Το 1975, ένα Σάββατο πρωί, στο Βερολίνο, έκανα αναστροφή σε ένα σημείο του δρόμου που απαγορευόταν. Μετά από μερικά μέτρα μπήκε μπροστά και με σταμάτησε ένα περιπολικό. Κατέβηκε ένας αστυφύλακας στα μέτρα που φαντάζεστε τους γερμανούς αστυφύλακες, άρχισε τα papieren και του έδωσα άδεια, δίπλωμα και ασφάλεια.
Τα κοίταξε και με ρώτησε «γιατί κάνατε την παράβαση;». «Επειδή δεν είχα δει ότι υπήρχε κοντά περιπολικό» του απάντησα. Ο πάγος είχε σπάσει. «Είστε από Ελλάδα;». «Ναι. Πιρέους». «Το περασμένο καλοκαίρι είχαμε περάσει με την οικογένειά μου τις διακοπές μας στην Ιο. Υπέροχοι άνθρωποι». Ανταπέδωσα το κομπλιμάν με ένα χαμόγελο υπέροχου ανθρώπου. «Τα χαρτιά σας και μην το επαναλάβετε». «Ντάνκε», εγώ. «Παγακαλώ», αυτός, περήφανος που μιλάει και ελληνικά.
Σαράντα επτά χρόνια και 1.500 παραβάσεις αργότερα, η ιστορία μού ήρθε στο μυαλό λόγω της κυρίας που σήκωσε τα τρόφιμα από τα Lidl το περασμένο Σάββατο. Μου ήλθε στο μυαλό για πολύ συγκεκριμένους λόγους. Πρώτον, από τη Γερμανία μέχρι την Ελλάδα, η χαμηλή εγκληματικότητα αντιμετωπίζεται «με το μάτι». Καμία κοινωνία δεν θα αντεχόταν αν τους νόμους, αντί για οικογενειάρχες που είχαν πάει τον προηγούμενο χρόνο στην Ιο, τους εφάρμοζαν ρομπότ. Είναι εξαίρεση του κανόνα ότι στη διαλλακτική –δόξα τω Θεώ– ελληνική κοινωνία ο σεκιουριτάς, που κατά κανόνα στέκεται στην πόρτα και θα έλεγε «άσ’ το αυτό κάτω και μη σε δω να ξανασηκώνεις πράγματα» και το θέμα θα είχε λήξει, αποφάσισε να κυνηγήσει το θέμα και μετά βρέθηκε μάνατζερ που το προχώρησε. Το σπάνιο του θέματος αποδεικνύεται από την έκταση που πήρε η υπόθεση.
Επίσης δεν θα βρούμε τη δικαιοσύνη δημιουργώντας συνεχώς νόμους και κανονισμούς. Να ξεκινήσουμε δηλαδή από τους βιβλικούς βασιλιάδες που όταν δεν ήξεραν ποια από τις δύο μάνες που διεκδικούσαν το παιδί είχε δίκιο, λέγανε να το κόψουν στη μέση και να νομίζουμε ότι το πρόβλημα θα λυθεί κάνοντας τον νόμο όλο και πιο περίπλοκο. Υπάρχουν περιπτώσεις που η δικαιοσύνη δεν αποδίδεται αν ο νόμος ορίζει ότι η κυρία που στο Ιλιον είχε απλά οικονομικά προβλήματα ή αβάσταχτα οικονομικά προβλήματα και αν είχε κλείσει τα 65 ή πατούσε τα 70. Ούτε μπορεί να δημιουργηθεί φόρμουλα που θα λέει «ένας άπορος που έχει κλείσει τα 60 έχει δικαίωμα να κλέβει τρόφιμα και είδη υγιεινής μέχρι 20 ευρώ την εβδομάδα». Ούτε βέβαια ότι θα έπρεπε να σταλεί σε δομές φιλοξενίας –αυτό θυμίζει τον Εμπενίζερ Σκρουτζ που όταν του ζητάνε λεφτά για τους απόρους, τα Χριστούγεννα, απαντά «υπάρχουν τρόφιμα και άσυλα για τους φτωχούς». Δεν υπάρχουν, δεν μπορούν να υπάρχουν, σε όλα κανόνες. Κάποια προβλήματα λύνονται «με το μάτι».
Ωραία τα dura lex μαζί με τα sed lex και ελκυστικά για κοινωνίες που ταλαιπωρούνται από εγκληματικότητα, αλλά μην κάνουμε την ταλαίπωρη και Γιάννη Αγιάννη. Ευτυχώς οι αστυφύλακες δεν ήταν Ιαβέρηδες. Στους δρόμους ζουν και τα «μια παρεξήγηση ήταν κύριοι», «χαμηλώστε το λιγάκι γιατί ενοχλείτε», «αυτή τη φορά σε αφήνουμε να φύγεις, αλλά μην το ξανακάνεις», ξέρουν πότε να τα πουν. Αυτές οι φράσεις έχουν βοηθήσει την ελληνική κοινωνία να τσουλήσει κάτω από δύσκολες συνθήκες. Περισσότερο από κάθε αρχή του ρωμαϊκού δικαίου.