Protagon A περίοδος

Βασιλική Καρακώστα: όπως λέμε σβούρα

Όταν τη βλέπεις να τραγουδά, σκέφτεσαι ότι δεν θα μπορούσε να ασχολείται με τίποτα άλλο πέρα από αυτό. Σου έρχεται στο μυαλό η εικόνα ενός μικρού κοριτσιού να τραγουδά και να χορεύει με τα χέρια ανοιγμένα στη μέση μιας αυλής. Αυτό έκανε εξάλλου από τότε που θυμάται τον εαυτό της στο πατρικό της, στο Βόλο. Το έκανε για να κλέβει την προσοχή του αγαπημένου της παππού που είχε πολλά εγγόνια. Και τα κατάφερνε.

Έλενα Παπαδημητρίου

Την είχα δει αρκετές φορές να τραγουδά σε μουσικές σκηνές. Να ξεχωρίζει στο πλευρό του Νίκου Πορτοκάλογλου αλλά και αργότερα, μόνη της. Εκτός σκηνής τη γνώρισα ένα βράδυ σε μια παρέα κοινών φίλων. Τη συνάντησα ξανά για τη συνέντευξη, ένα απόγευμα στη γειτονιά της, στο αγαπημένο της απόμερο παρκάκι που έχει θέα μια τζούρα αττικού ουρανού. Όσες τις φορές την είδα, είχε την ίδια ζωντάνια, τον ίδιο ενθουσιασμό, την ίδια ευθύτητα, την ίδια καλά κρυμμένη μελαγχολία. Καμιά παραφωνία. Τι παράταιρη που γίνεται αυτή η λέξη όταν αναφέρεται στη Βασιλική Καρακώστα.

Όταν τη βλέπεις να τραγουδά, σκέφτεσαι ότι δεν θα μπορούσε να ασχολείται με τίποτα άλλο πέρα από αυτό. Σου έρχεται στο μυαλό η εικόνα ενός μικρού κοριτσιού να τραγουδά και να χορεύει με τα χέρια ανοιγμένα στη μέση μιας αυλής. Αυτό έκανε εξάλλου από τότε που θυμάται τον εαυτό της στο πατρικό της, στο Βόλο. Το έκανε για να κλέβει την προσοχή του αγαπημένου της παππού που είχε πολλά εγγόνια. Και τα κατάφερνε. Συνέχισε να τραγουδά. Παντού και πάντα. Στις Παραδοσιακές Γιορτές του Βόλου και την Εστουδιαντίνα Νέας Ιωνίας. Στα δεκαεννιά της ήρθε στην Αθήνα. Όχι για να ζήσει το «ελληνικό όνειρο» κάνοντας καριέρα. «Είμαι τραγουδίστρια, δεν είμαι καριερίστρια, δεν το βλέπω σαν επάγγελμα. Είναι ένα αγαθό της ζωής. Ένας αγωγός είμαι μόνο», επιμένει. Ισχύει ότι η Βασιλική δε βάζει τον εαυτό της πάνω από το τραγούδι, δεν ποζάρει. «Απλά, κοιτώ το τραγούδι ευθεία στα μάτια και το τραγουδώ». Στα μάτια κοιτά και τους ανθρώπους. Και τον εαυτό της. Μοναχικά αντιμετωπίζει τις ανασφάλειες της. «Η αποδοχή και το χειροκρότημα δεν είναι γιατρικό για έναν καλλιτέχνη;», την τσιγκλάω. «Είναι ένα πολύ ωραίο δώρο», απαντά γέρνοντας ντροπαλά το κεφάλι της.

Δεν ξεχωρίζει τα τραγούδια σε θλιμμένα και χαρούμενα. «Τα τραγούδια έχουν αξία όταν σε κάνουν να αφεθείς, να ξεφύγεις, να σου έρθει ζάλη». Σαν τη ζάλη που σου έρχεται ακούγοντάς την να τραγουδά ζωντανά το «Βάλε μου να πιω» των Τάσου Σαμαρτζή-Νίκου Ξυδάκη. Τότε το κοριτσάκι της αυλής δίνει τη θέση του στη νεαρή γυναίκα που με πάθος και περηφάνια εξομολογείται τον καημό της που τον κάνει και δικό σου. Σαν τη ζάλη της ««Αστροπαλιάς», ενός τραγουδιού του πρώτου της δίσκου, της «Σβούρας» που έγραψε για αυτήν –όπως και τα υπόλοιπα που περιλαμβάνονται- ο Νίκος Πορτοκάλογλου. Ο άνθρωπος που την πίστεψε και της έδωσε χώρο να εκφράζεται έτσι όπως νιώθει η ίδια ότι της ταιριάζει. Κι έχει ανάγκη να εκφράζεται. Τραγουδώντας, μιλώντας, φωνάζοντας είτε από χαρά, είτε από θυμό. Δεν αντέχει τη σιωπή. «Καλύτερα αυτά που θέλουμε να πούμε να λέγονται, να μην κλείνονται». Ό, τι ακριβώς δηλαδή λένε και οι στίχοι του ντουέτου της με τον Νίκο Πορτοκάλογλου, «Σιωπή».

Αυτήν την περίοδο η Βασιλική ξανασυστήνεται στο κοινό, μόνη της πια με μια μουσική παράσταση με τον τίτλο «Κουρελού» που μάλιστα θα ηχογραφήσει μέσα στο επόμενο διάστημα. Πρόκειται για μια μουσική παράσταση με τραγούδια διαφορετικά που φτιάχνουν ένα μωσαϊκό ακουσμάτων από όλη την Ελλάδα, από όλες τις εποχές. Γι΄ αυτό ονομάστηκε «Κουρελού», μου εξηγεί, «είναι πολλά υφάσματα πλεγμένα μαζί, όπως και τα τραγούδια και οι μουσικές που κλείνουν μέσα τους διαφορετικές κι από διαφορετικούς κόσμους νοοτροπίες». Την απασχολεί το ελληνικό μουσικό dna, η ενέργεια της μουσικής μας κουλτούρας, η διαδρομή της αλλά και η συνέχεια της. Αλλάζει το βλέμμα της, γεμίζει αγωνία, όταν μιλά για αυτές της τις αναζητήσεις.
«Υπάρχει θολούρα και για αυτό είναι σημαντικό να καταλάβουμε, να αισθανθούμε τη ρίζα αυτής της μουσικής μας κουλτούρας για να μπορούμε να προχωρήσουμε».

Νιώθει τυχερή για όσα έχει ήδη κάνει και συνεχίζει να κάνει. Τις συνεργασίες της, το δίσκο της, τις συναυλίες, τους ανθρώπους που έχει κοντά της. Τυχερή που ζει με τον τρόπο που επιθυμεί. Για εκείνη η τύχη μοιάζει με μια κοπέλα με μακριά μαλλιά που περνά δίπλα σου κι εσύ απλά πρέπει να την αναγνωρίσεις και να την πιάσεις από το χέρι. Δε μπορείς να την κυνηγάς. «Εσύ τι έχεις κυνηγήσει;», τη ρωτώ λίγο πριν μας πάρει το σκοτάδι. «Τίποτα», βιάζεται να απαντήσει. «Ή μάλλον, τον εαυτό μου κυνηγάω. Μονίμως». «Άλλοτε τον φτάνω, άλλοτε όχι» συνεχίζει, σα να μάντεψε την επόμενη ερώτηση μου. Της ευχήθηκα να μη σταματήσει ποτέ αυτό το κυνήγι.
Γιατί οι σβούρες είναι πιο όμορφες όταν γυρίζουν…