Απόψεις

Χάρτινο το φεγγαράκι

Βλέπεις τα πολύ μικρά παιδιά αφαιρούν, αδιαφορούν, κόβουν. Αφαιρούν ορόφους μπαλκόνια, δώματα, δρόμους. Κρατάνε τα απολύτως απαραίτητα. Ένα σπιτάκι
Θοδωρής Γκόνης

-Τι είναι αυτό;

-Πύραυλος.

-Μπορώ να φτιάξω κι εγώ κάτι εδώ δίπλα;

-Ναι.

Eπιασα διστακτικά το μολύβι και έβαλα εκεί δίπλα το γάιδαρο, το γάιδαρό μου, χωρίς σκοινί, χωρίς σαμάρι, έτοιμος εάν απορριφθεί να το στρίψει. Γάιδαρος είναι, ξέρει.

Ο πύραυλος στο ύψος του χορταριού. Υπήρχε άφθονο χορτάρι, κυματιστές σαν θάλασσα γραμμές ή σαν ποταμάκι.

Βλέπεις τα πολύ μικρά παιδιά αφαιρούν, αδιαφορούν, κόβουν. Αφαιρούν ορόφους μπαλκόνια, δώματα, δρόμους, οικοδομικά τετράγωνα, πόλεις, ρυμοτομίες, μέσα συγκοινωνίας, ενδιάμεσα, ενδιάμεσους, εξαιρούν, αγνοούν. Κρατάνε τα απολύτως απαραίτητα. Ένα σπιτάκι. Φτιάχνουν έναν κόσμο με τα ελάχιστα, λίγη λάσπη, δυο πέτρες, ένας ήλιος.

Εκεί ακουμπάει, γειώνει, προσγειώνεται, πλέει το πασίγνωστο σπιτάκι, σαν να μην πέρασε μια μέρα, απαράλλαχτο, όπως το πρωτοσυνάντησα πριν δεκαπέντε, τριάντα, πενήντα χρόνια. Με τον ίδιο ήλιο, λίγο πιο δεξιά, πιο αριστερά, πιο πάνω, πιο κάτω, τον ίδιο ήλιο.

Η Κυριακή σε σπίτι φίλων. Απόγευμα. Λίγο πιο δεξιά, πιο αριστερά στον χάρτη, στον χρόνο, στους ρόλους, στο πέτσωμα του δαπέδου, στον τύπο του χαρτιού, στη φίρμα του μολυβιού λίγο πιο κάτω, πιο πάνω, η ίδια Κυριακή.

Τι είναι αυτό;

-Πύραυλος.

-Μπορώ να φτιάξω κι εγώ κάτι εδώ δίπλα;

-Ναι.

Eπιασα διστακτικά το μολύβι και έβαλα εκεί δίπλα το γάιδαρο.

Hθελε αρχοντιά ο χρυσός μου, δεν του άρεσε το παχνί, η πλήξη, η θλίψη, η νύστα, ο καφές, η βαριεστημένη κατανάλωση της Κυριακής δεν του άρεσε.

Hθελε την αρχοντιά της ο χωριάτης, το ελεύθερο σχέδιο, να μπει, να δοκιμαστεί στα δύσκολα. Παιχνίδι, πρόκληση.

Να δοκιμαστεί στο νόημά της, ανάπαυση και προσευχή.

Ανάπαυση και προσευχή, στα ωραία της, στα χάι της, κυματιστές σαν θάλασσα γραμμές ή σαν ποτάμι, να αξιωθεί φρέσκο, άφθονο χορτάρι, να βοσκήσει, να κριθεί στα νέα μέτρα, στα νέα μάτια, τι πέραση έχει.

Κυρίω τω Θεώ σου. Η έβδομη μέρα της δημιουργίας. Ένα σπιτάκι, ένας ήλιος, ένας πύραυλος. Η ώρα της κρίσεως.

Ή θα σε καταποντίσει το ρίσκο ή θα σου βγάλει υποτροφία.

Χωρίς σκοινί, χωρίς σαμάρι, τα αυτιά πεσμένα.

-Σου αρέσει;

-Ναι.

Υποτροφία! Πέρασε, ισχύει, εγκρίνεται ο γάιδαρός μου. Aντε μπαγάσα, λέω, ακατέργαστε, είχες δεν είχες τα κατάφερες, φιλόδοξε, σου έφεξε, και λιακάδα και πύραυλος.

Υποτροφία! Θα τρώμε για κάμποσα χρόνια ακόμα άφθονο, αθώο  χορτάρι του Θεού.

Κυματιστές γραμμές. Σαν θάλασσα ή σαν ποτάμι.

Aντε μπαγάσα και νύχτωσε πια – γεια σας, φιλιά, ευχαριστώ, φεύγω  κι εγώ.

Επιστρέφω στο παχνί μου, πασίγνωστο, απαράλλαχτο κοινό.

Χαζεύω, μασουλάω της δυσπιστίας μου το σανό κι έξαφνα, «Γάιδαρε!» ακούω, «Γάιδαρε!!!»

Ποιος μιλάει;

«Εδώ! Εδώ!» λέει, χάρτινο το φεγγαράκι εγώ! λέει, μιλάει, φέγγει αληθινό.