Ηταν 10 Φεβρουαρίου 2008, όταν ο 34χρονος Αλέξης Τσίπρας, φορώντας ένα ξεβαμμένο τζιν και γαλάζιο πουκάμισο, εξελέγη πρόεδρος του Συνασπισμού και έγινε ο νεότερος πολιτικός αρχηγός στα κοινοβουλευτικά πρακτικά της χώρας. Και αν κάποιος του έλεγε ότι σε επτά χρόνια θα ήταν Πρωθυπουργός, θα έβαζε τα γέλια, παίρνοντας εκείνη την έκφραση που τον κάνει ιδιαίτερα συμπαθή.
Αλλωστε ο Τσίπρας εκείνης της εποχής δεν διεκδικούσε την εξουσία. Ακόμα και αν του την έδιναν, τότε, μπορεί να γύριζε το κεφάλι αλλού. Τι ήθελε ο Συνασπισμός των ανέμελων καιρών; Να βρίσκεται στις παρυφές της εξουσίας, κάποιοι σύντροφοι να λύσουν, έστω προσωρινά, το πρόβλημά τους, να πέφτει η επιχορήγηση και μαζί της η επαναστατική αμπελοφιλοσοφία στις μπάρες των μπαρ.
Ηταν, βέβαια, γοητευτικός και, αν τον έβλεπες με καλή διάθεση, ίσως και να έλεγες ότι αντιπροσωπεύει το νέο, παρά τις ατέλειές του. Μεταξύ μας, ήταν ένα παιδί με το οποίο θα πήγαινες ευχαρίστως για ποτά. Ενα παιδί όπως πολλά άλλα της σειράς του. Αστικής καταγωγής από καλοβαλμένη οικογένεια, πρώην Κνίτης, ελαφρώς τεμπελάκος για σπουδές και τα σχετικά, ημιμαθής, αλλά και λίγο από όλα, πανέξυπνος και γοητευτικός. Ενα κέλυφος που λάμπει, αρκεί να μην αποφασίσεις να εξετάσεις λεπτομερώς το εσωτερικό του. Κοινώς, ένας συνηθισμένος άνθρωπος, ένας από εμάς. Αυτός ο άνθρωπος, λοιπόν, μέσα σε επτά χρόνια, πήρε τη χώρα στα χέρια του. Αν συνέβαινε υπό συνθήκες κανονικότητας, θα ήταν μία ενδιαφέρουσα, φωτεινή ιστορία. Ομως η αλήθεια είναι ότι, καλώς ή κακώς, σε περιβάλλον ομαλότητας, ο Τσίπρας θα έβλεπε το Μαξίμου μόνο ως επισκέπτης του Πρωθυπουργού.
Ο ιστορικός του μέλλοντος θα αποφασίσει αν ο Τσίπρας έγινε πρωθυπουργός επειδή έτυχε να βρίσκεται στο σωστό σημείο την κατάλληλη στιγμή ή αν μπήκε στο Μαξίμου ακολουθώντας έναν χάρτη που σχεδίασε ο ίδιος. Τα κατάφερε επειδή ήταν ο μόνος που η κοινωνία δεν είχε τη διάθεση να πετάξει στα σκουπίδια ή επειδή έκανε καλό κουμάντο στη σανίδα του όταν καβάλησε το κύμα της οργής; Προφανώς ισχύουν και τα δύο. Ενας αστρολόγος θα το περιέγραφε ως σύνοδο πλανητών. Το ερώτημα είναι αν ο Τσίπρας ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος για να πάρει στα χέρια του τη χώρα στην κορύφωση της κρίσης. Και απαντάται εύκολα, αρκεί να δεις τον Τσίπρα ως σύμπτωμα και ως αποτέλεσμα αυτής της κρίσης.
Καμιά φορά έχω την αίσθηση ότι και ως Πρωθυπουργό τον έχουμε κρίνει αυστηρά. Διότι έφτασε μέχρι εκεί που πήγαινε το μπόι του, δεν είχε παραπάνω. Πάρε έναν άνθρωπο από τα στέκια της Αριστεράς και δώσε του επτά χρόνια για να προετοιμαστεί. Ακόμα και αν ξέρει τι τον περιμένει, δεν θα προλάβει. Ο Τσίπρας άρχισε να το βλέπει μπροστά του τρία-τέσσερα χρόνια πριν μπει στο Μαξίμου. Αν, τελικά, πεις να του προσάψεις μόνο μία μομφή, δεν θα είναι για την ανεπάρκεια, αλλά για την αφέλειά του. Εξελίχθηκε βέβαια σε κυνικό, καιροσκόπο, ενίοτε και αδίστακτο της πολιτικής. Λογικό. Ολα έγιναν απότομα. Δεν πρόλαβε να αναπτύξει «τρόπους», να ανακαλύψει το τακτ, να ράψει καινούργιο ρούχο.
Εννοείται ότι αυτά τα δώδεκα χρόνια έχει πετύχει απίστευτα πράγματα. Ηρθε από το πουθενά, μπήκε στο Μαξίμου και έγινε ηγέτης αυτού που ονομάζουμε προοδευτική παράταξη – συγγνώμη, Φώφη. Για τον ΣΥΡΙΖΑ είναι, περίπου, ό,τι και ο Μωυσής για τους Εβραίους. Τους οδήγησε στη Γη της Επαγγελίας και τους τάισε μάννα εκ Δημοσίου. Κατά συνέπεια, όλα όσα ακούγονται περί αμφισβήτησής του είναι τουλάχιστον αστεία. Δεν έχουν άλλον. Το πρόβλημα είναι ότι και ο Τσίπρας δεν έχει πλέον τι να πει. Δεν έχει να πει τίποτα. Απλώς θα περιμένει τη φθορά του Μητσοτάκη. Αλλά όταν αυτή επέλθει, ακόμα και αν η πλάτη του αντέξει κι άλλη εκλογική ήττα, θα έχει γκριζάρει πια. Θα είναι το παλιό, όπως εκείνο που ξόρκιζε στην πολιτική του νιότη.