|
Απόψεις

Do you like, Fraulein, the Greece?

Οσο ο Γερμανός χλαπακιάζει χαρούμενος τις καρτόφελ του, ο Ελληνας παραδίπλα, κάθιδρος, μετράει πόσες τηγανητές πατάτες θα φάει το μούλικο, μετανιώνει που έχει παραγγείλει τον μισό κατάλογο και σκέφτεται τα δάνεια που θα πάρει τον χειμώνα για να ξεχρεώσει. Σύντομος οδηγός επιβίωσης σε μια τουριστική χώρα
Μαρία Δεδούση

Εδώ και αρκετά χρόνια περνάω τα καλοκαίρια μου στη νότια Μεσσηνία, έναν επίγειο παράδεισο που τον χειμώνα κατοικείται, προφανώς, από Μεσσήνιους και τους θερινούς μήνες μετατρέπεται σε επίνειο του Μπάντεν-Μπάντεν. Εξ αυτού του λόγου θεωρώ τον εαυτό μου πάρα πολύ κατάλληλο για να σας μιλήσω για τους –κυρίως– γερμανούς τουρίστες. Για τους Μεσσήνιους εξίσου, αλλά δεν είναι της παρούσης.

Εχει πάρα πολύ μεγάλο ενδιαφέρον όταν παρακολουθείς δύο τόσο ετερόκλητες φυλές να συνυπάρχουν, ακόμη μεγαλύτερο δε όταν εσύ ανήκεις σε μια τρίτη, εκείνη του παραθεριστή «Αθηνέζου», ένα είδος προς εξαφάνιση στο ζωικό βασίλειο των καλοκαιρινών διακοπών.

Οι Αθηναίοι κάνουν πλέον μόνο guest εμφανίσεις για κάτι –τραβηγμένα από τα μαλλιά– τριήμερα, άντε μια εβδομάδα το πολύ, εκεί στα μέσα του Αυγούστου, φέρνοντας μαζί τους από την πόλη τριακόσιες τζαμποσακούλες γεμάτες άχρηστα πλαστικά πράγματα και άλλες τριακόσιες γεμάτες με το άγχος της καθημερινότητάς τους, πολλαπλασιασμένο εκθετικά από το γεγονός ότι για να πάνε μια εβδομάδα διακοπές έχουν δώσει μισό νεφρό έκαστος.

Κάπου διάβασα ότι «υπάρχουν στην Ελλάδα διακοπές για όλα τα βαλάντια» και γέλασα πολύ. Ναι, ίσως για όλα τα γερμανικά βαλάντια. Τα αυτοκίνητά των ελλήνων διακοπιστών στενάζουν από το βάρος των αντικειμένων που λογικά θα επαρκούσαν για να περάσεις πέντε καλοκαίρια κάπου, στην παραλία στήνουν ολόκληρη πολιτεία με ομπρέλες, καθίσματα, τραπέζια και φουσκωτά παιχνίδια με τα οποία δεν παίζει ποτέ κανείς.

Oλα αυτά κατεβαίνουν μέσα στο λιοπύρι το πρωί, στήνονται ύστερα από ατελείωτη συζήτηση για το πού πρέπει να καρφωθεί η ομπρέλα, μαζεύονται μέσα σε χειρότερο λιοπύρι το μεσημέρι, ανεβαίνουν στο room, ξανακατεβαίνουν το απόγευμα και στήνονται εκ νέου, έως ότου μαζευτούν πριν από τη βραδινή ταβέρνα. Τα παιδιά φωνάζουν, της πεθεράς καίγονται οι πατούσες της, την ομπρέλα την παίρνει ο αέρας, τα φουσκωτά επίσης, η άμμος καίει και δεν μπορείς να παίξεις ρακέτες… Τους βλέπεις και τους λυπάσαι, αυτός θέλει έναν μήνα για να ξεκουραστεί μετά από μια εβδομάδα διακοπών.

Και δίπλα ο Γερμανός. Λιτός, δωρικός, οργανωμένος και αθόρυβος, σχεδόν stealth. Πιθανώς βοηθάει και το γεγονός ότι αυτός δεν ήρθε για μια εβδομάδα, αλλά κατ’ ελάχιστον για έναν μήνα, και δεν μένει στο room, αλλά είτε στο τροχόσπιτό του, το οποίο κοστίζει όσο ένα τριώροφο στα βόρεια προάστια, είτε στο δικό του σπίτι, που αγόρασε με το εφάπαξ του δασκάλου μέσης εκπαίδευσης στην Ανω Σαξονία.

Οι λόφοι πάνω από τη Μεθώνη, την Κορώνη και τα ενδιάμεσα χωριά είναι τίγκα στα σπίτια που ανήκουν σε Γερμανούς. Αν ψήφιζαν, στάνταρ θα έβγαζαν δήμαρχο, ενώ τα μεσιτικά της περιοχής έχουν αγγελίες μόνο στα γερμανικά.

