Λίγοι συνειδητοποίησαν ότι το περασμένο καλοκαίρι έκλεισε μοιραία ένας αυτοτελής κύκλος άρρηκτα συνδεδεμένος με το πολιτισμικό μας επίπεδο, το επίπεδο της ενημέρωσης και της ψυχαγωγίας μας και το χρώμα της καθημερινότητάς μας επί πάρα πολλά χρόνια. Ο κύκλος της ιστορίας της ελληνικής τηλεόρασης στην αδιάλειπτη συνέχειά της από το πρώτο ασπρόμαυρο τρεμάμενο σήμα για τους λίγους και εκλεκτούς μέχρι το μαύρο στις LCD των πάντων. Στην πορεία είχε παρεισφρήσει σε μια ασύμπτωτη τροχιά και η ιδιωτική, με πολλές συγγένειες και διαφορές αλλά πάντα με σταθερό αλληλοπροσδιορισμό μεταξύ τους. Η καινούργια κρατική τηλεόραση στην πραγματικότητα δεν έχει γεννηθεί ακόμα και άρα ο χρόνος είναι κατάλληλος για να γραφτεί η ιστορία αυτής της παράλληλης περιπέτειας που έζησαν οι δύο αντίζηλες αδελφές, η ηλικιωμένη δημόσια και η νεότερη εμπορική.
Για την ιστορία αυτή αποφάσισε να γράψει στο βιβλίο του «Ο φερετζές και το πηλήκιο» ο Παύλος Τσίμας. Στη συνέντευξη που ακολουθεί εξηγεί τους λόγους που τον οδήγησαν στη συγγραφή του συγκεκριμένου πολιτικού μυθιστορήματος, προσπαθεί να ερμηνεύσει το κλείσιμο της ΕΡΤ, καθώς και τον όρο «ελεύθερη δημοσιογραφία», ενώ φτιάχνει τη δική του τηλεοπτική ντριμ τιμ.
«Κάποτε, πριν πολλά χρόνια, σκόνταψα σε ένα απλό, αφελές ερώτημα: Γιατί η Ελλάδα χρειάστηκε 37 χρόνια από την πρώτη εμφάνιση της τηλεόρασης στην Αμερική, ώσπου να αποκτήσει δικό της τηλεοπτικό σταθμό; Γιατί ήταν η τελευταία χώρα στην Ευρώπη και από τις τελευταίες στον κόσμο, που είδε τηλεόραση;
Ψάχνοντας την απάντηση, έπεσα πάνω στα ίχνη ενός μακρού και σκληρού πολέμου, που άρχισε να διεξάγεται στη χώρα, από το 1951. Έπεσα πάνω σε σχέδια και όνειρα για τη δημιουργία τηλεοπτικού σταθμού που ξεκινούν ακόμη και πριν τον πόλεμο. Έπεσα πάνω σε αλλεπάλληλους ματαιωμένους διεθνείς διαγωνισμούς, εξαγγελίες που ακυρώνονταν, συμφέροντα που συγκρούονταν. Δεν υπάρχει άλλη χώρα στον κόσμο που να αντιστάθηκε τόσο σκληρά, με νύχια και με δόντια, στην τηλεόραση επί τόσα πολλά χρόνια. Δεν υπάρχει άλλη χώρα στον κόσμο, η πολιτική τάξη της οποίας να είχε τέτοιο φόβο για τη δύναμη της τηλεόρασης και, ταυτόχρονα, τέτοια βουλιμία να την υποτάξει.
Είχα καταλήξει, λοιπόν, στο συμπέρασμα, ότι ο “άγνωστος πόλεμος” για την τηλεόραση, η πολιτική προϊστορία της ελληνικής τηλεόρασης είναι ένας πιστός καθρέφτης της ελληνικής ιστορίας και των χαρακτηριστικών της ελληνικής πολιτικής ζωής, που αντέχουν στον χρόνο. Και σκεφτόμουν πως θα άξιζε αυτή η άγνωστη ιστορία να καταγραφεί. Αλλά, όλο το ανέβαλα. Ώσπου ήρθε πέρυσι τον Ιούνιο η εξωφρενική απόφαση να διακοπεί η λειτουργία της ΕΡΤ και το πήρα απόφαση: έπρεπε να συστηματοποιήσω την έρευνα και να γράψω το βιβλίο. Και ιδού!».
