. Στο χρώμα του facebook και στο πιο ανοιχτό μπλε του twitter. Στις ΗΠΑ, μάλιστα, έχει αρχίσει να φαίνεται ξεκάθαρα προς τα πού πηγαίνει το πράγμα. Μόνο δύο εφημερίδες ξεπερνούν πλέον το μισό εκατομμύριο σε καθημερινές πωλήσεις. Ο κόσμος αυξάνει συνεχώς τους ρυθμούς με τους οποίους ζει και δραστηριοποιείται και τα διαβάζει όλα την ώρα που μετακινείται από το ένα μέρος στο άλλο.
Η σχέση ποιότητας και ποσότητας
Στην Ελλάδα έχουμε πολλές εφημερίδες. Πάρα πολλές σε απόλυτα νούμερα, ακόμη περισσότερες αναλογικά με το αναγνωστικό κοινό ή με τον πληθυσμό, γενικότερα. Πριν μερικά χρόνια στην Ελλάδα, είχαμε μέσο όρο κυκλοφορίας για τις αθλητικές 170.000 ετησίως, 270.000 για τις απογευματινές και 50.000 για τις πρωινές. Λιγότερο από 500.000, αθροιστικά. Αναλογιστείτε, δηλαδή, κατά μέσο όρο, περίπου ένας στους 20 Ελληνες αγόραζε γενικώς εφημερίδα κάθε μέρα και ένας στους 65 προτιμούσε αθλητική εφημερίδα. Σήμερα, τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα.
Το ζήτημα, όμως, δεν είναι ποσοτικό. Ποιοτικό είναι και αφορά κυρίως ένα χάσμα. Το χάσμα μεταξύ της (ανικανοποίητης) ανάγκης του κοινού για πραγματική και ουσιαστική ενημέρωση, σχολιασμό και ανάλυση των γεγονότων από τη μία και της ανάγκης των περισσότερων εκ των εκδοτών να χρησιμοποιήσουν τις εφημερίδες ως μοχλό πίεσης προς το οικονομικό και πολιτικό σύστημα εξουσίας.
Το δυσοίωνο μέλλον και οι δημοσιογράφοι-ρομπότ
Το πρόβλημα δεν είναι μόνο για τους εκδότες και τις πωλήσεις που κάνει το προϊόν τους. Αυτοί που πλήττονται περισσότερο είναι οι δημοσιογράφοι. Κι από τη μείωση του τζίρου κι από αυτό που έρχεται σε μερικά χρόνια. Στο Εργαστήριο Τεχνητής Νοημοσύνης του Πανεπιστημίου Northwestern έχει δημιουργηθεί εδώ και χρόνια το πρώτο πρόγραμμα που είναι σε θέση να συντάσσει κείμενα δημοσιογραφικού περιεχομένου. Το λογισμικό ονομάζεται Stats Monkey και στα πρώτα του βήματα μπορούσε να γράφει ειδήσεις που αφορούσαν την αθλητική επικαιρότητα στις ΗΠΑ, κυρίως για αγώνες μπέιζμπολ. Πρώτα συνέλεγε δεδομένα της επικαιρότητας από τα sites των διάφορων ομάδων, απ’ όπου και αντλούσε λεπτομέρειες για τους αγώνες που έγιναν. Με βάση αυτές τις πληροφορίες ανασυνέθετε τον αγώνα, μεταφράζοντάς τον στην αλγοριθμική γλώσσα του προγράμματος και κατόπιν ανέτρεχε σε μία πλούσια βάση δεδομένων που περιέχει τις στερεοτυπικές ανθρώπινες εκφράσεις που ακούγονται συχνά στην αναμετάδοση αγώνων και στην περιγραφή από τον αθλητικό Τύπο. Μετά απ’ όλα αυτά, συνέτασσε το άρθρο, μεταφράζοντας όλα τα παραπάνω σε γραπτό κείμενο, χωρίς γραμματικά, συντακτικά, εκφραστικά και ορθογραφικά λάθη. Κι όλα αυτά μέσα σε λίγα λεπτά.
Η ιδέα για το Stats Monkey ανήκει στους καθηγητές Λάρι Μπίρνμπαουμ και Κρις Χάμοντ και έχει πάρει, ήδη, τον δρόμο για να μετατραπεί σε εμπορικό προϊόν.
Δεν φταίει το Ιντερνετ για όσα γίνονται και για όσα θα έρθουν. Εμείς φταίμε που δεν μπορούμε να προσαρμοστούμε στα νέα δεδομένα. Κι όσο γίνονται περισπούδαστες αναλύσεις για το προϊόν που (δεν) παρέχουν οι ελληνικές και ξένες εφημερίδες, το facebook καταλαμβάνει τον κενό χώρο στην παροχή περιεχομένου και στο newsfeed. Κι εμείς θα μένουμε με τις αναμνήσεις της λαθρανάγνωσης. Εκείνης της δίλεπτης κλεφτής ανάγνωσης στους τίτλους που κρέμονταν στα μανταλάκια. Εκείνου του ρομαντικού, σχεδόν ηδονικού, δίλεπτου. Με τις υγιές μας.