Ας υποθέσουμε ότι η Ελλάδα διαθέτει τεχνολογικά εργαλεία αντίστοιχα της Κίνας. Και δημιουργείται ο εξής μηχανισμός. Είμαστε στο μετρό του Συντάγματος. Θερμικές κάμερες εντοπίζουν τα πρόσωπα που εκείνη τη στιγμή είναι εμπύρετα. Στη συνέχεια οι κάμερες από τις πλατφόρμες στέλνουν τα δεδομένα σε ένα πρόγραμμα αναγνώρισης προσώπου. Το σύστημα αναγνωρίζει το πρόσωπο και εντοπίζει τον αριθμό τηλεφώνου του. Από το στίγμα του τηλεφώνου, χαρτογραφούνται οι μετακινήσεις του τις τελευταίες ημέρες. Bingo. Πριν από μία εβδομάδα είχε επισκεφθεί το κατάστημα κάποιου που βρέθηκε θετικός στον κορονοϊό.
Eνας υγειονομικός υπάλληλος, με τη γνωστή στολή του «αστροναύτη», κατεβαίνει στην πλατφόρμα και παίρνει αίμα ή δείγμα DNA προς εξέταση. Μέσα σε λίγα λεπτά ο επιβάτης μαθαίνει ότι είναι θετικός στον κορονοϊό. Κρατείται σε ειδικό χώρο μέχρι να έρθει το ειδικά διαμορφωμένο ασθενοφόρο για να τον παραλάβει. Κατά τη διαδρομή προς το σπίτι, τοποθετείται στο χέρι του «βραχιόλι», το οποίο παρακολουθεί την κατάσταση της υγείας του μεταδίδοντας όλα τα απαραίτητα δεδομένα προς το σύστημα κεντρικού ελέγχου της επιδημίας, στον ΕΟΔΥ. Ταυτόχρονα, το «βραχιόλι», όπως και το κινητό τηλέφωνο του ασθενούς, επιτρέπουν τη συνεχή παρακολούθηση της γεωγραφικής του θέσης. Αν βγει από κτίριο όπου βρίσκεται το σπίτι του πριν περάσουν δεκατέσσερις ημέρες, θα του επιβληθεί πρόστιμο 5.000 ευρώ και θα κινηθούν ποινικές διαδικασίες.
Το ερώτημα που τίθεται εδώ είναι αν όλα τα παραπάνω θα μπορούσαν να προβλέπονται από μία απλή Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου. Σε πρώτη ανάγνωση, η απάντηση είναι σαφώς αρνητική. Μέσα στην υπόθεση περιγράφονται τόσες πράξεις που αντίκεινται στην κείμενη νομοθεσία και στο Σύνταγμα, ώστε ενδεχομένως η σχετική συζήτηση να καθίσταται μάταιη, να μην υπάρχει καν λόγος για να ξεκινήσει.
Τι θα συνέβαινε, όμως, αν η επιστημονική κοινότητα επέμενε ότι αυτά τα εργαλεία μπορούν να σταματήσουν την πανδημία και να σώσουν ζωές; Υπό αυτόν τον ισχυρισμό, το δίλημμα θα ετίθετο πιεστικά: από τη μία βρίσκεται το αγαθό της ελευθερίας και της δημοκρατικής νομιμότητας και από την άλλη το αγαθό της Υγείας. Επαγωγικά, οι υποστηρικτές των μέτρων θα μπορούσαν να ισχυριστούν ότι χωρίς το αγαθό της Υγείας, δεν υφίσταται ή ατονεί η έννοια της ελευθερίας. Κατά συνέπεια, ακόμα και αυτές οι παρεμβάσεις, που παραβιάζουν την ιδιωτική ζωή των πολιτών, ουσιαστικά αποτελούν πρόνοιες που αποσκοπούν στην προστασία της ελευθερίας τους.
Το τελευταίο διάστημα έχει ανοίξει μία συζήτηση για το κατά πόσο οι Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου που θέτουν περιορισμούς στην κυκλοφορία, στη θρησκευτική λατρεία, στις συναθροίσεις και στην οικονομία, θέτουν ταυτόχρονα και θέμα συνταγματικής νομιμότητας. Ο Ευάγγελος Βενιζέλος απαντά αρνητικά. «Όλες οι μέχρι στιγμής ρυθμίσεις βρίσκονται εντός του πλαισίου του “συντεταγμένου” δικαίου της ανάγκης, άρα είμαστε εντός νομιμότητας. Ισχύει η αρχή της νομιμότητας, η αρχή της αναλογικότητας και η αρχή του κράτους δικαίου».
Τι ισχύει, όμως, για το καθεστώς ιδιωτικότητας και αξιοποίησης προσωπικών δεδομένων; Το νόμισμα έχει δύο όψεις. Από τη μία είναι το κράτος που θα απαιτήσει τον πλήρη έλεγχο και από την άλλη ένας πολίτης που μπορεί να είναι φορέας του ιού και να αρνείται να υποβληθεί σε εξετάσεις ή να κρύβει, συνειδητά, την ασθένειά του, προκαλώντας την επιμόλυνση συμπολιτών του. Νομιμοποιείται το κράτος να λάβει μέτρα όπως αυτά που περιγράφονται παραπάνω; Εδώ η ανάλυση Βενιζέλου λέει ότι ακόμα και σε αυτό το επίπεδο, υπάρχουν μεγάλα περιθώρια δράσης των κρατών, στο πλαίσιο πάντα του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε., της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και υπό δικαστικό έλεγχο. Όμως ας είμαστε ρεαλιστές, η νομική διερεύνηση αντίστοιχων πρακτικών, πέρα από συνθήκες κανονικότητας, απαιτεί χρόνο. Στις υφιστάμενες συνθήκες, το ακραίο αποκτά χαρακτηριστικά κανονικότητας και σε συνδυασμό με τα, διαρκώς εξελισσόμενα, τεχνολογικά εργαλεία, δημιουργείται ένα πλαίσιο που ενδεχομένως να καθιστά «αναχρονιστικούς» τους κανόνες δικαίου.
Εν τέλει αυτό που έχει σημασία σε τέτοιες περιστάσεις είναι η δημοκρατική και συνταγματική κουλτούρα μιας Πολιτείας. Σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, η ισχύς της εκτελεστικής εξουσίας αυξάνεται σε υπερθετικό βαθμό, αποκτά ολοκληρωτικά χαρακτηριστικά υπό την επίκληση μέτρων για την προάσπιση της Υγείας και της Δημοκρατίας – αναλογικά κάτι τέτοιο ισχύει με τη νομιμότητα που καλύπτει την αστυνομική βία σε καιρούς ομαλότητας. Το ερώτημα που προβάλλει, έστω θεωρητικά, είναι τι θα συμβεί την επόμενη φορά που η εκτελεστική εξουσία αναλάβει αντίστοιχες πρωτοβουλίες για την αντιμετώπιση ενός κινδύνου, η αναγνώριση του οποίου δεν θα συγκεντρώνει την καθολική αποδοχή της κοινωνίας. Τι θα γινόταν, για παράδειγμα, αν ήταν πολλοί οι πολίτες (και αντίστοιχοι φορείς) που δεν αναγνώριζαν τον κίνδυνο του κορονοϊού;