Απόψεις

Ελληνοτουρκικά: Δεν ξέρω τι να παίξω στα παιδιά

Το εσωτερικό πρόβλημα για την κυβέρνηση και τους κεντρικούς παίκτες του πολιτικού συστήματος είναι τα θέματα που θα πέσουν στο τραπέζι σε ένα διάλογο με την Τουρκία που, ας μη γελιόμαστε, θα φτάσουμε εκεί με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Πώς αντιμετωπίζεις, σε αυτήν την περίπτωση, μία κοινή γνώμη που έχει ενσωματώσει στη συνείδησή της το «δεν συζητάμε τίποτα πέρα από τα δύο-τρία γνωστά θέματα»;
Κώστας Γιαννακίδης

Η Ελλάδα ως χώρα βρίσκεται στο κέντρο μίας μοναδικής, παγκοσμίως, αντίφασης. Απειλείται από έναν σύμμαχο εν όπλοις. Και ξοδεύει, αναλογικά, για εξοπλισμούς τα περισσότερα από όσα διαθέτουν τα άλλα μέλη του ΝΑΤΟ, μόνο και μόνο για να προστατευτεί από τον σύμμαχο της. «Το ΝΑΤΟ είναι νεκρό» δεν είπε ο Μακρόν; Αυτά εμείς τα ξέραμε από τότε που ο Κωνσταντίνος Καραμανλής απέσυρε τη χώρα από το στρατιωτικό σκέλος της συμμαχίας.

Αυτός ο παραλογισμός μεγάλωσε δύο γενιές Ελλήνων και έγινε κομμάτι των εθνικών μας παραδοχών. Σήμερα ένα μεγάλο κομμάτι της κοινής γνώμης δεν γνωρίζει ή θα εκπλαγεί αν του υπενθυμίσεις ότι Ελλάδα και Τουρκία είναι δύο σύμμαχες χώρες.

Και επειδή στον κόσμο της κοινής γνώμης τα πάντα είναι απλά, υπάρχουν άλλες δύο παραδοχές που διατρέχουν το θυμικό της. Η μία ορίζει ότι σε όλες τις ελληνοτουρκικές διαφορές έχουμε δίκαιο και είμαστε σταθερά τοποθετημένοι στη σωστή, στη φωτεινή πλευρά της Ιστορίας. Η άλλη παραδοχή συμφωνεί μεν με την αμυντική θωράκιση της χώρας, πλην όμως επισημαίνει, πολύ σωστά, ότι το κόστος είναι δυσβάσταχτο, προκαλεί αφαίμαξη πόρων από την Υγεία και την Παιδεία και εκτρέφει ένα σύστημα διαφθοράς. Τις περισσότερες φορές οι αγορές αμυντικού εξοπλισμού αποδοκιμάζονται από την κοινή γνώμη αν και συνήθως έχουν τη στήριξη των κομμάτων εξουσίας.

Στο ιδεατό πλαίσιο που κατασκευάζει η συλλογική συνείδηση, η Ελλάδα είναι μία χώρα που έχει πάντα δίκαιο και δικαιούται να απολαμβάνει προστασίας από τη διεθνή νομιμότητα, τους συμμάχους και τους εταίρους της. Επίσης πρέπει να διαθέτει χρήματα για να καλύψει τα πάντα: κοινωνικό κράτος και εξοπλισμούς. Καλό, αλλά δεν επιβεβαιώνεται από την πραγματικότητα.

Η χώρα προχωρά σε αγορά αμυντικού υλικού από τη Γαλλία που θα κοστίσει μερικά δισεκατομμύρια ευρώ. Ως κίνηση δείχνει λογική και αυτονόητη για λόγους που όλοι κατανοούν. Το κόστος της αγοράς θα καλυφθεί από εκείνον που πληρώνει πάντα, τον φορολογούμενο. Και ναι, τα χρήματα θα μπορούσαν να διατεθούν σε πιο παραγωγικές δαπάνες. Να φτιάξουν, λέμε τώρα, χιλιάδες θέσεις ΜΕΘ, να χτίσουν δέκα νοσοκομεία, διακόσια νέα σχολεία, πέντε-έξι αυτοκινητοδρόμους. Για τόσα λεφτά μιλάμε. Αυτό δεν εξηγείται ποτέ καθαρά στην κοινή γνώμη. Ο πρωθυπουργός που θα πει ότι η χώρα θα στερηθεί υποδομές επειδή πρέπει να ψωνίσουμε μαχητικά, θα έχει πρόβλημα. Αλλά αυτό είναι το εύκολο κομμάτι της συζήτησης που πρέπει να γίνει με τον λαό. Έτσι όπως είναι το κλίμα αυτές τις μέρες, κάποιοι θα ήταν πρόθυμοι να βάλουν και από την τσέπη τους.

