Φθινόπωρο, σχέδια, βεβαιότητες, αμφιβολίες. Στη μικρή μας τοπική καλλιέργεια και πάλι, με το βενζινάροτρο, αλλά και το αργοπάτητο βόδι. Ωω! Μελή. Ωω! Κανέλλη.
Με τη λαχτάρα, την έγνοια, την προσμονή, την υπομονή και την ελπίδα μαζί, αλλά και τη σοφή απουσία της, τη σκέψη και το μάτι ανοιχτό στον ορίζοντα της άλλης περιοχής, της μεγάλης, της οικουμενικής, χωρίς ούτε στιγμή να αποσπάται, να κόβεται από την πατροπαράδοτη ρίζα.
Περιορισμένος, ανήσυχος, ανοιχτός, με την πατούσα στο χώμα και το μέτωπο ψηλά, μακριά, να ανεβαίνει, να φεύγει, να ταξιδεύει, να αλητεύει, να ασωτεύει, να κλέβει, να ασκητεύει, να τριγυρνά, να επιστρέφει.
Να επιστρέφει. Πεινασμένο. Στο τραπέζι της τοπικής καλλιέργειας. Πατέρας και άσωτος υιός μαζί. Ένα πρόσωπο.
Φθινόπωρο, φως χαμηλό, μυστικό και αθόρυβο. Όλα μιλούν κι όλα σωπαίνουν.
Φθινόπωρο και μνημονεύεις το ποίημα το παλιό, το σχολικό, το παιδικό, το ξέρεις από στήθους, το λες χρόνια τώρα, σαν ξόρκι. Αλλά και το άλλο, με τη δυσκολία τη μεγάλη, την ευλογημένη.
* Χειμώνιασε και φεύγουν τα πουλιά
γοργά ο πελαργός τα πελαγώνει
κι η φλύαρη χελιδονοφωλιά
χορτάριασε παντέρημη και μόνη.
Του σπίνου χάθηκ` η γλυκιά λαλιά
φοβήθηκε ο μελισσουργός το χιόνι
κι η σουσουράδα στην ακρογιαλιά
δεν τρέχει δεν πηδά δεν καμαρώνει.
Στης λυγαριάς τ` ολόξερο κλαδί
του φθινοπώρου φτωχικό παιδί,
ο Καλογιάννος πρόσχαρος προβάλλει,
Με λόγια ταπεινά και σιγανά.
μικρός προφήτης, φτερωτός μηνά
την άνοιξη, που θα γυρίσει πάλι.
** SEASON of mists and mellow fruitfulness,
Close bosom-friend of the maturing sun;
Conspiring with him how to load and bless
With fruit the vines that round the thatch-eves run;
To bend with apples the moss’d cottage-trees,
And fill all fruit with ripeness to the core;
To swell the gourd, and plump the hazel shells
With a sweet kernel; to set budding more,
And still more, later flowers for the bees,
Until they think warm days will never cease,
For Summer has o’er-brimm’d their clammy cells.
*Ο Καλογιάννος
(Γεώργιος Δροσίνης)
**To Autumn
(John Keats)