Είμαι ο Γιάννης Παπαδημητρίου, ο δημοσιογράφος από την Καθημερινή και το protagon.gr, που τον είχες διώξει άρον-άρον από το πολιτικό σου γραφείο. Τότε, η δικαιολογία που προφασίστηκες ήταν ότι οι ερωτήσεις μου δεν είχαν καμία σχέση με την πραγματικότητα. Αρνήθηκες να ασχοληθείς με τα ποταπά ερωτήματά μου. Εσύ, ένας δήμαρχος περιωπής, που ισχυριζόσουν ότι άλλαξες τη Θεσσαλονίκη, δεν καταδεχόσουν να απαντήσεις. Ούτε για τον ορθολογισμό, την εταιρεία που είχε εγκαταστήσει το διπλογραφικό σύστημα στο Δήμο, ούτε για τη γνωριμία σου με τον Παναγιώτη Σαξώνη, ούτε για τον τρόπο που διαχειριζόσουν το δημόσιο χρήμα. Η σιωπή σου, αν και ήταν αλαζονική, έζεχνε από ενοχή. Μάλιστα, όχι μόνο δεν μου είχες απαντήσει, αλλά έβαλες δικούς σου ανθρώπους να μας βομβαρδίζουν με σχόλια, υβριστικά και μη, φωνάζοντας για την αθωότητά σου.
Να με συγχωρείς για τον ενικό, μη θεωρήσεις ότι δεν σε σέβομαι ή ότι δεν σε θαυμάζω. Απλώς, τρία χρόνια τώρα που ασχολούμαι με την υπόθεσή σου, νιώθω μια ιδιαίτερη οικειότητα. Θυμάμαι, στην τελευταία σου συνέντευξη ως δήμαρχος, στο καινούριο δημαρχιακό μέγαρο – ναι, δικό σου έργο – τη νοσταλγία να χορεύει στα μάτια σου. Ήξερες ότι η κυριαρχία σου τελειώνει. Τότε, είχα λυπηθεί. Έβλεπα τον καβαφικό άντρα να ξεδιπλώνεται μπροστά μου. Αγέρωχο, μα φοβισμένο για το τέλος. Θυμάμαι να κάθομαι απέναντί σου στο γραφείο, να φοράς την κλασική καρφίτσα και τα λουστρίνια και να με αντιμετωπίζεις με ευγενική αδιαφορία, θεωρώντας ότι είμαι μια κουφάλα από αυτές που χρειάζονταν σφράγισμα. Όπως σφράγιζες τα ανομήματά σου, που ποτέ δεν παραδέχτηκες. Μα, τι λέω, τι να παραδεχτείς;
Θυμάμαι, νεοφερμένος πέρσι στη Θεσσαλονίκη, είχα πάρει σβάρνα τους τοπικούς δημοσιογράφους να μου δώσουν στοιχεία για σένα. «Εγώ δεν έχω κάνει κανένα λάθος. Δεν μετανιώνω για τίποτα», είχες πει σε συνάδελφο από την εφημερίδα «Μακεδονία», όταν τόλμησε να σε ρωτήσει τι λάθη έχεις κάνει στην πριγκιπική σου δωδεκαετία. Θυμάμαι και τους ανθρώπους μέσα στη δημόσια υπηρεσία που προσπαθούσα να τους προσεγγίσω για να βγάλω καμιά χρήσιμη πληροφορία. Μιλούσαν εύκολα, μιλούσαν με μίσος για τον ατσαλάκωτο δήμαρχο, παραληρούσαν. Κρατούσα μικρό καλάθι, δεν πίστευα στ' αυτιά μου. Κακοήθεια σκέφτηκα, ίσως να σε ζήλευαν. Μιλούσαν οι περισσότεροι, ήθελαν όμως να κρατήσουν την ανωνυμία τους. Κάποιοι, έπιναν κι αυτοί καφέ από τις 150 καφετιέρες που είχατε παραγγείλει μέσα σε ένα χρόνο. Ωστόσο, οι πιο πολλοί φοβόντουσαν. Φοβόντουσαν μήπως το σύστημα «Παπαγεωργόπουλου» τους απολύσει, μήπως λειτουργήσει εκδικητικά.
Έμαθα για την ισόβια κάθειρξη οδηγώντας. Δυστυχώς, οι δικαστές δεν τυφλώθηκαν από τη λάμψη των μεταλλίων σου, δεν σου αναγνώρισαν πρότερο έντιμο βίο. Από το πρωί, οι ρουφιάνοι σου είναι κρυμμένοι, έχουν λουφάξει. Δεν απειλούν, τρέχουν να φτιάξουν βαλίτσες για Βουλγαρία. Όπου να’ ναι, η έρευνα θα φτάσει και στην πόρτα τους. Αντίθετα, οι εχθροί σου – απορώ πού ήταν όλοι αυτοί τόσα χρόνια – πανηγυρίζουν, με παίρνουν τηλέφωνο να μου δώσουν συγχαρητήρια για κείνα τα άρθρα. Βασίλη, ξέρω, όλοι θα πέσουν να σου πιουν το αίμα. Γίνεσαι θυσία για να εξευμενιστεί η λαϊκή οργή, τα αόρατα κέντρα εξουσίας επιδιώκουν την πολιτική σου εξόντωση.
Ψαλιδοχέρη, μη βιαστείς να με κρίνεις. Δεν χαίρομαι που μπήκες φυλακή, το γράμμα μου δεν έχει ίχνος κακίας. Σε καταλαβαίνω. Δεν σε ενοχλούν οι χειροπέδες, που έσπευσες να καλύψεις με την καπαρντίνα. Σε ενοχλεί που βγήκες από την πίσω πόρτα. Ποιος, εσύ, που αν η είσοδος δεν είχε κόκκινο χαλί, αρνιόσουν να περάσεις το κατώφλι. Βασίλη, τώρα που είσαι στα Διαβατά, τα κανάλια έχουν γεμίσει με φανατικούς υποστηρικτές του έργου σου και ορκισμένους αντιπάλους. Εσύ, δεν ξέρω πώς θα γεμίζεις εφεξής τον χρόνο σου. Κι αυτό είναι που με φοβίζει πάνω από όλα. Το Δεκέμβρη του 2011, σου είχα γράψει πως όταν είσαι κουρασμένος, δεν έχεις κουράγιο να πληρώσεις παλιά χρέη. Τώρα, σου γράφω να προσέχεις.
Όχι, δεν γελιέμαι. Εσύ δεν είσαι άνθρωπος που θα αυτοκτονήσει από τύψεις για όσα έκανε. Αλλά σε έχω ικανό να αυτοκτονήσεις γι' αυτά που έχασες. Βασίλη, κουράγιο.