Ας αφήσουμε να μιλήσουν για την 25η Μαρτίου, δύο γυναίκες, αυτόπτες μάρτυρες του πρώτου εορτασμού που πραγματοποιήθηκε στην ελεύθερη Ελλάδα, την άνοιξη του 1838. Εχουν ενδιαφέρον τα όσα μας μεταφέρουν για την τελετή που οργανώθηκε και για τον τρόπο με τον οποίο γιόρτασαν οι ελεύθεροι Ελληνες.
Σε επιστολή που στέλνει προς τον πατέρα της, με ημερομηνία «Αθήνα, τη 10η Απριλίου 1838», η Βασίλισσα Αμαλία γράφει: «Αγαπημένε, καλέ, αγγελικέ, γλυκέ μου πατέρα (…) Εδώ δεν υπάρχουν πολλά νέα· συμμορίες ληστών στα σύνορα, όπως πάντα την άνοιξη. Η 25η Μαρτίου/6 Απριλίου ήταν εφέτος εθνική γιορτή. Την εισήγαγε τώρα για πρώτη φορά ο άνδρας μου, ως ημέρα της έναρξης του Αγώνα της Ελευθερίας. Παρευρεθήκαμε στη δοξολογία φορώντας ελληνικές ενδυμασίες. Η άμαξά μας περικυκλώθηκε από τους σημαιοφόρους των διαφόρων περιοχών καθώς και των συντεχνιών της Αθήνας. Μετά την εκκλησία όλοι οι χωρικοί παρήλασαν μπροστά από το σπίτι μας και μετά χόρεψαν τους εθνικούς τους χορούς κάτω από τα παράθυρά μας. Είχε συγκεντρωθεί ένα αμέτρητο πλήθος ανθρώπων και όλα τα πρόσωπα έλαμπαν από χαρά και ευθυμία. Δυστυχώς το απόγευμα έβρεξε. Ωστόσο ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων έκαναν τον περίπατό τους. Το βράδυ άνοιξε ο καιρός και η πόλη φωταγωγήθηκε. Πολύ ωραίο θέαμα ήταν ένας σταυρός στην πλαγιά του βουνού που σχηματίστηκε με φωτιές».
Το βουνό ήταν ο Λυκαβηττός, σε μια πλαγιά του οποίου ο μεγάλος σταυρός, σχηματισμένος από ξερά κλαδιά έκαιγε όλη τη νύχτα. Με ακόμα μεγαλύτερη λεπτομέρεια περιγράφει τη γιορτή η παιδαγωγός και κυρία επί των τιμών της Αμαλίας Τζούλια Φον Νόρντενφλυχτ σε μια από τις δικές της επιστολές (στην αρχαΐζουσα μετάφραση του Κωνσταντίνου Τσαουσόπουλου): «Απαντες οι χωρικοί ήσαν καλώς και καθαρά ενδεδυμένοι. Επί των προσώπων των έλαμπεν η χαρά και ευχαρίστησις. Μετά ταύτα συνηθροίσθησαν υπό τον εξώστην, επί του οποίοι οι Βασιλείς ίσταντο, και μετ΄ολίγον ήρχισεν υπό τον ήχον της χωρικής μουσικής η εκτέλεσις του οτέ μεν υπό δύο, οτέ δε υπό πλειόνων προσώπων χορευομένου τοσούτον ιδιόρρυθμου χορού. Εσχηματίσθησαν διάφοροι κύκλοι χορευτών επί της μεγάλης πλατείας προ των ανακτόρων, έλαβε δε χώραν και επεισόδιον, το οποίον μοι υπενθύμισε την αρχαίαν εποχήν. Οπως πάντοτε, εξετελέσθη και ταύτην την φοράν ο ελληνικός χορός υπ΄ανδρών μόνον. Αίφνης προσέρχεται γυνή τις μεταξύ δύο χορευτών και καταλαμβάνουσα την θέσιν του ενός λέγει “σήμερον δικαιούμαι και εγώ να χορεύσω και ίσως περισσότερον από σας, διότι απώλεσα εις τον περί ανεξαρτησίας αγώνα τους αδελφούς και τους υιούς μου!”» Πώς σας φαίνεται τούτο; Δεν είναι αυταί λέξεις αρχαίας Σπαρτιάτιδος;».
