Ο Πρωθυπουργός διέκοψε την περιοδεία του και επέστρεψε εσπευσμένα στην Αθήνα για να ανακοινώσει παροχές προς συνταξιούχους και μείωση φόρων. Λογικό. Ο καθένας στη θέση του το ίδιο θα έκανε. Εκεί που ήταν έτοιμος να επιδείξει τη «γενναιοδωρία» του, βρεθήκαμε να συζητάμε για τον Πολάκη και τις διακοπές του με την εφοπλιστική θαλαμηγό.
Είναι επίσης λογικό και θεμιτό να κάνει τις σχετικές ανακοινώσεις και εξαγγελίες λίγες μέρες πριν την αναμέτρηση των ευρωεκλογών. Τα μέτρα, λοιπόν, που ανακοίνωσε ο κ. Τσίπρας τέμνονται από το ημερολόγιο και χωρίζονται σε δύο φάσεις: σε αυτά που θα υλοποιηθούν άμεσα, εντός του έτους και σε εκείνα που δρομολογούνται για το 2020. Πολιτικά, τα μέτρα για το 2020 είναι, περίπου, σαν να μην υπάρχουν καθώς πρόκειται για εξαγγελίες επί των οποίων η αντιπολίτευση δύναται να πλειοδοτήσει.
Προς άμεση πολιτική και εκλογική κεφαλαιοποίηση είναι η παροχή της μισής σύνταξης, η επαναφορά του ΦΠΑ στην εστίαση στο 13%, συντελεστής στον οποίο μετατάσσονται τα τρόφιμα καθώς και η μείωση του ΦΠΑ στην ενέργεια και στον ηλεκτρισμό.
Τι σημαίνουν σε πρακτική βάση; Πρώτον οι συνταξιούχοι θα βάλουν μερικά κατοστάρικα έξτρα στην τσέπη. Όσο μεγαλύτερη είναι η σύνταξη τόσο μικρότερο είναι το όφελος, ωστόσο οι χαμηλοσυνταξιούχοι των 500 ευρώ θα δουν για ένα μήνα το εισόδημα τους να διπλασιάζεται. Δεύτερον, όλοι θα δουν διαφορά, έστω μικρή, στις τιμές στα ράφια των σούπερ μάρκετ. Το καλάθι της νοικοκυράς θα γίνει ελαφρώς φθηνότερο. Το αυτό ισχύει για τους λογαριασμούς ενέργειας. Σε ετήσια βάση το λαϊκό νοικοκυριό θα εξοικονομήσει ένα ποσό που, ανάλογα με την κατανάλωση που κάνει το νοικοκυριό, μπορεί και να έχει ενδιαφέρον.
Την ίδια στιγμή, βέβαια, υπάρχουν χιλιάδες συνταξιούχοι που περιμένουν στην ουρά για αναδρομικά και πολλοί περισσότεροι ιδιώτες που αναμένουν την εξόφληση των υποχρεώσεων του Δημοσίου.
Το πολιτικό ερώτημα είναι αν αυτές οι παροχές μπορούν να ανατρέψουν τα δεδομένα και να ανακόψουν την αντίστροφη μέτρηση για την κυβέρνηση. Υπάρχουν τρία ιστορικά προηγούμενα που δεν ευνοούν τις κυβερνητικές προσδοκίες. Το 1989 ο Ανδρέας Παπανδρέου κάλεσε τον Τσοβόλα να τα δώσει όλα. Έχασε τις εκλογές επειδή, απλώς, το αίτημα ήταν «να φύγουν οι κλέφτες». Γενναίες παροχές έκανε και το 2003 ο Κώστας Σημίτης. Έχασε. Γενναιόδωρος ήταν και ο Καραμανλής. Απέναντι, όμως, ήταν το «λεφτά υπάρχουν». Και κάτι ακόμα, κοινό και στις τρεις περιπτώσεις: η κόπωση του εκλογικού σώματος.
Προς το παρόν έχουμε έναν κουρασμένο, τον Αλέξη Τσίπρα, όπως λέει και η Κατερίνα Παναγοπούλου. Και ο Καραμανλής κουρασμένος ήταν. Μένει να δούμε και πόσο κουρασμένο είναι το εκλογικό σώμα, αλλά και αν οι ψηφοφόροι έχουν διάθεση να ανταμείψουν τον Πρωθυπουργό. Όμως οι άνθρωποι συνήθως ψηφίζουν με βάση αυτό που περιμένουν να κερδίσουν, όχι αξιολογώντας αυτά που έχουν ήδη πάρει.