. | Shutterstock/CreativeProtagon
Απόψεις

Burnout α λα Ελληνικά

Οι «καμένοι» όλου του πλανήτη μπορούν να νιώθουν δικαιωμένοι. Η εργασιακή εξουθένωση αναγνωρίστηκε αισίως από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας. Στην Ελλάδα βέβαια έχουμε τη δική μας εξωτική βερσιόν
Λένα Παπαδημητρίου

Στην Ιαπωνία υπάρχει σήμερα το φαινόμενο «inemuri» («κοιμάμαι, ενώ είμαι παρών»). Σημαίνει ότι κοιμάμαι σε περιβάλλοντα που δεν ενδείκνυνται για ύπνο πχ στην αποβάθρα του μετρό, σε ένα εστιατόριο κ.ο.κ. Το ενδιαφέρον είναι ότι αν σου συμβεί στο γραφείο (αν πχ αποκοιμηθείς στη διάρκεια μιας σύσκεψης) παίρνεις πόντους. Σημαίνει ότι δουλεύεις τόσο πολύ (μπράβο σου!), που έχεις φτάσει στα όρια της εξάντλησης.

Tώρα όμως μπορούν να επιχαίρουν οι «καμένοι» όλου του πλανήτη. To «σύνδρομο εργασιακής εξουθένωσης» αναγνωρίστηκε επίσημα από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (Π.Ο.Υ). Η προσθήκη στη «Διεθνή Κατάταξη των Ασθενειών» ανακοινώθηκε πριν από λίγες μέρες, στην Παγκόσμια Συνέλευση Υγείας, στη Γενεύη. Tο γνωστό και ως «burnout» αναγνωρίστηκε παγκοσμίως ως «φαινόμενο που συνδέεται με την εργασία» (και όχι ως ασθένεια, όπως ειπώθηκε αρχικά). Σημειωτέον ότι οι επιστήμονες του Π.Ο.Υ το περιγράφουν ως «χρόνιο εργασιακό στρες που δεν έχει αντιμετωπιστεί επιτυχώς». Βασικά του συμπτώματα είναι τα εξής: «αίσθημα εξάντλησης και απώλειας ενέργειας», «αυξημένη ψυχική απόσταση από την εργασία ή αίσθημα αρνητισμού ή κυνισμού σε σχέση με την εργασία» και «μειωμένη επαγγελματική αποτελεσματικότητα». Σας θυμίζει κάτι;

Στην Ελλάδα της κρίσης τα πράγματα είναι λιγάκι πιο σύνθετα. Εδώ ακόμα και αν βρίσκεται (κατά τον Π.Ο.Υ.) στα πρόθυρα ενός βαρβάτου burnout, ο εργαζόμενος είναι ο τυχερός. Ο «μη μιλάς εσύ, έχεις δουλειά». Τον βλέπεις στο δρόμο το πρωί με τη χάρτινη σινιέ σακούλα (ή την ισοθερμική τσάντα), που συνήθως περιέχει ένα τάπερ και ένα μήλο. Ξέρει ότι δεν πρέπει να παραπονείται, γιατί έχει πια πολλούς συγγενείς και γνωστούς που έχουν μείνει άνεργοι. Πηγαίνει στη δουλειά και χτυπάει ένα δεκάωρο για να γυρίσει την επόμενη μέρα και να κάνει ακριβώς το ίδιο. Συχνά εργάζεται σε ένα τοξικό περιβάλλον, δίπλα σε ανθρώπους που δεν σέβεται και -φυσικά- δεν τον σέβονται, χωρίς κίνητρα, χωρίς την προοπτική ανέλιξης, χωρίς σύμβαση, χωρίς βεβαιότητα και χωρίς αξιοπρέπεια. Τις πιο πολλές φορές είναι αγχωμένος, ανυπόμονος, οργισμένος, πιο πολύ όμως φοβισμένος ότι αύριο θα είναι η δική του σειρά. Καμιά φορά σχεδόν εύχεται να απολυθεί.

