Εφέτος τον Δεκαπενταύγουστο συμπληρώθηκε μισός αιώνας από το περίφημο φεστιβάλ του Γούντστοκ, το ιστορικό τριήμερο «ειρήνης και μουσικής» (15 έως 18 Αυγούστου 1969) και αυτή η επέτειος έδωσε την ιδέα της επανάληψης στον ίδιο χώρο. Ο Μισέλ Λανγκ που ήταν από τους συνδιοργανωτές του ιστορικού Γούντστοκ, είχε αρχίσει από τον Ιανουάριο τις προσπάθειές του για την αναβίωση του φεστιβάλ. Καθώς όμως πλησίαζε ο Αύγουστος, άρχισαν οι διαδοχικές ακυρώσεις, χορηγών, μουσικών συγκροτημάτων, ακόμη και χώρου για το φεστιβάλ. Ο ίδιος επέμενε μέχρι την τελευταία στιγμή. Όπως έλεγε, άλλωστε «και το 1969 ένα μήνα πριν το φεστιβάλ δεν είχαμε βρει ακόμα χώρο». Έτσι, μέχρι και πριν λίγες μέρες, στο επίσημο website των διοργανωτών της επανάληψης του Γούντστοκ έδινε το χρόνο που απομένει ως την έναρξη και ανήγγειλε πως «σε λίγο ξεκινά η προπώληση των εισιτηρίων».
Που τελικά δεν ξεκίνησε ποτέ.
Το ερώτημα που θέτω είναι όμως: θα μπορούσε όντως να επαναληφθεί το Γούντστοκ;
Αρκεί δηλαδή η μίμηση μιας σειράς χαρακτηριστικών που είχε το Γούντστοκ, με κυριότερα τις ίδιες ημερομηνίες του Αυγούστου, τον ίδιο χώρο και πολλά δημοφιλή συγκροτήματα, μεταξύ των οποίων και ορισμένα που είχαν παίξει στο ιστορικό Γούντστοκ για να πραγματοποιηθεί η επανάληψή του;
Θα θυμίσω μια ιστορία που αναφέρει «ένας ξεχασμένος γερμανός κοινωνιολόγος και φιλόσοφος του 19ου αιώνα» (κλέβω τον Καστοριάδη) ο Καρλ Μαρξ. Αναφέρει λοιπόν πως κάποιος Άγγλος αποφάσισε να δημιουργήσει μία κλωστοϋφαντουργία στην Αυστραλία. Φόρτωσε λοιπόν ένα πλοίο με τα κατάλληλα μηχανήματα, πήρε και εργάτες και σάλπαρε. Όταν όμως έφτασε στην Αυστραλία, οι εργάτες του έφυγαν και πήγαν να γίνουν βοσκοί και αγρότες. Γιατί, όπως γράφει ειρωνικά ο Μαρξ, «ο δυστυχής κ. τάδε –δεν θυμάμαι όνομα- πήρε μαζί του μηχανήματα και εργάτες, αλλά ξέχασε να πάρει μαζί του και τις παραγωγικές σχέσεις».
Με ανάλογο τρόπο λοιπόν, θεωρώ ότι το Γούντστοκ δεν αποτέλεσε την κορυφαία στιγμή της νεανικής επανάστασης του τέλους των 60ς και δεν έγινε μύθος, λόγω των επιμέρους συστατικών του (πλήθος, δημοφική συγκροτήματα κλπ) αλλά επειδή υπήρχε το συνδετικό υλικό – η ατμόσφαιρα εκείνης της εποχής.
Σε μία προ δεκαετίας συνέντευξή της στο περιοδικό Rolling Stone, η Τζόαν Μπαέζ που βγήκε στη σκηνή του Γούντστοκ την πρώτη μέρα μετά τον Ραβί Σανκάρ και τον Αρλο Γκάθρι (που είχε τραγουδήσει το εμβληματικό «Coming into Los Angeles») είχε αναφερθεί και στις εμπειρίες της από το φεστιβάλ: Πώς έφτασε εκεί με ελικόπτερο μαζί με τη Τζάνις Τζόπλιν, πώς απέφευγε ό,τι φαγώσιμο ήταν κοντά στη σκηνή μήπως και περιέχει LSD αλλά και γιατί η μαγεία του Γούντστοκ είναι αδύνατο να επαναληφθεί όποιες προσπάθειες κι αν έχουν γίνει ή θα γίνουν στα επόμενα χρόνια.
