Ο Χρόνης Μίσσιος είναι παιδικός μου ήρωας. Θα ’μουν – δεν θα ‘μουν δέκα χρόνων όταν πρωτάκουσα γι’ αυτόν. Κατάφερα να τον γνωρίσω πριν 6 μήνες. Η ευκαιρία μου ήταν μια συνέντευξη για τον Ταχυδρόμο, τον Νοέμβριο, ενόψει Πολυτεχνείου. Οδηγώντας για Καπανδρίτι, το καταφύγιό του, έκανα διάφορες σκέψεις. Είχα μάθει ότι αν και «κοσμοκαλόγερος», το σπίτι του ήταν ανοιχτό για νέους που ζητούσαν συμβουλές. Τελικά με περίμενε ορεξάτος, με τσίπουρο και αναμμένο τζάκι.
Τέσσερις ώρες πέρασα μαζί του και έμαθα πολλά. Σε ένα κλίμα φορτισμένο – όπως ήταν η Αθήνα λίγο πριν τα Χριστούγεννα – ο Χρόνης Μίσσιος μιλούσε με πραότητα για ό,τι πονάει. Τώρα που η τρομοκρατία είναι πρώτη είδηση, θέλησα να θυμηθώ όσα σχετικά μου χε πει. Γιατί έχει αξία ο λόγος του ανθρώπου που πέρασε βασανιστήρια, φυλακές κι εξορίες, αμφισβήτηση και προκατάληψη και στα 80 του μπορεί να μιλά πιο τολμηρά απ’ το «εγγόνι» του.
«Δεν ξέρω αν αυτό που συμβαίνει στην Ελλάδα είναι τρομοκρατία. Η 17Ν πήγαινε με ένα πιστόλι – αυτοί κι αν ήταν εξουσία του κερατά – και σκότωνε ανύποπτο άνθρωπο. Οι τωρινοί γαζώνουν 10 ανθρώπους μ’ ένα οπλοπολυβόλο, χωρίς να έχουν καμιά ευθύνη», είχε πει με αφορμή τον τραυματισμό της ειδικής φρουρού Σοφίας Ψυχογιού. Και συνέχισε: «H βία και η εξουσία είναι οι δυο αδερφές που πρόδωσαν τα υψηλότερα όνειρα όλων των επαναστάσεων. Οι μόνοι οραματιστές επαναστάτες που κατάφεραν να σώσουν την αθωότητά τους ήταν ο Χριστός και ο Τσε Γκεβάρα. Αρνήθηκαν να γίνουν εξουσία και πέθαναν νωρίς».
Υπάρχουν άραγε επαναστάτες σήμερα και ποιοι είναι αυτοί; Αυτοί που αμύνονται στη βία, απάντησε ο συγγραφέας του «Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς» και του «Χαμογέλα, ρε… τι σου ζητάνε» και εξήγησε: «Επανάσταση μεγάλη είναι για μένα το ότι κατάφερα και γλύτωσα, έσωσα την τρυφερότητά μου, το ρομαντισμό μου(…) Τώρα θέλω να παραμείνω ο κάποιος άλλος, ο διαφορετικός, και αυτό σημαίνει μεγάλο αγώνα για να αποκρούσεις την καθημερινή βαρβαρότητα».
Ο Χρόνης Μίσσιος γεννήθηκε το 1930 στην Καβάλα. Οι γονείς του ήταν καπνεργάτες που μετακινήθηκαν στη Θεσσαλονίκη. Στην περίοδο της κατοχής ο Μίσσιος μεταφέρθηκε στα Γιαννιτσά από τον Ερυθρό Σταυρό, αλλά ως έφηβος πέρασε στον Δημοκρατικό Στρατό. Σε ηλικία 17 ετών καταδικάστηκε σε θάνατο και επί εννιά μήνες περίμενε κάθε μέρα την εκτέλεση του. Μέχρι και το 1973 πέρασε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του σε φυλακές όπου και έμαθε να γράφει. Το «Καλά εσύ σκοτώθηκες νωρίς» και το «Χαμογέλα ρε, τι σου ζητάνε» γνώρισαν μεγάλη απήχηση. Έγραψε επίσης τα: «Το κλειδί είναι κάτω από το γεράνι», «Τα κεραμίδια στάζουν», «Ντομάτα με γεύση μπανάνας»