Του Γερμανού δεν του παίρνει ΠΟΤΕ ο αέρας την ομπρέλα, την έχει στερεώσει σαν προκεχωρημένο φυλάκιο της Βέρμαχτ, ο ίδιος κατεβαίνει στην παραλία με ένα μικρό τσαντάκι κι ένα βιβλίο και η σύζυγός του φοράει επί τρεις μήνες το ίδιο μαγιό, άντε να έχει κι ένα δεύτερο στο ίδιο χρώμα.

Δεν καταλαβαίνεις ποτέ πόσο εύπορος είναι, παρά μόνο όταν βλέπεις τα δικά του «παιχνίδια» παραλίας, τα οποία είναι –σε αρκετές περιπτώσεις– ένα ταχύπλοο που παίρνει κάθε πρωί για να πάει στα νησιά απέναντι ή τα τελευταίας κοπής σερφ και SUP (ένα για κάθε μέλος της οικογένειας), τα οποία κάθε δύο  χρόνια «παλιώνουν» και τα αφήνει διακριτικά δίπλα στα σκουπίδια για να πάει να τα μαζέψει κανένας Ελληνας να την κάνει λαχείο.

Ο Γερμανός τρώει κάθε μέρα στην ίδια ταβέρνα. Νωρίς το βράδυ, κατά τις 8. Και ξέρει πάρα πολύ καλά σε ποια ταβέρνα να πάει, δεν τον κοροϊδεύεις με τί-πο-τα. Εχει φροντίσει να μάθει, έχει δοκιμάσει και έχει καταλήξει. Δεν τον ενδιαφέρει αν είναι ακριβά ή αν πρέπει να οδηγήσει χιλιόμετρα, αρκεί αυτό που πληρώνει να ανταποκρίνεται σε αυτό που τρώει. Οι εστιάτορες, που το έχουν καταλάβει αυτό, κάνουν χρυσές δουλειές. Γενικά, όσοι το έχουν καταλάβει αυτό κάνουν χρυσές δουλειές. Και όσοι φρόντισαν να μάθουν έστω και λίγα γερμανικά.

Του Γερμανού τού αρέσει να του μιλάς γερμανικά, σχεδόν το απαιτεί με τον τρόπο του, μιλώντας ο ίδιος γερμανικά σε όλους. Ή, μετά το τρίτο μεσημεριανό ούζο, κάτι που μοιάζει με ελληνικά… Οσα ούζα και να πιει, όμως, τον λογαριασμό τον ελέγχει πάντα εξονυχιστικά, είναι σαν να ξενερώνει αυτόματα με το που έρχεται. Και θα κάνει θέμα ακόμη κι αν τον έχουν υπερχρεώσει ένα σεντ. Αν, πάλι, έχει πάρει κάτι που δεν έχει χρεωθεί, εκ παραδρομής, θα το πει ο ίδιος.

Αφήνουν πάντα φιλοδώρημα. Εάν έμειναν ικανοποιημένοι, το αφήνουν με χαμόγελο, αν όχι με ξινίλα, το αφήνουν πάντως. Οπως κατέδειξε εξάλλου και πρόσφατη έρευνα του YouGov που δημοσίευσε ο Guardian, οι Γερμανοί είναι ο πιο συνεπής λαός στον κόσμο στο θέμα φιλοδώρημα, με το 72% να απαντά ότι πάντα «κάτι θα αφήσει» στα εστιατόρια, στα ταξί ή άλλες υπηρεσίες, αν και οι περισσότεροι λένε
ότι το κάνουν «μηχανικά και όχι σε σχέση με την ποιότητα των υπηρεσιών». Η ξινίλα που λέγαμε…

Η αλήθεια είναι, πάντως, ότι την επαρσούλα του την έχει. Είναι αυτό το απροσδιόριστο και διαρκές «εμείς οι πλούσιοι – εσείς οι φτωχοί», που του βγαίνει φυσικά και αβίαστα· είναι εντοιχισμένο, δεν το κάνει επίτηδες. Με τον ίδιο φυσικό τρόπο διεκδικεί (και παίρνει) τον όποιο χώρο θεωρεί ότι του αναλογεί, στην παραλία, στο κάμπινγκ, στην ταβέρνα, οπουδήποτε, κάτι το οποίο η ανθρωπότητα έχει πληρώσει πολύ ακριβά στο παρελθόν, αλλά νερό κι αλάτι, τώρα «show me the money».

Οσο ο Γερμανός χλαπακιάζει χαρούμενος τις καρτόφελ του, ο Ελληνας παραδίπλα, κάθιδρος, μετράει πόσες τηγανητές πατάτες θα φάει το μούλικο, μετανιώνει που έχει παραγγείλει τον μισό κατάλογο και σκέφτεται τα δάνεια που θα πάρει τον χειμώνα για να ξεχρεώσει. Εμείς πουρμπουάρ δεν αφήνουμε πια, κι αν αφήσουμε, είναι ελάχιστο. Εχεις ξεπατώσει τον σερβιτόρο, έχεις φάει και τον μάγειρα, αλλά στη σούμα γίνεσαι ξαφνικά τσίπης. Οχι, δεν γίνεσαι τσίπης, φοβισμένος είσαι, επειδή ξοδεύεις λεφτά που δεν σου περισσεύουν ή δεν έχεις καν. Από μένα, κατανόηση.

