Η κυβέρνηση εγκαλεί τον ΣΥΡΙΖΑ επειδή επενδύει πολιτικά στους νεκρούς της πανδημίας. Όσο υποκριτική είναι η στάση της αντιπολίτευσης, άλλο τόσο είναι και της κυβέρνησης: όλοι το ίδιο θα έκαναν. Και η Νέα Δημοκρατία, αν ήταν στη θέση του ΣΥΡΙΖΑ, μπορεί, τρόπος του λέγειν, να έστελνε αντιπροσωπεία στις κηδείες. Όταν έχεις πάνω από 5.000 νεκρούς δεν τους αγνοείς πολιτικά, αυτός είναι κανόνας.
Από την άλλη, όπως φαίνεται και στις δημοσκοπήσεις, ο αριθμός των νεκρών (που μέχρι το καλοκαίρι μπορεί να είναι και διπλάσιος) δεν επηρεάζει τη βούληση του πολιτικού ακροατηρίου ή, τέλος πάντων, δεν μεταφράζεται πολιτικά στο βαθμό που θα περίμενε η αντιπολίτευση. Ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να λέει ότι τα φέρετρα έχουν υπογραφή Μητσοτάκη, όμως οι ψηφοφόροι δεν φαίνεται να συμμερίζονται αυτήν την άποψη.
Αυτό συμβαίνει για δύο λόγους. Ο πρώτος είναι ο προφανής: οι πολίτες βλέπουν τι συμβαίνει ανά τον κόσμο, ρίχνουν καμιά ματιά στους σχετικούς πίνακες και αντιλαμβάνονται ότι δεν βρίσκονται μπροστά σε μία ελληνική ιδιαιτερότητα. Και όσο βλέπουν τι συμβαίνει σε μεγάλες και πιο ισχυρές χώρες, ενδεχομένως να εκτιμούν ότι η Ελλάδα βρίσκεται σε μία ελαφρώς καλύτερη θέση. Το σκηνικό θα ήταν εντελώς διαφορετικό αν βλέπαμε και εδώ εικόνες από ανθρώπους που πέθαναν επειδή δεν βρήκαν κρεβάτι.
Ο δεύτερος λόγος για τη δημοσκοπική αντοχή της κυβέρνησης αφορά την ανεπάρκεια της αντιπολίτευσης και την αδυναμία της να πείσει ότι αν είχε τη διαχείριση στα χέρια της, η εθνική επίδοση στην αντιμετώπιση της πανδημίας θα ήταν καλύτερη. Η καταγγελία δεν αρκεί. Και όταν η εναλλακτική πρόταση συνοψίζεται στις πατέντες των εμβολίων, δεν υπάρχει το γόνιμο έδαφος για να καλλιεργηθούν τάσεις μεταστροφής στην πρόθεση ψήφου. Τώρα αν σε αυτό προστεθεί και η δομική ανεπάρκεια αντιπολιτευτικού λόγου και τακτικής, εύκολα συμπεραίνουμε ότι ο Μητσοτάκης απολαμβάνει την έλλειψη εναλλακτικής λύσης.
Οι νεκροί, λοιπόν, δεν θα ψηφίσουν. Και δεν θα παίξουν ουσιαστικό ρόλο στη διαμόρφωση των πολιτικών συσχετισμών. Εδώ και καιρό έχουμε γίνει κυνικοί, τους βλέπουμε σαν αριθμό ή, τέλος πάντων, το σοκ έχει μετριαστεί από μία σύμβαση παραδοχής. Το παιχνίδι θα γίνει πάνω στα οικονομικά ερείπια της πανδημίας και στο σχέδιο ανάταξης της οικονομίας. Αν θέλει ο ΣΥΡΙΖΑ να ξεκολλήσει από το ποσοστό του, οφείλει να βρει πρόταση. Με καταγγελίες για τεμπελιά, ανεμελιά και αυταρχισμό εις βάρος της νεολαίας, δεν κοιτάζει προς το 30%, αλλά προς το 3%. Και επιτρέπει στην κυβέρνηση να διατηρεί ελαστική σχέση με το λάθος, την έπαρση και την αλαζονεία.