Όταν παρουσιάστηκα φαντάρος στην Τρίπολη, στο ακριβώς διπλανό μου διπλό κρεβάτι κοιμόταν ένα πολύ παράξενο δίδυμο. Στο πάνω ήταν ένα ντροπαλό, λιγομίλητο παιδάκι που όλο κοιτούσε γύρω του τρομοκρατημένο (Νικολάκη τον έλεγαν) και στο κάτω κοιμόταν ένας εξ’ αναβολής 26άρης που σπούδαζε ιατρική στην Ιταλία. Αυτός ονομαζόταν Τρύφωνας και ήταν το θρασύτερο πλάσμα που είχα γνωρίσει ποτέ.
Ο Τρύφωνας είχε άποψη για όλα, στην οποία δεν σήκωνε την παραμικρή αντίρρηση. Σιχαινόταν τον θεσμό του στρατού αλλά την πρώτη του μετάθεση την πήρε για το ΓΕΕΘΑ. Του την έδιναν οι αξιωματικοί, όμως είχε βρει έναν τρόπο κι έγινε αμέσως κολλητός με τον υπολοχαγό που μας εκπαίδευε. Κριτικάριζε την άθλια διαβίωση των φαντάρων, όμως όλο του φέρνανε σουβλάκια στην πύλη και μ’ έναν μυστήριο τρόπο είχε καταφέρει να τα βάζει μέσα, ενώ για μας απαγορευόταν. Τον ενοχλούσε αφάνταστα η αμορφωσιά των καραβανάδων αλλά τα πήγαινε περίφημα με τους λοχίες διμοιρίτες. Θεωρούσε απαράδεκτες, πεπαλαιωμένες και ανώφελες τις καθημερινές ασκήσεις που κάναμε, όμως όλο κατάφερνε να παίρνει απαλλαγές και να κάθεται στο ΚΨΜ, ενώ εμείς τρέχαμε στις πορείες και στις βολές.
Δεν χρειάστηκαν περισσότερες από τρεις μέρες, για να μετατρέψει ο Τρύφωνας τον συγκάτοικο του Νικολάκη σε υπηρέτη του. Πού να τα βγάλει πέρα ο μικρός και άβγαλτος νεαρούλης με τον τετραπέρατο γιατρό; Έστρωνε το κρεβάτι του Τρύφωνα ο Νικολάκης, του αγόραζε σάντουιτς και τυρόπιτες, του ‘βαφε τις αρβύλες, έκανε τον θαλαμοφύλακα στη θέση του, του γυάλιζε το Μ1 και γενικώς έκανε άλλο μισό φανταριλίκι στη θέση του Τρύφωνα. Τους κοιτούσα από δίπλα και δεν πίστευα στα μάτια μου, καθώς η απόλυτη επιβολή του μεγάλου πάνω στον μικρό δεν στηριζόταν πουθενά, παρά μόνο στη δύναμη του χαρακτήρα του καταφερτζή Τρύφωνα απέναντι στον δειλό και άβγαλτο Νικολάκη.
Η σκηνή όμως που δεν θα ξεχάσω ποτέ εκτυλίχτηκε μια Κυριακή μεσημέρι μπροστά μου. Ήμασταν αραχτοί στον θάλαμο και ο Τρύφωνας είχε βάλει τον Νικολάκη να πάει στο συσσίτιο και να του φέρει φαγητό να φάει στο κρεβάτι του. Έφερε ο μικρός μια ξέχειλη καραβάνα με χοντρά μακαρόνια και κιμά στο αφεντικό του να γευματίσει κι έπειτα ξάπλωσε στο κρεβάτι του. Ο Τρύφωνας έφαγε δυο μπουκιές δυσανασχετώντας όπως πάντα κι έπειτα σηκώθηκε ξεφυσώντας, παράτησε την καραβάνα πάνω στα σεντόνια του μικρού και ξεκίνησε για την τουαλέτα να πλυθεί. Η καραβάνα ήταν γεμάτα λάδια, μακαρόνια που κρέμονταν απ’ έξω και κιμάδες. Τα σεντόνια δίπλα στα μούτρα του Νικολάκη έγιναν χάλια. Ήταν η πρώτη φορά που ο μικρός επαναστάτησε κι έβαλε τις φωνές:
– Πάνω στα σεντόνια μου άφησες το φαγητό, ρε Τρύφωνα; φώναξε. Κοίτα πως έγιναν. Γέμισαν λάδια. Πώς θα κοιμάμαι τώρα; Βρωμάνε.
Και τότε, ο Τρύφωνας κοντοστάθηκε, τον κοίταξε με πύρινο βλέμμα, επέστρεψε, πήρε την καραβάνα απ’ το ξένο κρεβάτι, την ακούμπησε στο πάτωμα κι έχοντας στο πρόσωπο μια έκφραση βαθιάς περιφρόνησης απάντησε στον διαμαρτυρόμενο:
– Εντάξει, ρε γύφτο.
Τώρα θα αναρωτηθείτε, γιατί έγραψα αυτή την ιστορία. Δεν είμαι βέβαιος. Την είχα ξεχάσει εντελώς και την θυμήθηκα ξαφνικά τις τελευταίες μέρες, όταν είδα και άκουσα τις αντιδράσεις του Γιώργου Τράγκα για τη λίστα Λαγκάρντ. Ένα περίεργο πράγμα λοιπόν…