«Ολοι ήταν τρελαμένοι και έχω την αίσθηση ότι αυτή ήταν και η συλλογική μνήμη όλων εκεί. Ήταν η λάσπη και οι μπάτσοι που έψηναν χοτ ντογκς και πολλοί που τριγυρνούσαν γυμνοί. Ανακαλώντας όσα έγιναν εκείνη την εποχή, μου φαίνεται σαν μία τέλεια καταιγίδα, και γι αυτό τόσοι άνθρωποι θα ήθελαν να βρίσκονται εκεί. Και όχι μόνο στο Γούντστοκ, αλλά σε όλη εκείνη την περίοδο που την χαρακτήριζε η μουσική και το αίσθημα κοινότητας που είχαν οι άνθρωποι ο ένας για τον άλλο είτε γιατί συμμετείχαν στο κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματα, ή στο κίνημα εναντίον του πολέμου στο Βιετνάμ.
Ηταν σαν μία τέλεια καταιγίδα και έβλεπα το Γούντστοκ σαν το μάτι του κυκλώνα, γιατί συνδύαζε τόσα πολλά – ένα τριήμερο αγάπης, ερωτικών σχέσεων, με αναζήτηση της ομορφιάς, και με ενδιαφέρον για τους άλλους αλλά και με πολιτικοποίηση. Και επειδή ήταν απομονωμένο υπήρχε ασφάλεια στο να γίνονται όλ’ αυτά, και γι αυτό μπορούσε ένας μπάτσος να ψήνει χοτ ντογκ αφήνοντας το όπλο του στο μπροστινό κάθισμα του αυτοκινήτου του και να μην νοιάζεται – γιατί ήταν εξαιρετικά ασφαλές μέρος».
Ο γερμανός θεωρητικός της ποπ κουλτούρας, Γενς Μπάλζερ (Jens Balzer) έγραψε ότι το Γούντστοκ σχηματοποίησε πολλές εναλλακτικές κοινωνικές μορφές, οι οποίες εξελίχθηκαν στη συνέχεια κατά τη δεκαετία του 1970, όπως π.χ. την ιδέα μια κοινωνίας ισότητας, την απαίτηση για ελεύθερο έρωτα και σεξουαλικότητα, την αναζήτηση άλλου τρόπου ζωής και μάλιστα σε σχέση με τη φύση, ή τη ζωή σε κολεκτίβες. Στο Γούντστοκ ήταν επίσης κυρίαρχη η έκσταση μέσα από τη μουσική αλλά και μέσα από τα ναρκωτικά, χωρίς να παραβλέπουμε τον διαλογισμό (εμπνευσμένο από την Ινδία) και τη γιόγκα.
Και μάλιστα μέσα στο χάος που δημιούργησε το τεράστιο και μη αναμενόμενο πλήθος (πάνω από 400.000), η βροχή και η λάσπη, το κρύο και το ανεπαρκές μάνατζμεντ. Στοιχεία, που σαν από θαύμα δεν παρεμπόδισαν την ολοκλήρωση του φεστιβάλ και μάλιστα στο σημείο του να αποτελέσει ταυτόχρονα το υψηλότερο σημείο και το τέλος του κινήματος των χίπις. Ηταν ουσιαστικά μια πρόσκαιρη αλλά έμπρακτη πραγματοποίηση μιας ουτοπίας με κύρια στοιχεία την αμφισβήτηση των δεδομένων τότε τρόπων ζωής (στις δυτικές κοινωνίες), τον αυτοπροσδιορισμό και την αναζήτηση προσωπικών δρόμων (στους οποίους περιλαμβανόταν και η χρήση ελαφρών ναρκωτικών και LSD) και την ανοχή στη διαφορετικότητα. Μια πραγματική πολιτισμική επανάσταση με σημαντικές και ανεξίτηλες επιδράσεις (ανεξάρτητα από το πώς τις αξιολογεί καθένας): ο 20ος αιώνας τελείωσε με διαφορετικό τρόπο ζωής από αυτόν που είχε επικρατήσει μέχρι τα μέσα του.
