Η Ιστορία δεν γράφεται με τα «εάν». Ωστόσο το «what if» είναι ένα αγαπημένο παιχνίδι των ιστορικών. Τι θα γινόταν αν ο Ρούσβελτ δεν είχε κερδίσει τις εκλογές το 1940; Αν δεν είχε βρέξει τόσο πολύ πριν από τη μάχη στο Βατερλό; Αν ζούσε ο Ρόμπερτ Κένεντι;
Καθώς ο Ακης Τσοχατζόπουλος παραδόθηκε πια στην Ιστορία, ντροπιασμένος από τη φυλάκισή του για διαφθορά, αποκαθηλωμένος ηθικά μέσα από τις αποκαλύψεις για μίζες και εξτραβαγκάντζες και τις θλιβερές τελευταίες εικόνες του —του ίδιου και της προκλητικής συζύγου του— δεν μπορείς να αντισταθείς στον πειρασμό να μην σκεφτείς ότι αυτός ο άνθρωπος θα μπορούσε, σε μια στροφή της μοίρας της χώρας, να είχε εκλεγεί Πρωθυπουργός.
Ήταν Ιανουάριος του 1996 όταν ο ημιθανής Ανδρέας Παπανδρέου από το κρεβάτι του «Ωνασείου» είχε πειστεί να παραιτηθεί από το αξίωμα του Πρωθυπουργού —και σε εκείνη την από κάθε άποψη ιστορική εκλογή της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΠΑΣΟΚ ο Ακης είχε χάσει την πρωθυπουργία για 11 ψήφους από τον Κώστα Σημίτη.
Στην ουσία σε εκείνη την εκλογή —και μετά στο 4ο συνέδριο— συγκρούστηκαν δύο κόσμοι, με την επικράτηση του λεγόμενου «εκσυγχρονιστικού» ΠΑΣΟΚ.
Ο Ακης ήταν εκπρόσωπος του βαθέος ΠΑΣΟΚ, του άκρατου λαϊκισμού και του επακόλουθου αναχρονισμού, της διαρκούς αποθέωσης του Ανδρέα —«Τι ώρα είναι Ακη; – Ο,τι ώρα πεις εσύ πρόεδρε»—, της καθετοποίησης του κομματισμού που θα ήλεγχε ακόμα και τους διαχειριστές των πολυκατοικιών, πόσο μάλλον τους περίφημους αρμούς της εξουσίας.
Ο Σημίτης ήταν κάτι πολύ διαφορετικό. Προερχόταν και αυτός από τη μεγάλη μήτρα του αντιδικτατορικού αγώνα και του ΠΑΚ, ήταν ο Μάρκο Βεντούρα (με αυτό το όνομα είχε αποδράσει από την Ελλάδα επί χούντας), ιστορικό στέλεχος του ΠΑΣΟΚ και αυτός, αλλά διαχρονικός αμφισβητίας του Ανδρέα. Ευρωπαϊστής.
Όσο και αν ο Ακης ήταν ο αγαπημένος του Ανδρέα, ο λαϊκός, ο «ωραίος Μπρούμελ» για τους φαν, τις φαν και τους Παναγιωτακόπουλους, ο πρώτος τη τάξει υπουργός της κυβέρνησης όταν ο Παπανδρέου ήταν διασωληνωμένος στο νοσοκομείο, δεν εξελέγη αυτός Πρωθυπουργός. Εξελέγη ο «λογιστάκος» Σημίτης, στο πρόσωπο του οποίου —και παρά τα διάφορα που λέγονται για μυστικές συμφωνίες και ομαδοποιήσεις— μια κρίσιμη μάζα της ΚΟ του ΠΑΣΟΚ είδε τη μεγάλη ευκαιρία για πολιτική αναβάπτιση του κόμματος και την παράταση της παραμονής στην εξουσία. Όπως και έγινε: υπό τον Σημίτη το ΠΑΣΟΚ έφτασε, ως το 2004, να έχει μείνει στην εξουσία της χώρας επί 11 χρόνια και να έχει κερδίσει τρεις εκλογές· τέτοια πολιτική ηγεμονία δεν είχε υπάρξει ποτέ στο παρελθόν, ούτε και υπήρξε ξανά.
Υπό μία έννοια, ο Ακης δεν θα μπορούσε να είναι ποτέ Πρωθυπουργός, ή, ακόμα και αν εκλεγόταν σε εκείνη τη διαδικασία της ΚΟ του ΠΑΣΟΚ το 1996 είναι απίθανο ότι θα μπορούσε να οδηγήσει το παρωχημένο «παπανδρεϊκό»-«τσοχατζοπουλικό» αυτό κόμμα σε μια τόσο μακρά παρουσία στην εξουσία μέσα σε έναν κόσμο που άλλαζε γρήγορα.
Διότι ήταν τελικά η ίδια ελληνική κοινωνία που σε εκείνη τη μεταιχμιακή στιγμή ήθελε τότε κάτι άλλο, ήθελε να απομακρυνθεί από τον παπανδρεϊσμό και απαιτούσε τον εκσυγχρονισμό και εξευρωπαϊσμό της χώρας, έστω και αν αυτή θα περνούσε τελικά και μέσα από τον συμβιβασμό να υπάρχουν πολιτικοί σαν τον Τσοχατζόπουλο σε κρίσιμα υπουργεία.
Είναι άγνωστο πού θα κατέληγε η χώρα αν ο Ακης, εκπρόσωπος μιας ξεπερασμένης φάσης της Ιστορίας, είχε εκλεγεί Πρωθυπουργός. Μια ερμηνεία, από την αντίστροφη θεώρηση των πραγμάτων, είχε δώσει, πολύ εύστοχα κατά τη γνώμη μου, πριν από έναν χρόνο ο Πέτρος Ευθυμίου, πρώην υπουργός των κυβερνήσεων Σημίτη, όταν είπε για τη σημερινή πολιτική κατάσταση: «Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι σαν να νίκησε ο Ακης Τσοχατζόπουλος το 1996»…