Τι ξεκίνησε στραβά στη γέννηση της ιδιωτικής τηλεόρασης που δεν πρόβλεψαν οι τρεις αρχηγοί της κυβέρνησης Ζολώτα; Τι θα θεωρούσατε απαραίτητο να είχε θεσπιστεί τότε ως προς τις συχνότητες, το ιδιοκτησιακό καθεστώς και το νομικό πλαίσιο λειτουργίας;
«Τον Απρίλιο του 1985, ο Γιώργος Ρωμαίος, αφού είχε πια παραιτηθεί από την ΕΡΤ κι ήταν ευρωβουλευτής, είχε στείλει μια επιστολή στον Ανδρέα Παπανδρέου, όπου του έγραφε ότι η τάση στην Ευρώπη κάνει αναπόφευκτη την είσοδο και της Ελλάδας, αργά ή γρήγορα, στην εποχή της ιδιωτικής τηλεόρασης. Του πρότεινε, για να μη γίνουν τα πράγματα άναρχα, να δοθούν δύο μόνον άδειες, με διαδικασίες, έλεγχο και κανόνες. Δεν εισακούστηκε. Κι έτσι, παραμονές εκλογών του 1989, ΠΑΣΟΚ και ΝΔ έτρεχαν κι έταζαν στους πάντες άδεια τηλεόρασης, αν κερδίσουν τις εκλογές. Ο νόμος του καλοκαιριού του '89, υλοποιούσε αυτές τις προεκλογικές υποσχέσεις. Αν εφαρμοζόταν, θα ήταν κι αυτός μια λύση. Αλλά οι κυβερνήσεις, από το 1990 κι ύστερα, πίστεψαν πως αν αφήσουν το τοπίο αρρύθμιστο, ρευστό, καθυστερώντας να δώσουν τις άδειες, επιτρέποντας σε κάθε ιδιοκτήτη ψησταριάς να στήνει πομπούς στα βουνά, θα είχαν καλύτερο πολιτικό έλεγχο επί του Μέσου. Έκαναν λάθος – και το πληρώνουμε όλοι…».
Θα κλείνατε την ΕΡΤ, έστω και με άλλον τρόπο;
«Ο Σερ Χιου Γκριν είχε προτείνει να κλείσει και να ξανανοίξει το ΕΙΡΤ, που δεν είχε ακόμη βαφτιστεί ΕΡΤ, αμέσως μετά τη δικτατορία, γιατί η χούντα είχε αφήσει πίσω της ένα μικρό τέρας. Οι κυβερνήσεις της μεταπολίτευσης προτίμησαν να κρατήσουν το τερατάκι και να το βάλουν να δουλέψει για λογαριασμό τους, με κάποιες, άλλοτε σπουδαίες (Χατζιδάκις, Ρωμαίος) και άλλοτε ασήμαντες αλλαγές ή φωτεινές παρενθέσεις. Σαράντα χρόνια μετά τον Χιου Γκριν, όχι, δεν θα έκλεινα την ΕΡΤ. Δεν είναι θέμα μεθόδου. Είναι θέμα στόχου: τι θέλει μια χώρα σαν την Ελλάδα, τον 21ο αιώνα, από τον δημόσιο φορέα ραδιοτηλέορασης; Αν δεν απαντηθεί αυτό – κι εγώ απάντηση δεν έχω ακούσει και εκείνοι που έκλεισαν την ΕΡΤ ούτε που νοιάζονταν για την απάντηση – τα υπόλοιπα είναι δίχως νόημα».
