Από τη Μεγάλη Παρασκευή το μεσημέρι περνάω δίπλα από τον υπολογιστή και χαιρετιόμαστε. Είναι Κυριακή του Πάσχα και δεν τον έχω ανοίξει. Δείχνει θλιμμένος και θυμωμένος ταυτόχρονα. «Υποσχέθηκες ότι θα γράψεις», μου μουρμουράει επικριτικά.
Αλήθεια λέει. Υποσχέθηκα ότι θα γράψω. Και για τη δουλειά, αλλά τα δικά μου κυρίως. Δεν υπάρχει άνθρωπος που γράφει επαγγελματικά και δεν γράφει παράλληλα και τα «δικά του», απλώς τα «δικά μας» μένουν πάντα στις καλένδες, περιμένοντας –καλή ώρα– κάποια αργία για να κάτσεις να τελειώσεις εκείνο το διήγημα, να συμπληρώσεις εκείνο το δοκίμιο, ή να γράψεις το δεύτερο κεφάλαιο εκείνου του μυθιστορήματος που ξεκίνησες ένα μελαγχολικό βράδυ του 1998.
Προσπερνώ τον υπολογιστή με κρύα καρδιά. Στην επόμενη γωνία με περιμένουν οι κούτες, «υποσχέθηκες ότι θα μας τακτοποιήσεις» μου μουρμουράνε. Κι αυτές αλήθεια λένε.
Αλήθεια λέει και το παρτέρι της βεράντας που περιμένει να το κάνω ανθόκηπο, τα ρούχα στο δωμάτιό μου που περιμένουν να γίνουν όμορφα διπλωμένες στίβες στις ντουλάπες, η κουζίνα που περιμένει να μπω να μαγειρέψω σπιτική σάλτσα «για να ‘χουμε», αλήθεια λένε όλοι αυτοί και πολλά –υπερβολικά πολλά– πράγματα ακόμη.
Οι ενοχές, σαν φωτοστέφανο πάνω από το κεφάλι μου, με ακολουθούν στην ξαπλώστρα στη βεράντα. Τις ψεκάζω με μια γερή δόση «άσε μας πουλάκι μου», τινάζω τις τρίχες από τη γάτα της διπλανής, βάζω το βιβλίο πάνω στο τραπέζι και ξαπλώνω. Το βιβλίο είναι λογικά πάρα πολύ ενδιαφέρον, όταν ξεπεράσω τη δεύτερη σελίδα θα σας πω. Είναι το πιο τυχερό της τεράστιας στίβας δίπλα στο κρεβάτι μου, διότι είναι το πάνω-πάνω και κόβει κάθε μέρα βόλτες: Βεράντα, κρεβάτι, καναπές. Ενίοτε το παίρνω μαζί μου και στο κοντινό μπαράκι τα απογεύματα, το ακουμπάω δίπλα στη μπύρα και χαζεύουμε μαζί τους περαστικούς. Είναι ένα πολυταξιδεμένο και σοφό βιβλίο. Έχουν δει πολλά τα μάτια του…
«Δεν πήγες πουθενά;», θα με ρωτήσουν με έκπληξη οι φίλοι μου επιστρέφοντας από χωριά, Κέρκυρες, εξοχές, Λονδίνα και κάθε είδους πασχαλινή εκστρατεία.
Πώς δεν πήγα; Πήγα στο μέρος το λιγότερο ταξιδεμένο. Στην ηρεμία μου και στις σκέψεις μου. Με την καλύτερη παρέα: τον εαυτό μου.
Εκλεισα τα σόσιαλ, περιόρισα τις συνομιλίες (γραπτές ή φωνητικές) στις απολύτως επιθυμητές, αγνόησα όλα αυτά που «άστο, θα έχω χρόνο να το κάνω στις γιορτές», δεν έπηξα σε καμία ουρά –οδική, αεροπορική, ακτοπλοϊκή ή καταναλωτική–, δεν ήπια ούζα στη λιακάδα, δεν έσκασα στο φαΐ με τα αρνιά και τα κοκορέτσια που τα σιχαίνομαι, δεν πήγα στην Ανάσταση που από πάντα μου προκαλούσε άγχος, δεν έκανα απολύτως τίποτε.
