Είναι πολλοί που μας λένε εδώ και αρκετό καιρό: «γιατί ασχολείστε με τον Πολάκη;» ή «εντάξει, γιατί κάνετε τόση φασαρία; Δεν ξέρουμε τι είναι ο Πολάκης;». Είναι ένα βάσιμο ερώτημα, κατά μία έννοια: πόσο μπορεί να ασχοληθεί κανείς με έναν κατά σύστημα χυδαίο πολιτικό; Ή και αλλιώς, πόσες φορές μπορεί να ξεπεράσει ο κ. Πολάκης τον εαυτό του;
Ως προς το τελευταίο, οι…βιαστικές απαντήσεις τιμωρούνται. Για παράδειγμα, κανείς δεν περίμενε ότι ένας άνθρωπος που έχει την πολιτική ευθύνη της Yγείας θα έβγαινε σε ένα κανάλι και θα έλεγε «δεν είναι και καμιά καταστροφή, μην τρελαθούμε τώρα!», για τους δεκάδες νεκρούς από τη γρίπη. Και όμως, το είπε. Ή, επίσης, κανείς δεν φανταζόταν ότι ένας υπουργός που καταδικάστηκε από δικαστήριο ως κοινός συκοφάντης ενός ανθρώπου που δεν είναι πια εν ζωή, θα πήγαινε στο Εφετείο ως αντίδικος μιας χήρας και μάνας ενός μωρού. Και όμως, το έκανε. Και, τέλος, ποιος θα μπορούσε να φανταστεί ότι ένας υπουργός ευρωπαϊκής χώρας (ναι, είναι και απ’ αυτό ο κ. Πολάκης) θα τηλεφωνούσε στον κεντρικό τραπεζίτη της χώρας του, θα τον ηχογραφούσε, θα του έκανε υποδείξεις πώς να κάνει τη δουλειά του και στη συνέχεια θα μοίραζε και τη συνομιλία σε φιλική του ιστοσελίδα; Και όμως, το έκανε και αυτό.
Ολα αυτά, όμως, είναι το δέντρο. Το δάσος είναι ότι η κυβέρνηση που έχουμε είναι στην πραγματικότητα «κυβέρνηση Πολάκη». Διαφοροποιείται, τάχα δήθεν, από το «ύφος» του κ. Πολάκη, αλλά για την ταμπακιέρα των όσων λέει και κάνει, κουβέντα. Ούτε καν ο ίδιος ο Πρωθυπουργός, ο οποίος εσχάτως έχει αρχίσει να παριστάνει τον Κεντροαριστερό, όταν είδε ότι το έργο του Αριστερού δεν κόβει πλέον προεκλογικά εισιτήρια. Όσο και να προσπαθήσει, όμως, η αλήθεια είναι ότι ο πρωθυπουργός είναι διπρόσωπος σαν τον Ιανό: από τη μία ο «καλός» Τσίπρας και από την άλλη Πολάκης, για να μην ξεχνιόμαστε.
Δυστυχώς, η νοοτροπία του «έλα μωρέ», «δεν έγινε και καμιά καταστροφή», «πόσο χειρότερα να γίνουν τα πράγματα;» είναι αυτή που μας οδήγησε στο να συνηθίσουμε τα capital controls, την υπερφορολόγηση, το δυσλειτουργικό Δημόσιο στην υπηρεσία του κομματικού στρατού και όχι του πολίτη, τις παρεμβάσεις στη Δικαιοσύνη, τον ευτελισμό των θεσμών και του Κοινοβουλίου, τη χυδαιότητα, τη συναλλαγή στην ημερήσια διάταξη, αλλά και τις απειλές, τις μηνύσεις και τις αλληλοκατηγορίες για σκάνδαλα και μίζες μεταξύ πρώην συντρόφων.
Η εικόνα της κυβέρνησης παραπέμπει πλέον σε μια οργουελική δυστοπία. Υπουργός ηχογραφεί και «προειδοποιεί» τον κεντρικό τραπεζίτη ότι έχει «τρεις μέρες να κάνει αυτό που λέει, αλλιώς…», ενώ την ίδια ώρα δύο κορυφαίοι πρώην υπουργοί ανταλλάσσουν μηνύσεις και ξεκατινιάζονται, δημοσιοποιώντας απειλητικά sms που έστελναν μεταξύ τους. Και ενώ συμβαίνουν όλα αυτά, ο Πρωθυπουργός που συνήθως δεν σηκώνει μύγα στο σπαθί του, θυμάται το άνοιγμα στην Κεντροαριστερά και εκστομίζει αερολογίες για ένα «προοδευτικό μέτωπο», στο οποίο, προφανώς, εκτός από τα «ανακυκλώσιμα» του ΠΑΣΟΚ χωρούν και ο Κουίκ, η Κουντουρά, ο Κόκκαλης και τα άλλα τα παιδιά.
Οι επόμενες εκλογές θα έχουν εκ των πραγμάτων πολλά διακυβεύματα. Όλο και περισσότεροι πολίτες λένε «Φύγετε!». Για πολλούς θα μοιάζει με λύτρωση το να φύγει αυτή η κυβέρνηση που καταδικάζει τη χώρα στη μετριότητα. Αυτό, όμως, δεν θα συμβεί νομοτελειακά, ούτε θα σημαίνει κάτι από μόνο του. Είναι ακριβώς η νοοτροπία του «έλα μωρέ, θα μπορούσε να είναι και χειρότερα» που πρέπει να ηττηθεί στην κάλπη. Γιατί, η χώρα μπορεί καλύτερα, δεν μπορεί απλώς λιγότερο άσχημα. Και αυτό θα συμβεί μόνο μέσα από την καθαρή πολιτική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ και την ισχυρή εντολή στη ΝΔ.