Η έννοια της «εθνικά χρήσιμης αντιπολίτευσης» δοκιμάστηκε το περασμένο εφιαλτικό καλοκαίρι με τη στήριξη της στροφής του Τσίπρα από τον ακραίο τυχοδιωκτισμό σε έναν ακριβοπληρωμένο συμβιβασμό. Η χώρα σώθηκε από τα χειρότερα, αλλά με βαρύτατο τίμημα. Ο Τσίπρας και η παρέα του εξαγόρασαν την παραμονή τους στο Μαξίμου ξεπουλώντας συντρόφους, «ιδεολογίες» και προγράμματα Θεσσαλονίκης. Ο κύκλος της αντιμνημονιακής εξαπάτησης έκλεισε με τη θέσπιση του 3ου σκληρότερου μνημονίου, για το οποίο ευθύνεται προσωπικά ο τότε και νυν Πρωθυπουργός
Πλέον έχει λάβει οριστική απόφαση να τα «δώσει όλα» προκειμένου να παραμείνει στην εξουσία αν και αυτό δεν είναι από μόνο του ικανό να του εξασφαλίσει την επιτυχία του στόχου του. Στο Μαξίμου σκέφτονται ότι εφόσον αποφύγουν τις περιπέτειες με Ασφαλιστικό και φορολογία αγροτών και περάσει την αξιολόγηση, θα πλασάρουν μια «ιστορική συμφωνία» ανασχεδιασμού του χρέους και μετά όλα θα είναι πιο εύκολα. Για αυτούς φυσικά∙ όχι για τη χώρα που, στην καλύτερη περίπτωση, θα είναι ένας βάλτος οικονομικού και κοινωνικού μαρασμού.
Για τις κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις που επιδιώκουν μια Ελλάδα δικαιοσύνης και απελευθέρωσης των παραγωγικών δυνάμεων μέσα από γενναίες αλλαγές, αυτό το σενάριο δεν είναι λύση και οφείλουν να επιδιώξουν τη ματαίωσή του. Η στήριξη της συμφωνίας για την αποφυγή της άμεσης χρεοκοπίας της χώρας στις 14 Αυγούστου δεν δημιουργεί την υποχρέωση της στήριξης κάθε βήματος μιας κυβέρνησης που τη διακρίνει ο πολιτικός αμοραλισμός, ο κυνισμός και η καθεστωτική λογική. Ο ΣΥΡΙΖΑ και οι σύμμαχοί του αποκαλύπτονται κάθε ημέρα ως το βαρύ κατακάθι της κοινωνικής και πολιτικής παθογένειας που μας έριξε στο πηγάδι τις κρίσης.
Υπάρχουν φωνές στο υποτιθέμενο «μεταρρυθμιστικό στρατόπεδο» οι οποίες, επικαλούμενες την πολιτική ορθότητα και το πολιτικό ήθος, προτρέπουν σε διάλογο και ‒ γιατί όχι; ‒ υπερψήφιση ενός ασφαλιστικού νομοσχεδίου
Θεσμικοί παράγοντες παροτρύνουν την αντιπολίτευση σε συνεννόηση και κοινοβουλευτική στήριξη της συγκυβέρνησης Τσίπρα – Καμμένου με στόχο να ξεπεραστούν οι νομοθετικές νάρκες, με κυριότερη το ασφαλιστικό νομοσχέδιο. Δεν είναι τυχαία επομένως η αδέξια «επίθεση ενημέρωσης» Κατρούγκαλου και είναι σωστές οι πρώτες αρνητικές αντιδράσεις των κομμάτων σε αυτό το θέατρο.
Παρά αυτήν την πρώτη όμως αντίδραση, υπάρχουν φωνές στο υποτιθέμενο «μεταρρυθμιστικό στρατόπεδο» οι οποίες, επικαλούμενες την πολιτική ορθότητα και το πολιτικό ήθος, προτρέπουν σε διάλογο και ‒ γιατί όχι; ‒ υπερψήφιση ενός ασφαλιστικού νομοσχεδίου διότι, όπως ισχυρίζονται, βρίσκεται στο πλαίσιο μιας οφειλόμενης μεταρρύθμισης ανεξαρτήτως από το ποιος θα την υλοποιήσει. Η μεταρρυθμιστική αντιπολίτευση δεν θα πρέπει να χρησιμοποιεί τη στείρα άρνηση, λένε, μιμούμενη την κακοδαιμονία του Τσίπρα και του παλιού δικομματισμού. Πολύ περισσότερο η στήριξη αυτή θα πρέπει να δοθεί αν η κυβέρνηση έχει διαρροές και η χώρα κινδυνεύσει με νέα περίοδο πολιτικής αστάθειας.
