Πώς μπορεί ένα βραβείο να απαλύνει αυτά που είδαν τα μάτια; | SOOC
Απόψεις

To Νομπέλ και η κολοκυθιά

Τι να κάνει το Νομπέλ στους νησιώτες; Δύσκολο να διεκδικήσεις έναν τίτλο τιμής, όταν ο ύπνος σου κι ο ξύπνιος σου ισόβια θα ταράζονται από τους ίσκιους εκείνων που δεν κατάφερες να σώσεις
Ρίκα Βαγιάνη

Οταν δημιουργήθηκε η τάση του να διεκδικήσουμε το Νομπέλ Ειρήνης στο όνομα των «Ηρώων του Αιγαίου», ήταν φανερό από τις facebookικές αναρτήσεις και τις ηλεκτρονικές αιτήσεις, ότι οι ομάδες καλής θέλησης δεν ήξεραν που τους πάνε τα τέσσερα. Το Νομπέλ Ειρήνης δεν απονέμεται σε χώρες, σε γενικούς πληθυσμούς, ή σε ακαθόριστα σχήματα καλοσύνης. Απονέμεται σε φυσικά πρόσωπα, ή σε αναγνωρισμένες και κατοχυρωμένες ομάδες προσώπων και μάλιστα προσώπων εν ζωή.

Aρχισε  να παίζεται λοιπόν μια άτυπη νομπελική «κολοκυθιά» στη διάρκεια της οποίας κάθε προβληματιζόμενος Ελλην ενδύθηκε το μανδύα ενός νορβηγού ακαδημαϊκού, μόνο με τηβέννους και περούκες δεν κυκλοφορούσαμε στα σπίτια μας. Ασχέτως αν οι Νορβηγοί δεν φοράνε τηβέννους, άλλωστε η επιτροπή Νομπέλ Ειρήνης δεν απαρτίζεται καν από ακαδημαϊκούς, αλλά κυρίως από συνταξιούχους πολιτικούς.

Πού να πάει λοιπόν, το Νομπέλ πατριώτες; Στα νησιά. Και γιατί να πάει στα νησιά, όλοι Ελληνες δεν είμαστε; Και πού να πάει; Στον Παυλόπουλο που εκπροσωπεί όλους τους Ελληνες. Και γιατί να πάει στον Παυλόπουλο; Και πού να πάει; Να πάει στις οργανώσεις. Ναι, αλλά σε ποιές; Τότε, να πάει στον ψαρά. Στις γιαγιούλες με το μπιμπερό. Στη Σούζαν Σαράντον. Και πάει λέγοντας.

Θα περάσουν χρόνια, ίσως μερικά πολύ δύσκολα, πριν καταγραφεί ιστορικά αυτή η πεντακάθαρη αστραπή ανθρωπιάς που έλαμψε μέσα στο σκοτάδι του κόσμου μας

Πιστεύω ολόψυχα πως: ο τρόπος με τον οποίο οι έλληνες νησιώτες αλλά και μεγάλη μερίδα εθελοντών από άλλα μέρη της χώρας και το εξωτερικό, αντιμετώπισαν την προσφυγική κρίση, δεν μπορεί να αξιολογηθεί επακριβώς μέσα στους επόμενους μήνες. Είναι πολύ μεγάλο, αυτό που έγινε. Αυτό που γίνεται. Είναι ταυτοχρόνως ανείπωτα τραγικό και απίστευτα μεγαλειώδες για να το χωνέψει η ανθρωπότητα μέσα σε λίγους μήνες. Θα περάσουν χρόνια, ίσως μερικά πολύ δύσκολα, πριν καταγραφεί ιστορικά αυτή η πεντακάθαρη αστραπή ανθρωπιάς που έλαμψε μέσα στο σκοτάδι του κόσμου μας. Και δέκα Νομπέλ να δώσουν, και πενήντα, ίσως είναι λίγα. Οπως λίγα είναι τα δεκάδες Νομπέλ Ειρήνης που μοιράστηκαν μόλις πέρυσι στα μέλη του «Τυνησιακού Κουαρτέτου». Μια χούφτα ανθρώπων, συλλόγων και σωματείων, με μεγάλες και ιστορικές διαφορές, που συνεργάστηκαν για να αποτρέψουν το αιματοκύλισμα που ακολούθησε σε άλλες γειτονικές χώρες, μετά την  περίφημη Αραβική Ανοιξη.

Από τη νομπελική κολοκυθιά, στην οποία επιτρέψτε μου να διακρίνω και μια διάθεση μακιγιάζ των τύψεων όσων δεν συμμετείχαν ενεργά στην διάσωση και την περίθαλψη προσφύγων, δεν ξέρω αν παρατηρήσατε ότι απουσίαζαν οι φωνές των ίδιων των πρωταγωνιστών. Τι να τους κάνει το Νομπέλ; Οσα έχουν δει εκείνοι με ένα και μόνο ζευγάρι μάτια, δεν τα έχουν δει οι σκανδιναβοί πολιτικοί σε ολόκληρη την ενδιαφέρουσα ζωή τους. Δύσκολο να διεκδικήσεις ένα τίτλο τιμής, όταν ο ύπνος σου κι ο ξύπνιος σου ισόβια θα ταράζονται από τους ίσκιους εκείνων που δεν κατάφερες να σώσεις. Κι ας είναι ο κατάλογος εκείνων που βοήθησες συντριπτικά μεγαλύτερος. Η μεγάλη διάκριση για τη σπουδαιότερη προσφορά στο κοινωνικό καλό, το 2015, δεν αποκλείεται να έχει διεύθυνση κάπου στο λυπημένο Αιγαίο. Θα ήταν ωραίο, σκεφτόμαστε, να πέσει και καμιά σφαλιάρα στη διεθνή κοινότητα που μας έχει τόσα χρόνια στη φέρμα. Να πάρουν χαμπάρι τα ξεφτέρια με τα τεφτέρια ότι οι απλοί, καθημερινοί Ελληνες, μέσα στη φτώχεια, την ανακατωσούρα και τη μιζέρια τους, βαστάνε βαθιά ψυχή. Και πως, στο τέλος της ανθρώπινης μέρας, αυτό είναι που μετράει και θα μετράει πάντα περισσότερο από όλα τα τάλιρα  της Γης.

Μα… το μαγικό στην υπόθεση αυτή είναι πώς δεν χρειάζεται κανένα Νομπέλ, κανένα εξωγενώς απονεμόμενο βραβείο για να το καταλάβουμε αυτό. Το μόνο που χρειάζεται είναι απλώς… να το καταλάβουμε. Απλά και αληθινά. Να νιώσουμε εμείς, τρομερά περήφανοι για τους συμπατριώτες μας. Χωρίς κολοκυθιά. Χωρίς επιφυλάξεις. Χωρίς καχυποψία. Μια και μόνο δική μας, ατόφια στιγμή υπερηφάνειας για όσους έχουν δει υπερβολικά πολύ θάνατο για να τη νιώσουν οι ίδιοι, ίσως αξίζει και για εκείνους, και για μάς, περισσότερο από όλα τα Νομπέλ του κόσμου.