Το δύσκολο θέμα είναι αυτά που πρέπει να πούμε με τους Τούρκους όταν κάποια στιγμή, αργά ή γρήγορα, κάτσουμε στο ίδιο τραπέζι για να συζητήσουμε. Το λαϊκό θυμικό έχει εκπαιδευτεί εδώ και χρόνια με την πεποίθηση που ορίζει ότι έχουμε δίκαιο παντού και πάντα. Δεν αναγνωρίζει την πολυπλοκότητα των θεμάτων και συχνά αρνείται την πραγματικότητα. Η δε προκλητική, ως γραφική, στάση του Ερντογάν ενισχύει την πεποίθηση αυτή. Όμως εδώ που έχουν φτάσει τα πράγματα, με την Τουρκία να βάζει όλο και περισσότερα ζητήματα στο τραπέζι, απορρίπτοντας τη θέση του ηττημένου στη Λωζάνη, είναι κάτι παραπάνω από βέβαιο ότι η Ελλάδα θα κληθεί, θα πιεστεί, ίσως και αναγκαστεί, να συζητήσει θέματα που άπτονται των εθνικών μας ταμπού. Ενδεχομένως δε, σε κάποια από αυτά, η συζήτηση να είναι και ο μοναδικός τρόπος για να επιβεβαιώσει την ισχύ, τη νομιμότητα και το δίκαιο των επιχειρημάτων της.

Και εδώ είναι που κοντοστέκεται κάθε κυβέρνηση. Όχι επειδή «θα παραδώσει μικρότερη χώρα από εκείνη που άφησε ο Βενιζέλος» (αν και ο Βενιζέλος δεν άφησε τα Δωδεκάνησα…) -κάτι τέτοιο δεν βρέθηκε ποτέ στην ατζέντα καμίας κυβέρνησης. Αλλά επειδή θα συζητήσει θέματα που εδώ και μισό αιώνα ακούμε ότι είναι αδιαπραγμάτευτα. Είναι μία κόκκινη γραμμή που κανένας δεν διανοήθηκε και δεν είχε και την εντολή να ξεπεράσει.

Έτσι όπως δείχνουν τα πράγματα αυτή τη στιγμή, υπάρχουν μόνο δύο τρόποι για να αποκλιμακωθεί η ένταση στα ελληνοτουρκικά. Ο ένας είναι να τα μαζέψει η Τουρκία και μετά να κάνουμε κουβέντα. Ο άλλος είναι να πάμε σε διάλογο έπειτα από ένα θερμό επεισόδιο ή κάτι χειρότερο. Και στις δύο περιπτώσεις, ο διάλογος είναι και απαραίτητος και αναπόφευκτος. Αυτό που θα προσδιορίσει σε μεγάλο βαθμό την ατζέντα του είναι ο δρόμος από τον οποίο θα οδηγηθούμε σε αυτόν.

Το εσωτερικό πρόβλημα για την κυβέρνηση και τους κεντρικούς παίκτες του πολιτικού συστήματος είναι τα θέματα που θα πέσουν στο τραπέζι. Πώς αντιμετωπίζεις, σε αυτήν την περίπτωση, μία κοινή γνώμη που έχει ενσωματώσει στη συνείδησή της το «δεν συζητάμε τίποτα πέρα από τα δύο-τρία γνωστά θέματα»; Η προφανής απάντηση είναι οι εκλογές. Αλλά δεν αρκεί. Πρέπει να αποκτήσει και άλλο νόημα η επίκληση για την ενότητα του πολιτικού κόσμου. Διότι ενωμένος πρέπει να εμφανιστεί όχι μόνο ενώπιον της Τουρκίας, αλλά, κυρίως, ενώπιον του λαού.

*O τίτλος από το «Τι έπαιξα στο Λαύριο» του Διονύση Σαββόπουλου