Protagon A περίοδος

Τρίγωνο σκαληνό

Ανάβω τη φωτιά στην ακροθαλασσιά κι όταν ανοίγω την κοιλιά, λάμπει ο κόσμος όλος το χρυσάφι Σου. Η θάλασσα είναι δρόμος ανοιχτός, ο ουρανός είναι βυθός κι έχει τα άστρα του.

Θοδωρής Γκόνης

Ο Κορμοράνος στα νερά, εγώ στον βράχο μου και το βαρκάκι στ’ ανοιχτά. Κανείς άλλος. Τρίγωνο σκαληνό, σκάλα ανάστροφη για τον βυθό. Όχι, ψέματα και το κορίτσι με τα χρώματα να γράφει, να ματώνει, κάθε μέρα κι άλλο όνομα στο στήθος της, μέχρι να βρει αυτό που της ταιριάζει. Να το βαφτίσει στα νερά, να το χτυπήσει μελανιά.

Ο Κορμοράνος με το αγκίστρι, με τον γάντζο, με τις μεγάλες δυνατές φτερούγες πετονιές, με το χοντρό το παραγάδι, με τη συρτή το ράμφος προς τα πάνω, ο μακρύς λαιμός το υπερήφανο κεφάλι του.
Το στήθος, ο Μπάγκος, το βουναλάκι, το λιβάδι με την κορυφή την απλωτή. Περιβολάκι, δάσος, κήπος.

Χρώματα, κρύσταλλα, πετράδια, λουλούδια ζωντανά, η μέδουσα, το φύκι, το χορταράκι το πλατύφυλλο με το μετάξι, η μουσική η άηχη, οι σερπαντίνες οι ασάλευτες, οι δρόμοι, τα σοκάκια τα στενά με το ασήμι τους. Η πέρκα, ο σαργός, ο σπάρος, το λυθρίνι, η συναγρίδα και το πετρομπάρμπουνο. Ο ουρανός είναι βυθός κι έχει τα άστρα του.

Εγώ του πλάνου βουτηχτή, του δύτη αλήτη Κορμοράνου μου, δε θα του δέσω στο λαιμό σχοινί, ψαράς δεν είμαι ανταγωνιστής, μπαμπέσης, κλέφτης, λωποδύτης, να παίρνω, να αρπάζω, να βουτώ, μέσα από το στόμα του τον κόπο, τη λαχταρά, τον ιδρώτα του, το ψάρι και το χέλι που ορέγεται, χαλκά δε θα περάσω του αυτοκράτορά μου, αυτά τα κάνουν οι Κινέζοι στα ποτάμια τους, η θάλασσα είναι δρόμος ανοιχτός κι έχει ο Θεός για όλους μας.

Ψάρι μου βγάζει και τ’ αφήνει δώρο δίπλα μου, έχει στα σπλάχνα του το δαχτυλίδι το χρυσό, τη βέρα, τ’ όνομα, που έσβησες και πέταξες και κύλησες.

Ανάβω τη φωτιά στην ακροθαλασσιά κι όταν ανοίγω την κοιλιά, λάμπει ο κόσμος όλος το χρυσάφι Σου. Λύνονται μάγια, στάχτη το ινάτι Σου.