Ο «μη μιλάς εσύ, έχεις δουλειά» μερικές φορές παθαίνει δύσπνοια ή κρίσεις πανικού, πάσχει από κάτι μυοσκελετικό (από το καθισιό ή την ορθοστασία), ουρλιάζει στη μάνα του όταν τον παίρνει που και που τηλέφωνο να ρωτήσει τι κάνει, κάνει ένα διάλειμμα για τσιγάρο ή για φαγητό με το smartphone, δουλεύει υπερωρίες, η προσωπική ζωή είναι για τα τριήμερα και το καλοκαίρι. Και όταν γυρίζει στο σπίτι βαρύς, αποκαμωμένος, αποστραγγισμένος, μεταφέρει εκεί ατόφια την τοξικότητα της ημέρας στον σύντροφό του, στα παιδιά αλλά πρωτίστως στον εαυτό του. H τεχνολογία «σιγοντάρει», τα όρια μεταξύ εργασίας και προσωπικού χώρου έχουν καταργηθεί. Ο «μη μιλάς έχει δουλειά» θα κοιμηθεί (αλλά δεν αποκλείεται να ξυπνήσει δυο-τρεις φορές μέσα στη νύχτα), για να είναι το πρωί ορεξάτος, παραγωγικός και χαρούμενος. (Θυμίζω τι έπαθε φέτος η δημοσιογράφος που δεν έδειχνε χαρούμενη στο γραφείο και τη λίστα λόγων να είναι πασιχαρείς που έλαβαν υπάλληλοι σε σουπερμάρκετ)

Είναι αυτό το, κατά την καθηγήτρια της Ψυχολογίας Φωτεινή Τσαλίκογλου «σύνδρομο της ανεργίας» που δεν πλήττει μόνο τους ανέργους, αλλά και τους εργαζόμενους. Διόλου τυχαίο ότι στην Ελλάδα της κρίσης, στις πλείστες προβληματικές εταιρείες (που δεν πληρώνουν, που είναι στα πρόθυρα της πτώχευσης, που απολύουν χωρίς να αντικαθιστούν κ.ο.κ.), τα περισσότερα φαινόμενα ψυχικών διαταραχών παρατηρούνται σε αυτούς που μένουν. Γιατί αν και είναι εργαζόμενοι δεν έχουν απολύτως κανένα από τα εχέγγυα του εργαζόμενου. Είναι αυτό το καθεστώς αβεβαιότητας και τρόμου (που μαζί με την υπερβολική κόπωση) συνιστά κάτι απολύτως πιο τρομαχτικό από το burnout μεγαλοστελέχους πολυεθνικής. Εδώ μιλάμε για κάτι πολύ παραπάνω από απώλεια ενέργειας και μειωμένη επαγγελματική αποτελεσματικότητα. Μιλάμε για κανονικό φαρμάκωμα, για έναν αργό, τυραννικό θανάτο μέσα από τη δουλειά. Ενα burnout α λα γκρεκ.

Και σαn να μη φτάνει αυτό. Ο εργαζόμενος της κρίσης έχει να κονταροχτυπηθεί με την εικόνα του στα social media. Εξυπακούεται ότι τα ποσταρίσματα από το αμπάρι της γαλέρας δεν μαζεύουν like. Στο Instagram η δουλειά είναι εξίσου ταμπού με τον γάμο. Κανείς δεν θέλει να «κοινοποιεί» μίζερα κυριακάτικα απογεύματα με τρύπιες φόρμες και καβγάδες γιατί «πάλι άφησες τον θερμοσίφωνα αναμμένο όλη τη νύχτα». Το ίδιο συμβαίνει και με την απεικόνιση του εργασιακού μεσαίωνα: απουσιάζει εντελώς. Το μόνο που θα συναντήσεις είναι χαρούμενες selfies με τον καφέ στο χέρι στην ηλιόλουστη Αθήνα (πηγαίνοντας στη δουλειά) και χαριτωμένα ενσταντανέ από τον εργασιακό χώρο. Αξια μνείας και η προσφιλής συνήθεια ορισμένων (οι δημοσιογράφοι έχουν εδώ την πρωτοκαθεδρία) να ποστάρουν κάδρα από τη Μύκονο/το Παρίσι/τις Μαλδίβες/ τους καταρράχτες του Νιαγάρα με τη λεζάντα: «Μy office today» («Το γραφείο μου σήμερα»). Προφανώς, οι άλλοι, που το γραφείο τους «βλέπει» σε ακάλυπτο πολυκατοικίας στο Σύνταγμα, ας πρόσεχαν.

Ολα δείχνουν ότι το ντόπιο burnout θα συνεχίσει να σιγοκαίει. Τα αντικαταθλιπτικά και ο φόβος θα το συντηρούν, θα το αναζωπυρώνουν, θα το βοηθήσουν να μη σβήσει. Ισως μάλιστα σε λίγα χρόνια ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας να φυλάξει γι’ αυτό μία καλή θέση.