Φτιάξτε μια ντριμ τιμ όλων των εποχών της ελληνικής τηλεόρασης…
«Ξεχωρίζω, πρόχειρα, μερικές εκπομπές για το προσωπικό μου τηλεοπτικό hall of fame, αλλά οι περισσότερες θα είναι, φοβάμαι, παλιές: Το “Αλάτι και Πιπέρι” του Φρέντυ Γερμανού. Κάποιες μεταδόσεις του Γιάννη Διακογιάννη, από Ολυμπιακούς αγώνες κυρίως, και η περιγραφή του γκολ του Καμάρα, από το 3-0 Παναθηναϊκός-Ερυθρός Αστέρας. Το “Εκείνος κι εκείνος” με τον Διαμαντόπουλο και τον Μιχαλακόπουλο, εν μέση χούντα. Τα “λιανοτράγουδα” του Μίκη – πρώτη εκπομπή με απαγορευμένη μουσική Θεοδωράκη, τον Σεπτέμβριο του 1974. Τη σειρά «Εκδικητές», με την Diana Rigg στον ρόλο της Εμμα Πηλ. Το Παρασκήνιο, διαχρονικά. Το Μονόγραμμα. Το “ζήτω το ελληνικό τραγούδι” του Διονύση Σαββόπουλου. Το πρώτο θέμα της εκπομπής “Ρεπόρτερς”, σε σκηνοθεσία Θόδωρου Αγγελόπουλου. Το πρώτο, άχαρο debate Σημίτη-Εβερτ, το 1996. Από το “ρεπορτάζ χωρίς σύνορα” τα αφιερώματά του στον εμφύλιο και τα ελληνικά 60’ς, πολλά ντοκιμαντέρ του “Εξάντα”, οπωσδήποτε κάποια θέματα των “Πρωταγωνιστών”, το “Μαύρο Κουτί” που κάναμε με τον Παπαχελά και τον Τέλλογλου. Τους δέκα μικρούς Μήτσους. Και τα βίντεο από όλα τα φάιναλ φορ της ευρωλίγκας, με τον Παναθηναϊκό».
Ποιοι είναι αυτοί που σήμερα φορούν φερετζέ και ποιοι πηλήκιο;
«Ο ''φερετζές'' είναι μια έκφραση του Ψαθά και του Πλωρίτη. Κάθε φορά που, τη δεκαετία του '50, εμφανιζόταν ένα σχέδιο για τηλεόραση στην Ελλάδα, εκείνοι αντιδρούσαν, λέγοντας: «όλα τα 'χε η Μαριορή, ο φερετζές (δηλαδή η τηλεόραση) της έλειπε». Είναι ο φόβος απέναντι στην τηλεόραση, που μεταμφιέζεται σε περιφρόνηση για τη "χυδαιότητά" της. Με έναν άλλο τρόπο, επιβιώνει και σήμερα.
Το "πηλήκιο" είναι το στρατιωτικό καπέλο που φόρεσε η χούντα στην τηλεόραση. Αφού η δημοκρατία είχε αποτύχει να λύσει το αίνιγμα "τηλεόραση", το έλυσε η χούντα, με τον τρόπο της. Έφτιαξε μια τηλεόραση, την τηλεόραση του Γεωργαλά, που ήταν ταυτόχρονα απόλυτα προπαγανδιστική, υποταγμένη στην κυβερνητική εντολή και απόλυτα, χυδαία εμπορική, ταυτισμένη με την υψηλή τηλεθέαση και τα διαφημιστικά έσοδα. Δεν υπήρξε ποτέ και πουθενά στον κόσμο τέτοιο υβρίδιο. Και νομίζω ότι, παρ' όλα όσα έγιναν μετά, αυτό το στίγμα, το εκ γενετής κουσούρι, τη σημάδεψε την ελληνική τηλεόραση για πάντα».
Ορίστε μου τον όρο «ελεύθερη δημοσιογραφία»...
«Η δημοσιογραφία που έχει την εντιμότητα να φανερώνει, να μην κρύβει τα, κάθε φορά, όρια της ελευθερίας και της «αντικειμενικότητάς» της. Η δημοσιογραφία που διεκδικεί το δικαίωμα να μην κόβει το προϊόν της κατά παραγγελία του πελάτη, του εκδότη, του πολιτικού πάτρωνα ή του κοινού και των προκαταλήψεών του».
*Το βιβλίο του Παύλου Τσίμα «Ο φερετζές και το πηλήκιο» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.