Σήμερα, 50 χρόνια μετά, η κάνναβη αποποινικοποιείται σταδιακά σε όλο και περισσότερες χώρες, το γυμνό δεν ενοχλεί όπως 50 χρόνια πριν, πολλοί κάνουν γιόγκα, σε πολλές περιπτώσεις έχουν σπάσει οι κάθετες ιεραρχίες, παίρνοντας πιο οριζόντιες μορφές και ο σεβασμός στη διαφορετικότητα πλέον κυριαρχεί. Γενικά δηλαδή φιλελευθεροποιήθηκαν πολλές όψεις της καθημερινής ζωής (ακόμα και η ΚΝΕ που μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’80 ήταν εναντίον του ροκ – κάτω ο αμερικάνικος τρόπος ζωής – έφερε στο φεστιβάλ του 1988 τους Ten Years After, με τον κιθαρίστα Αλβιν Λι, μία από τις μπάντες που έκαναν μεγάλη αίσθηση στο Γούντστοκ με το «I’m going home»). Και βέβαια η αποθέωση της νεότητας! Που μπορεί μεν η αρχική στάση 50 χρόνια πριν να ήταν αυτή του Μικ Τζάγκερ, πως «μετά τα 30 προτιμώ να αυτοκτονήσω», όμως τελικά πήρε τη μορφή «να είμαστε νέοι ακόμα και σε μεγάλες ηλικίες», επιλογή και τάση φανερή πλέον στις κοινωνίες μας.
Αν όμως η επίδραση της νεανικής επανάστασης των 60s με την κορύφωση του Γούντστοκ ήταν καθοριστική, οι κοινωνίες σήμερα βρίσκονται σε διαφορετική φάση, αντιμετωπίζουν διαφορετικά προβλήματα και δεν μπορώ επιπλέον να μην παρατηρήσω πως για τη μεγάλη μάζα των νέων (και σε Ευρώπη και Αμερική τουλάχιστον) αφενός μεν είναι απούσα η τάση για αναζήτηση, αφετέρου δε η μουσική έχει εκπέσει σε όργανο διασκέδασης, χωρίς τον πλούτο, το βάθος και την αναζήτηση που χαρακτήριζε το ρoκ των 60s και 70s. Eτσι, δεν υπάρχουν σήμερα τα στοιχεία εκείνα που θα καθιστούσαν δυνατή μια αναβίωση του Γούντστοκ. Και μάλιστα, αν συνυπολογίσουμε και την κυριαρχία της πολιτικής ορθότητας, τα πράγματα γίνονται χειρότερα, αν μιλάμε για αναβίωση:
Μπορεί το ροκ να προέρχεται σε μεγάλο βαθμό από τη μαύρη μουσική, αλλά στο Γούντστοκ κυριαρχούσαν τα συγκροτήματα των λευκών (με την εξαίρεση του Τζίμι Χέντριξ, τους Sly and the Family Stone και τον Richie Havens που άνοιξε το Φεστιβάλ με το Freedom. Επίσης, αν δούμε και τις ποσοστώσεις ανδρών γυναικών, η τεράστια πλειοψηφία των μουσικών στα συγκροτήματα ήταν άνδρες.
Oπως άλλωστε τόνισε και η Τζόαν Μπαέζ στην προαναφερθείσα συνέντευξή της «κανένα άλλο φεστιβάλ δεν μπόρεσε να αποδώσει τα ίδια συναισθήματα με το Γούντστοκ. Όμως είναι δύσκολο για τους ανθρώπους να καταπολεμήσουν τη νοσταλγία τους (ή, προσθέτω, να την εκμεταλλευθούν κάποιοι εμπορικά) κι έτσι δεν παραδέχονται ότι δεν μπορεί αυτό να ξανασυμβεί. Η ιδέα του να στήσουμε ένα άλλο Γούντστοκ, είναι μια απόλυτη ανοησία».
Με άλλα λόγια, παραφράζοντας τη γνωστή ρήση του Μαρξ για άλλη μια φορά, η ιστορία του Γούντοστοκ, θα μπορούσε να επαναληφθεί μόνο ως (εμπορική) φάρσα.
*Φωτογραφίες του θρυλικού Τζιμ Μάρσαλ από το Γούντστοκ και όχι μόνο μπορεί κανείς να θαυμάσει στο λεύκωμα «Jim Marshall: Show Me the Picture Images and Stories from a Photography Legend» (εκδόσεις Chronicle Books)