Στα καλά νέα, να σας πω ότι είναι μύθος αυτά περί των κακομαθημένων Ελληνόπουλων και των «ήσυχων» παιδιών των Ευρωπαίων. Δεν υπάρχουν ήσυχα παιδιά, ιδιαίτερα στις διακοπές, deal with it. Η διαφορά δεν είναι στα παιδιά, αλλά στους γονείς: ο Γερμανός, ο Ολλανδός, ο Νορβηγός, όλοι αυτοί, το ξαμολάει κι όποιον πάρει ο χάρος. Ο Ελληνας τού σκούζει, εκείνο σκούζει επίσης, σκούζουν όλοι μαζί, γενικά είμαστε θορυβώδης λαός, ίσως ο πιο θορυβώδης όλων, με την εξαίρεση ενός.

Μικρή δραματουργική παύση και στη σκηνή μπαίνουν οι Ιταλοί. Ελάχιστοι πλέον, αλλά σαν τη Ζωή Κωνσταντοπούλου: καθένας κάνει για 100. Αυτός ο λαός, σκέφτομαι, δεν καταλαβαίνει τίποτε. Η ζωή και η ιστορία περνούν από πάνω του σαν εσάρπα του Αρμάνι: Με μια αξιοζήλευτης αισθητικής και κενή ουσίας ελαφρότητα. Οι Ιταλοί δεν σκούζουν. Και που μιλάνε, αρκεί. Και που υπάρχουν, αρκεί. Κάνουν θόρυβο με την ίδια την παρουσία τους.

Είναι η πιο ζηλευτή εκδοχή μας: Αεράτοι, επιλήσμονες σε όσα συμβαίνουν γύρω τους, το επίκεντρο του κόσμου οι ίδιοι, πάντα και πάρα πολύ μαυρισμένοι και απύθμενα αμόρφωτοι – δεν έχω γνωρίσει ποτέ κανέναν Ιταλό που να μιλάει άλλη γλώσσα πλην της δικής του. Οι Ιταλοί χρωματίζουν τις μέρες και τις νύχτες μας, τις οποίες οι Γερμανοί πασχίζουν να βάψουν ασπρόμαυρες· καθένας όπως βλέπει τον κόσμο και κυρίως όπως έμαθε να τον ερμηνεύει.

Για άλλους δεν έχω να σας πω τρέχουσες πληροφορίες. Εχω χρόνια να δω Γάλλο, ας πούμε, πού πάνε οι Γάλλοι άραγε; Στις πάλαι ποτέ αποικίες τους, πιθανότατα, είναι και πάμπολλες. Κάτι πρώην ανατολικοί εμφανίζονται, Τσέχοι και Πολωνοί κυρίως, πάρα-πολύ-άνετοι-οικονομικά όλοι και με τη διάθεση να σ’ το φλεξάρουν αυτό, κάτι που συμβαίνει και στις χώρες τους, θα πάρει δυο-τρεις γενιές να χορτάσει αυτό το τέρας της στέρησης.

Εχουμε και αρκετούς Greek-Americans, όχι, για αυτούς θα κάνω χωριστό κείμενο, τους αξίζει. Κι αξίζει και σε σας. Εμένα, πάντως, ο αγαπημένος μου είναι ο Γκίντερ, ο Αυστριακός, συνταξιούχος ηχολήπτης της Οπερας της Βιέννης· έρχεται εδώ και χρόνια, αρχές Μαρτίου, και στήνει τροχόσπιτο στο καλύτερο σημείο της παραλίας, «έχω το ωραιότερο οικόπεδο του Σύμπαντος» μου είπε μια φορά, το έχει όντως.

Κοιτάει νότια, πέρα ως τη Λιβύη δεν κόβει τίποτε το μάτι, και δεξιά, στα δυτικά, τέσσερα χιλιόμετρα παραλία, κάθεται τα απογεύματα κι αγναντεύει, τον Αύγουστο κρύβεται, τον ενοχλεί το πλήθος, όλοι οι «παραδοσιακοί» χάνονται τον Αύγουστο, άνθρωποι που μεγάλωσαν εδώ τα παιδιά τους και εκείνα μεγαλώνουν τώρα τα δικά τους παιδιά, υπάρχουν οι τουρίστες, υπάρχουν οι επισκέπτες και υπάρχουν και οι άνθρωποι που κάνανε (κάναμε) τον τόπο μας (σας), τόπο τους. Τους τελευταίους να τους (μας) φυλάτε σαν τα μάτια σας.