Η επόμενη ημέρα των εκλογών βρίσκει το ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής με χαμόγελα ικανοποίησης και αναπτερωμένο ηθικό για να πετύχει ακόμη καλύτερη επίδοση στις επόμενες εκλογές, στο τέλος Ιουνίου. Το ισχυρό διψήφιο ποσοστό που ζητούσε ο Νίκος Ανδρουλάκης και κατάφερε να συγκεντρώσει (11,4%), θεωρείται –και υπό προϋποθέσεις είναι– επαρκές εφαλτήριο για να εκπληρωθεί ο νέος στόχος: η ανάδειξη του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ σε κεντρικό πόλο αναφοράς στην αντιπολίτευση και ο αντίπαλος πόλος εξουσίας στην κυρίαρχη ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη. Με άλλα λόγια, να γίνει το ΠΑΣΟΚ η αλλαγή παραδείγματος για το ίδιο και τη χώρα. Είναι όμως εύκολο; Καθόλου.
Κατ’ αρχάς το ίδιο το αποτέλεσμα απαιτεί διεξοδική ανάλυση, διότι παρά τον ενθουσιασμό και τα «Το ΠΑΣΟΚ είναι εδώ» έξω από τη Χαριλάου Τρικούπη, κρύβει και αδυναμίες και παγίδες. Mπορεί να μην είναι καθόλου αμελητέα η ποσοστιαία άνοδος κατά σχεδόν 3,5 μονάδες, με το 8,12% του 2019 να γίνεται 11,46%, και μπορεί να κέρδισε περίπου 230.000 ψήφους παραπάνω (από τις 457.000 πριν από τέσσερα χρόνια ανέβηκε στις 678.000 την περασμένη Κυριακή), ωστόσο στην Αττική και στη Θεσσαλονίκη το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ είναι τέταρτο κόμμα πίσω από το ΚΚΕ. Στον αντίποδα, βέβαια, είναι δεύτερο σε έξι περιφέρειες (Λασίθι, Ρέθυμνο, Κιλκίς, Λακωνία, Χίο και Δράμα) και σε άλλες εννέα τρίτο, με διαφορά 1-2% από τον ΣΥΡΙΖΑ.
Η υστέρηση του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ στις λαϊκές γειτονιές της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης σημαίνει ότι υπάρχει αισθητή απόσταση από τα πιο αδύναμα κοινωνικά στρώματα των πόλεων που επί δεκαετίες ήταν η λαϊκή βάση του και μετακόμισαν στον ΣΥΡΙΖΑ μετά το 2012. Και μόνο αυτό σημαίνει ότι θέλει πολλή –πάρα πολλή– δουλειά για να γίνει ξανά η μεγάλη σοσιαλδημοκρατική παράταξη.
Παράλληλα ωστόσο το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ είναι υποχρεωμένο να «συνομιλήσει» καθαρά με τους κεντρώους πολίτες, αρκετοί από τους οποίους, είτε από ανησυχία μήπως προέκυπταν τα παλαβά που έλεγε ο ΣΥΡΙΖΑ περί διαφόρων μορφών κυβέρνησης, είτε γιατί είχαν επιφυλάξεις για την απόλυτη γραμμή τού «ούτε Μητσοτάκης ούτε Τσίπρας», προτίμησαν να μην το ψηφίσουν. Για να το πετύχει απαιτείται ένας νέος πολιτικός λόγος για την πορεία της χώρας, λαμβάνοντας υπόψη ότι κάποια στιγμή το ΠΑΣΟΚ πρέπει να δώσει ξανά το στίγμα ενός κόμματος εξουσίας. Συνθήματα παλαιοπασοκικής κοπής τύπου «Ο λαός δεν ξεχνά, τι σημαίνει Δεξιά» και φρασεολογία περί «ΠΑΣΟΚ, ωραία χρόνια», δεν συγκινούν όσο το νομίζουν ορισμένοι. Το αντίθετο.
Ο κ. Ανδρουλάκης είναι υποχρεωμένος να διατυπώσει ένα θετικό αφήγημα για σοσιαλδημοκρατική διακυβέρνηση ως εναλλακτική πρόταση στη διακυβέρνηση που θα ασκεί ο κ. Μητσοτάκης για μια ακόμη τετραετία. Να επιβάλει, για παράδειγμα, στη δημόσια ατζέντα τη συζήτηση για ένα κλιμακωτό προοδευτικό φορολογικό σύστημα που θα στηρίζει ένα ισχυρό κοινωνικό κράτος, δημόσιο σύστημα Υγείας, υψηλής ποιότητας δημόσια Παιδεία, Κοινωνική Ασφάλιση, ρύθμιση της αγοράς εργασίας, βιώσιμη και δίκαιη ανάπτυξη με αιχμή τη πράσινη μετάβαση και ένα ισχυρό κράτος δικαίου με ισχυρούς θεσμούς, με λογοδοσία και διαφάνεια.
Το στοίχημα για το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ είναι να καταστήσει σαφές ότι είναι η ανερχόμενη δύναμη της Κεντροαριστεράς και να κυριαρχήσει πολιτικά στην αντιπολίτευση ασκώντας παράλληλα ουσιαστική προγραμματική και μεταρρυθμιστική αντιπολίτευση στη ΝΔ. Οι οιωνοί δείχνουν θετικοί και ο κ. Ανδρουλάκης φαίνεται εκ πρώτης όψεως να το αντιλαμβάνεται.
Ενα άλλο στοίχημα –και αυτό δύσκολο– είναι να μην ενσκήψει εφησυχασμός από τον ενθουσιασμό της ανόδου των ποσοστών, ούτε βέβαια η σιγουριά ότι τον «έχουμε τον ΣΥΡΙΖΑ», ασχέτως αν το κόμμα του Αλέξη Τσίπρα ίσως να είναι σε μια αποδρομή.
Οπως άλλωστε, λέει συχνά στις ομιλίες του ο νεοκλεγείς Στέφανος Παραστατίδης από το Κιλκίς, ο οποίος κέρδισε τις εντυπώσεις με τη προεκλογική του εκστρατεία: «Στην πολιτική ο μεγαλύτερος εχθρός είναι ο ετεροπροσδιορισμός. Έχουμε χρέος να ζυμωθούμε ξανά γύρω από τη δύναμη των πολιτικών μας ιδεών, με συνέπεια, θάρρος, γενναιότητα -μέχρι να τα καταφέρουμε. Να κυβερνήσουμε με τις ιδέες μας»...