Δεν θα έχω να πω εντυπωσιακές ιστορίες την επόμενη εβδομάδα, ούτε ν’ ανεβάσω 786 stories στα σόσιαλ.
Βασικά δεν θα έχω να σας πω απολύτως τίποτε απ’ αυτά που θα έχουν να σας πουν όλοι οι άλλοι: Δεν θα γκρινιάζω για την πολυκοσμία, την ακρίβεια, την ταλαιπωρία, τις κροτίδες, την κούραση, τα παιδιά που έσκουζαν, το αρνί που σηκώθηκες αξημέρωτα να το γυρίζεις, το Λονδίνο που έχει γίνει απλησίαστο, τα τραπέζια με τους βαρετούς συγγενείς, τα μουσεία που έπρεπε να περιμένεις οκτώ ώρες για να μπεις, τα διόδια που θες ένα νεφρό για να πας στη Θεσσαλονίκη, τον καιρό που χάλασε και μας τη χάλασε, τί-πο-τε.
Θα έχω να σας πω, άμα θέλετε, για κάτι πολύ ξεχασμένο: την ησυχία.
Εκείνην την απόλυτη ησυχία, το κενό. Μια ησυχία τόσο εκκωφαντική, που μέσα της μπορείς να ακούσεις την εσωτερική σου φωνή. Όχι τη φωνή των ψυχαναγκασμών, την άλλη· την καταπιεσμένη και πνιγμένη κάτω από τον καθημερινό θόρυβο και τις φωνές των άλλων και τον τεράστιο όγκο πληροφοριών που σε βομβαρδίζουν από παντού.
Φωνές και πληροφορίες που δεν επεξεργαζόμαστε ποτέ πια, δεν προλαβαίνουμε, χάσαμε και την ικανότητα. Έχουμε μπερδευτεί και νομίζουμε ότι η ίδια η πληροφορία είναι η γνώση. Είμαστε σαν κομπιουτεράκια τσέπης που δεν αναβαθμίζονται ποτέ, γεμάτα με τρισεκατομμύρια τεραμπάιτ δεδομένων. Γι αυτό μας καταπίνει αμάσητους η Τεχνητή Νοημοσύνη, γελώντας στα μούτρα μας με το πόσο χάσαμε την κριτική μας σκέψη.
Οι κάθε είδους μύστες πάντα πήγαιναν στην έρημο και κάθονταν ολομόναχοι όταν ήθελαν να πλησιάσουν τη σοφία. Εμείς δεν έχουμε ερήμους πια και δεν ξέρουμε καν τι σημαίνει σοφία, νομίζουμε ότι τα ξέρουμε όλα επειδή μας τα είπε η Wikipedia, το Instagram, ή το τελευταίο μπεστ σέλερ του τάδε, μασημένη τροφή.
Η μόνη έρημος είναι αυτή που μπορείς να φτιάξεις στο μυαλό σου, κλείνοντας απ’ έξω τους κάθε λογής «θορύβους». Θα εκπλαγείς μ’ αυτά που θα συμβούν αν το κάνεις.
Προσωπικά κάνω πάρα πολύ ενδιαφέρουσες κουβέντες με τη φωνή αυτή, έχει απαντήσεις σε πολύ δύσκολα και κομβικά ερωτήματα αν την ακούσεις, αν της δώσεις το χώρο και το χρόνο να ακουστεί, αν βρεις κι εσύ χρόνο και χώρο να συνδιαλλαγείς μαζί της. Δεν είναι εύκολες κουβέντες, αλίμονο. Πότε ήταν εύκολο να έρθεις αντιμέτωπος με τον μόνο που σε ξέρει πραγματικά, τον εαυτό σου;
Σας αφήνω τώρα, είπα στο βιβλίο μου ότι θα το πάω βόλτα να χαζέψουμε τα λουλουδάκια και ν’ ακούσουμε τα πουλάκια και ν’ αφουγκραστούμε την ησυχία και να κάτσουμε ίσως σε κάποιο παγκάκι να κοιτάμε το άπειρο, περαστικούς δεν έχει, φύγατε όλοι.
Και περιμένει και η γάτα της διπλανής ν’ αράξει στην ξαπλώστρα…