Εχει τρεις πόλεις, τρεις έγνοιες. Ολες στις ξένες θάλασσες. Θα σηκωθεί πρωί, πολύ πρωί, θ' ανοίξει τα παράθυρα, θα μελετήσει τον καιρό, θα δει τα χρώματα, τα ζώα της αυλής, τις αστραπές πίσω απ' τα βουνά, τη θάλασσα, το σύννεφο, τον άνεμο, του φεγγαριού το γάλα, τ΄ άστρα, τα σημάδια και τις αποφάσεις τους.
Τρεις πόλεις. Ολη τη νύχτα στήνει μηχανές, σκάλες, μπαίνει στον ύπνο τους, μετράει τον πυρετό τους, ταξιδεύει στα όνειρά τους, στους αναστεναγμούς, τα παραμιλητά και στα τραντάγματα, ακούει την ανάσα, το τρίξιμο, τον βήχα, το σαράκι τους, θα πρέπει να βιαστεί να φτιάξει τον καφέ και το τσαγάκι τους.
Θα πρέπει να βιαστεί να βρει τις κάλτσες τις ζεστές, τις μάλλινες και τις βαμβακερές, τα δώδεκα λευκά πουκάμισα με τ’ αρχικά τους, αριστερά στο μέρος της καρδιάς. Ν' ανάψει τη φωτιά να πέσουν κάρβουνα, να έρθει η στάχτη στο νερό να γίνει αλισίβα. Να λουστούν, να χτενιστούν.
Είναι πρωί, πολύ πρωί, παίρνει τη σφουγγαρίστρα της, τον κουβά και κατεβαίνει στον γιαλό κι αρχίζει να μαζεύει τα νερά της θάλασσας, ανοίγει δρόμο, να προλάβει, να τρέξει, να φτάσει γρήγορα, πριν φύγουν στις δουλειές τους νηστικοί κι απεριποίητοι. Εχει τρεις πόλεις, τρία παιδιά.