Δύο περίπου αιώνες μετά είμαστε εδώ και γιορτάζουμε ξανά αυτόν τον μεγάλο, φορτωμένο με εθνικούς μύθους (ποιο έθνος δεν έχει τους δικούς του μύθους;) αγώνα. Εναν αγώνα που για τους περισσότερους από εμάς συνοψίζεται στα όσα είχαμε κάποτε διδαχθεί στο σχολείο. Οχι πως και οι ψευδαισθήσεις με τις οποίες μας μεγάλωσαν δεν είχαν τη χρησιμότητά τους, καθώς μας έμαθαν δια του θαυμασμού να αγαπάμε τη χώρα που μας έτυχε και τους ανθρώπους της. Ομως, καλό είναι μεγαλώνοντας και ωριμάζοντας να αναζητούμε και την αλήθεια πίσω από τους μύθους. Αν ο μύθος καλλιεργεί και δυναμώνει το εθνικό φρόνημα, η αλήθεια συμβάλει στη διαμόρφωση του ώριμου πολίτη. Υπάρχουν πλέον δεκάδες εκδόσεις, προϊόντα σοβαρής επιστημονικής έρευνας, που ρίχνουν φως και σε σκοτεινές μέχρι πρότινος πλευρές του ιστορικού παρελθόντος μας. Είτε είμαστε κατά είτε υπέρ των παρελάσεων, όχι μόνο έχουμε δικαίωμα στην ιστορική αλήθεια, είναι υποχρέωση μας να την αναζητούμε. Για να μην είμαστε αυτό που μάθαμε, αλλά για να μάθουμε αυτό που είμαστε. Και για να αναζητήσουμε σε αυτό τους πραγματικούς λόγους για να νιώθουμε υπερήφανοι.
Υπερήφανη (σχεδόν) σαν Ελληνίδα ένιωσε εκείνο το απόγευμα του μακρινού 1838 και η ξένη, η Γερμανίδα Φον Νόρντενφλυχτ. Παρασυρμένη από τη χαρά του λαού και εντυπωσιασμένη από τον φλεγόμενο σταυρό, προσπάθησε μάλιστα να κάνει τα συναισθήματά της ποίημα, κλείνοντας με αυτό την επιστολή της: «Εις σκέψεις βεβυθισμένη προσέβλεπον το σύμβολον τούτο της πίστεώς μας, το δε αίσθημα το οποίον με κατελάμβανε, μοι ενέπνευσε τους εξής στίχους, των οποίων παρακαλώ να κρίνετε ευμενώς την ποιητικήν αξίαν:
Βλέπω σταυρόν εστραμμένον προς ανατολάς /
φλογερόν σύμβολον, λαμπρόν και επιβλητικόν.
Σκορπίζον μακράν την λάμψιν των ακτίνων του /
δια μέσου ζοφερού σκότους προς την απομεμακρυσμένην θάλασσαν. /
Φως γλυκύ, φωτίζον και μη θαμβώνον, /
Ιερόν εχέγγυον ευτυχέστερου μέλλοντος.
Παν το βαρέως εισέτι στενάζον εν των σκότει πνευματικής νυκτός /
θέλει ταχέως στραφή μετά χαράς προς τα ακτίνας του».
* Η μαρτυρία της Βασίλισσας Αμαλίας προέρχεται από την εξαιρετική δίτομη έκδοση «Ανέκδοτες επιστολές της Βασίλισσας Αμαλίας στον πατέρα της, 1836 – 1853» των Βάνα και Μίχαελ Μπούσε (εκδόσεις της Εστίας).
** Η Τζούλια Φον Νόρντενφλυχτ (1786 – 1842) βρίσκεται θαμμένη στο Πρώτο Νεκροταφείο Αθηνών (τομέας Διαμαρτυρόμενων). Το ταφικό μνημείο της, έναν μεγάλο μαρμάρινο σταυρό, έχει σχεδιάσει ο Δανός αρχιτέκτονας Χανς Κρίστιαν Χάνσεν.