Οταν οι φωτιές δεν σβήνουν, παρότι αναλογικά με τον πληθυσμό της η χώρα διαθέτει επαρκή πυροσβεστικά μέσα και στελέχη που δίνουν ακόμη και τη ζωή τους στο καθήκον, είναι προφανές ότι η σκέψη από πλευράς των κρατούντων πρέπει να πάψει να είναι γραμμική.
Το 2023 δεν επιβεβαιώνει απλώς τα διδάγματα του 2021 για τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής και της κλιματικής κρίσης. Απέδειξε ήδη, χωρίς να έχουμε φτάσει ακόμη στον Αύγουστο, πως ούτε η ίδρυση ξεχωριστού υπουργείου Κλιματικής Κρίσης, ούτε η ενίσχυση του πυροσβεστικού στόλου αρκούν για να αντιμετωπιστεί η τεράστια πρόκληση που αντιμετωπίζει η Ελλάδα. Πρόκληση περιβαλλοντική, κοινωνική και οικονομική, εν τέλει πρόκληση βιωσιμότητας για την ίδια τη χώρα και τους κατοίκους της.
Συνήθως οι κυβερνήσεις, όταν ένα μεγάλο πρόβλημα έρχεται με οδυνηρό τρόπο στο προσκήνιο, ανακοινώνουν θορυβωδώς την εκπόνηση «Εθνικού Σχεδίου». Κάποια στιγμή αυτό το σχέδιο γράφεται και στο χαρτί αλλά μένει στο συρτάρι.
Γιατί έχει επαναληφθεί τόσες φορές το ίδιο σενάριο; Με βάση την εμπειρία, συχνά ευθύνονται γι’ αυτό οι μικροπολιτικές διαμάχες και η απώθηση κάθε έννοιας μεσο-μακροπρόθεσμου σχεδιασμού. Ο καιρός περνάει, νέα θέματα επικρατούν στην επικαιρότητα και η εκάστοτε κυβέρνηση στρέφει αλλού την προσοχή της. Ενώ η κοινή γνώμη σταματά να πιέζει για όσα δεν είναι της στιγμής ή της εποχής. Παραπονείται κανείς για τη δασική πολιτική και την πυροπροστασία τον Ιανουάριο;
Ετσι, οι λύσεις που προτείνονται και εφαρμόζονται είναι συνήθως εμβαλωματικές, ακολουθούν τον ρυθμό της επικαιρότητας, την πίεση της συγκυρίας και τις αναγκαιότητες του εκλογικού κύκλου. Μόλις ένα ζήτημα φύγει από τα πρωτοσέλιδα, ακόμη κι αν έχει εκπονηθεί «Εθνικό Σχέδιο» ουδείς παρακολουθεί την υλοποίησή του. Ουδείς το θυμάται. Η επικαιρότητα είναι αλλού.
Μόνο όταν η πληγή είναι βαθιά, όταν αιμορραγεί διαρκώς και δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με μπαλώματα, η πολιτική τάξη της χώρας αναγκάζεται -κάποια στιγμή- να εφαρμόσει ένα σχέδιο. Για παράδειγμα, μετά το σοκ της χρεοκοπίας και των μνημονίων η Ελλάδα εκπόνησε εν τέλει ένα δικό της σχέδιο οικονομικής ανάκαμψης το οποίο χρηματοδοτήθηκε από την ΕΕ. Πλέον, σύμφωνα με τα διεθνή Μέσα Ενημέρωσης, η χώρα βρίσκεται κοντά στην ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας. Ωστόσο η πορεία από την άρνηση στη συνειδητοποίηση διήρκεσε πάνω από δέκα χρόνια, με πολλές παλινωδίες και κλυδωνισμούς. Ενώ για το σχέδιο εξόδου από τη στενωπό εργάστηκαν τα καλύτερα μυαλά της χώρας, συχνά βαλλόμενα από τις δυνάμεις της αδράνειας και του λαϊκισμού.
Παρά το δράμα της Εύβοιας το 2021, της Ρόδου το 2023 και την απλή παρατήρηση ότι γύρω μας φλέγονται πολλές ακόμη χώρες, παραμένουμε ακόμη στο στάδιο του σοκ και της άρνησης. Ισως γιατί από τις μεγα-πυρκαγιές του 2021 έχουν περάσει μόλις δύο έτη. Ολοι θυμούνται ότι για να υπάρξει εθνικό σχέδιο για την οικονομία απαιτήθηκαν δέκα χρόνια μετά το πρώτο μνημόνιο.
Το ζήτημα των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής είναι τόσο σοβαρό και επείγον ώστε αποτελεί καθήκον της κυβέρνησης να αναθέσει στα καλύτερα μυαλά της χώρας -στην Ελλάδα και στο εξωτερικό- την εκπόνηση ενός σχεδίου σωτηρίας: του φυσικού περιβάλλοντος, της ποιότητας ζωής, της οικονομίας-τουρισμού αλλά και της περιουσίας των Ελλήνων.
Κρατώντας και διαφυλάσσοντας το κεκτημένο του 112 και των εκκενώσεων (που χλευάζονται αλλά σώζουν ζωές), χρειάζεται να δούμε κατάματα ότι η απειλή για τον πλανήτη ολόκληρο αφορά και την Ελλάδα. Δεν αφορά δηλαδή μόνο τους άλλους, όπως πιστεύαμε το 2008 με τη διεθνή οικονομική κρίση, παρασυρμένοι από την ασύγγνωστη ανευθυνότητα της τότε κυβέρνησης της ΝΔ.
Καλό θα ήταν για αυτή την προσπάθεια, που πρέπει να γίνει από τους καλύτερους, με σφιχτά χρονοδιαγράμματα και να ενταχθεί στον σχεδιασμό του Ταμείου Ανάκαμψης, να υπάρξει και ένα μίνιμουμ συναίνεσης από τα άλλα κόμματα. Αλλά ακόμη και να μην υπάρξει, η κυβέρνηση είναι υποχρεωμένη να προχωρήσει. Γιατί παρά τα βήματα που έγιναν, έχει ήδη χάσει χρόνο.
Μόνο αν το ζήτημα φύγει από τις αποσπασματικές προσεγγίσεις και αναχθεί σε πρώτη προτεραιότητα θα μπορούσε να μεταβληθεί και η κουλτούρα με την οποία αντιμετωπίζουμε τα ζητήματα περιβάλλοντος. Ο άλλος δρόμος είναι η ερήμωση, περιβαλλοντική και οικονομική. Το καλοκαίρι του 2023 μας δείχνει ότι αυτό το σενάριο δεν βρίσκεται όσο μακριά θα θέλαμε να πιστεύουμε: αρκεί να πάρει κανείς ως παράδειγμα τις περιβαλλοντικές και τις πιθανές (σχεδόν βέβαιες) οικονομικές επιπτώσεις στη Ρόδο που ζει σε μεγάλο βαθμό από τον καλοκαιρινό τουρισμό.
Η εκπόνηση ενός πολυετούς σχεδίου σωτηρίας, το οποίο θα αρχίζει να εφαρμόζεται το συντομότερο δυνατόν, είναι η μόνη πιθανότητα οι πολίτες που επενδύουν εδώ και χρόνια (με τη στάση και την ψήφο τους) στην προσδοκία της κανονικότητας να μην αισθανθούν κάποια στιγμή ότι ελπίζουν μάταια.