Δεν υπάρχει πιο αφελής ή πιο πονηρή ‒εξαρτάται από του ποιος την προτείνει‒ πολιτική θέση.
- Μεταρρυθμίσεις κάνουν κυβερνήσεις που πιστεύουν σε αυτές και τις υιοθετούν εντάσσοντάς τες σε ένα συνολικό πρόγραμμα το οποίο επίσης πιστεύουν. Αυτή η κυβέρνηση ψηφίζει για να σωθεί και όχι για να αλλάξει και να σώσει τη χώρα. Όποιος τη στηρίζει σήμερα, στηρίζει το παιχνίδι της.
- Δεν υφίσταται η έννοια της αποσπασματικής ασφαλιστικής μεταρρύθμισης έξω από το συνολικό αυτό πρόγραμμα το οποίο όμως δεν υπάρχει ούτε υποκαθίσταται από τα μνημόνια των δανειακών συμβάσεων.
Το Ασφαλιστικό έχει κοινωνική και δημοσιονομική διάσταση.
Οι χρεοκοπημένοι ασφαλιστικοί οργανισμοί επιδοτούνται με το 1/3 των εισπραττόμενων φόρων. Αυτό δεν αντέχεται και είναι ο πυρήνας της δημοσιονομικής κρίσης. Ούτε αντιμετωπίζεται μόνο με έναν ανασχεδιασμό του ασφαλιστικού, όσο καλός κι αν είναι. Δεν είναι μόνο θέμα ύψους και αριθμού συντάξεων, ούτε σχέση εισφορών-παροχών και ποσοστών αναπλήρωσης. Όλα αυτά καταρρέουν γρήγορα σε ένα κράτος που δεν εισπράττει εισφορές και φόρους, δεν παράγει παρά μόνον πελατειακούς δεσμούς, έχει ανίκανη και διεφθαρμένη διοίκηση, για να μείνουμε σε κάποια βασικά.
Ακόμη και αν συμφωνούσε κάποιος καλόπιστα στην ανάγκη της στοχευμένης περικοπής παροχών οφείλεις να δώσεις κάποιες πειστικές δεσμεύσεις στον συνταξιούχο που θα τις υποστεί. Πρώτον ότι μέσα σε λ.χ. ένα χρόνο θα του παρέχεις καλύτερες υπηρεσίες υγείας χωρίς να τον επιβαρύνεις, και δεύτερο ότι από τις περικοπές και τις άλλες μεταρρυθμίσεις θα βρουν τα άνεργα εγγόνια του ή ο γιος του δουλειά. Είναι αυτή η κυβέρνηση του λαϊκισμού και του νέου κομματικού κράτους ικανή για κάτι τέτοιο; Έχει προτείνει συνεργασία και διάλογο σε μια τέτοια συνολική βάση;
Ο χρόνος που πέρασε ήταν πυκνός και ζήσαμε πολλά. Δεν υπάρχουν περιθώρια για αφέλειες και αυταπάτες. Το σύστημα των προθύμων θα διασφαλίσει, αν χρειαστεί, εφεδρείες στον Τσίπρα για να περάσει τα μέτρα. Αλλά ακόμη και αν καταρρεύσει κοινοβουλευτικά, τόσο το καλύτερο για τη χώρα. Αδιέξοδα δεν υπάρχουν, ούτε οι απειλές για την προστασία αυτής της τερατώδους κυβέρνησης εξυπηρετούν το συμφέρον της πατρίδας μας.
* Ο Θανάσης Σκόκος είναι μηχανολόγος – ηλεκτρολόγος ΕΜΠ και κάτοχος ΜΒΑ. Από το 1992 έως και το 1995 ήταν αιρετός πρόεδρος του ΤΣΜΕΔΕ