Υπόκλιση στον Αλέξανδρο Τζιόλη

 Ακόμα και σε αυτό το καθημαγμένο, από κάθε άποψη, ελληνικό ποδόσφαιρο, υπάρχουν μερικές λαμπρές στιγμές που σε κάνουν να υποκλιθείς με σεβασμό. Μια τέτοια είναι αυτή του Αλέξανδρου Τζιόλη, ποδοσφαιριστή του ΠΑΟΚ και της εθνικής ομάδας.

testSO

Το ποδόσφαιρο το αγαπούν πραγματικά – είναι κάτι παρόμοιο με τον Θεό, για τους πιστούς. Και όπως συμβαίνει με όλες σχεδόν τις θρησκείες, δυστυχώς, «κουβαλάει» μαζί του, τους δικούς του «φονταμενταλιστές». Που θα αφαιρούσαν και ζωές -αμέτρητες φορές το έχουν κάνει και τα θύματα είναι αμέτρητα- για χάρη του. Το ονομάζουν «αγάπη για την ομάδα», κι ας είναι στην ουσία μίσος βαθύ για τους άλλους. Όπως, βέβαια συμβαίνει με τους φονταμενταλισμούς, θύματά του δεν είναι μόνο οι «αλλόθρησκοι». Είναι και όσοι πραγματικά αγαπούν την ομάδα – θρησκεία τους και πάνε «άοπλοι» στο γήπεδο. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα των συνεπειών των «φονταμενταλιστών» των ομάδων, είναι η εικόνα του ελληνικού ποδοσφαίρου σήμερα. Όπως μόνο σε υπανάπτυκτες χώρες συμβαίνει, οι φίλοι της φιλοξενούμενης ομάδας, δεν μπορούν να την ακολουθήσουν εκτός έδρας. Εκεί, η λέξη «φιλοξενία», παύει να είναι ελληνική.

Ωστόσο, ακόμα και σε αυτό το καθημαγμένο, από κάθε άποψη, ελληνικό ποδόσφαιρο, υπάρχουν μερικές λαμπρές στιγμές που σε κάνουν να υποκλιθείς με σεβασμό. Μια τέτοια είναι αυτή του Αλέξανδρου Τζιόλη, ποδοσφαιριστή του ΠΑΟΚ και της εθνικής ομάδας.

Ο Τζιόλης δεν είναι κάποιο «αστέρι» που θα μαγέψει τα πλήθη με την ποδοσφαιρική του φαντασία ή που θα τον προβάλλουν τα Μέσα. Αν δεν είσαι φίλαθλος, ίσως δεν τον έχεις ακούσει καν. Οι οπαδοί, μάλιστα της ίδιας του της ομάδας, πολλές φορές τον έχουν αποδοκιμάσει και ίσως συμβεί και στο μέλλον. Ο Τζιόλης, όμως, με δυο λέξεις και δυο φωτογραφίες, απέδειξε ότι πάνω από ποδόσφαιρο, χρήματα, δόξα, καριέρα… φρου-φρου και αρώματα, υπάρχει ο άνθρωπος και η ανθρωπιά. Βάζοντας δίπλα – δίπλα μια εικόνα από την καταστροφή της Σμύρνης, με μια γυναίκα Ελληνίδα να κουβαλά το παιδί της στην πλάτη, και μια με την εικόνα μιας μάνας από Συρία, να κρατά τα δυο της παιδιά, συμμετέχουσα σε ένα καραβάνι προσφύγων, με τη λεζάντα «Έλληνα, θυμήσου», και μοιράζοντάς το στο twitter, σημείωσε το καλύτερο και σπουδαιότερο «γκολ» της καριέρας του. Τουλάχιστον για τον γράφοντα.

Δεν ξέρω τις οικογενειακές του καταβολές, αν δηλαδή συνδέεται με προσφυγιά και από αυτό είναι επηρεασμένος, αλλά με την τόσο απλή του πράξη, ο Αλέξανδρος τιμά την ομάδα της οποίας είναι μέλος. Τιμά εκείνους που έφτιαξαν τον ΠΑΟΚ, πάνω στις μνήμες της καταστροφής της δικής τους πατρίδας. Τιμά τους Πόντιους και τους απανταχού Έλληνες της Γης που υπήρξαν, στο διάβα της Ιστορίας, θύματα της προσφυγιάς. Που περπάτησαν τον δικό τους Γολγοθά, όπως σήμερα οι Σύριοι και οι άλλοι πρόσφυγες, διωγμένοι και κυνηγημένοι. Τιμά τους Έλληνες που δεν ξεχνούν.

Θα ήθελα τόσο πολύ, ο Αλέξανδρος να ήταν παίκτης της ομάδας που αγαπώ, του Ολυμπιακού. Θα ήθελα, επίσης, την περίπτωσή του, να μιμηθούν κι άλλοι ποδοσφαιριστές άλλων ομάδων. Ίσως έτσι, οι «φονταμενταλιστές» των κερκίδων -που, συνήθως, είναι οι ίδιοι άνθρωποι με αυτούς που κυνηγούν μετανάστες και πρόσφυγες, και που απλώς αλλάζουν στόχο στο ρόπαλο- καταλάβουν ότι πάνω από ποδόσφαιρο και ομάδες, υπάρχουν οι άνθρωποι. Ο Τζιόλης έδωσε το παράδειγμα και πρέπει να επιβραβευθεί δεόντως για αυτό. Από την ομάδα, τους συναδέλφους του, τον κόσμο του ποδοσφαίρου. Απ’ όλους. Αλέξανδρε, ευχαριστούμε!